Κείμενο: Kατερίνα Πουλιάση
Εικαστικός, Νηπιαγωγός
Εμψυχώτρια Καλλιτεχνικής Ομάδας ANIMA


To παρακάτω παιδικό διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Δευκαλίων (τεύχος 58, 2017) και παραχωρήθηκε από την ίδια την συγγραφέα, κ. Κατερίνα Πουλιάση, σε εμάς. Η εικονογράφηση του εξωφύλλου είναι αποτέλεσμα της ίδιας της εικαστικού.

 

Ανάμεσα στα πυκνά φυλλώματα μιας μουριάς ζούσε κρυμμένη μια κάμπια, η Λούδα. Το πρωί σαν ξυπνούσε, έσερνε βαριεστημένα τα πολλά πόδια της πάνω στα κλαδιά της. Έτρωγε λαίμαργα πολλά μουρόφυλλα. Έπειτα, για την υπόλοιπη μέρα, ξεκουραζόταν κάτω απ’ τα δροσερά φύλλα.

Μια μέρα, ενώ έτρωγε, άκουσε μια κοριτσίστικη φωνή κάτω απ’ τη μουριά:

– Σ’ ευχαριστώ μαμά για τα καινούργια μου παπούτσια.

Ένα κοριτσάκι καμάρωνε ένα γυαλιστερό ζευγάρι λουστρίνια, που η μαμά του μόλις είχε αγοράσει.

-Είναι υπέροχα, κορούλα μου! Εγώ θα σε καμαρώνω κι οι φίλες σου θα σε ζηλεύουν.

Η Λούδα σκέφτηκε:

“Αν είχα κι εγώ ένα ζευγάρι παπούτσια, οι άλλες κάμπιες θα με καμάρωναν και θα με ζήλευαν! Θα πάω στην πολυμήχανη κι εργατική αράχνη. Αυτή σίγουρα θα ξέρει πώς να με βοηθήσει.”

Στη φωλιά της αράχνη:

-Αχ φίλη μου αράχνη! Εσύ είσαι τόσο καλή τεχνίτρια! Θα με βοηθήσεις να φτιάξω ένα ζευγάρι παπούτσια για τα πόδια μου;

-Μα πώς σου ’ρθε αυτή η ιδέα;

-Θέλω να τα προστατέψω απ’ τ’ άγρια κλαδιά, προσποιήθηκε η Λούδα.

-Εγώ μονάχα ιστούς ξέρω να πλέκω, απάντησε απρόθυμα η αράχνη.

-Σε παρακαλώ! Κάτι θα σκεφτείς. Εσύ που είσαι τόσο έξυπνη!

-Καλά, συμφώνησε τελικά η αράχνη.

Αφού σκέφτηκε για λίγο, είπε:

-Ίσως θα μπορούσα να τα κατασκευάσω από μουρόφυλλα. Όμως θα χρειαστώ και τη δική σου βοήθεια. Πρέπει να μου φέρεις κομμάτια από φύλλα, που θα τα πλέξω μεταξύ τους.

-Πάω! είπε ενθουσιασμένη η Λούδα κι αμέσως σύρθηκε ως το πιο κοντινό μουρόφυλλο. Το έκοψε σε μικρά κομμάτια, με τα κοφτερά δοντάκια της. Στη συνέχεια έτρεξε στην αράχνη.

-Να ’μαι κιόλας!

Η αράχνη στρώθηκε στη δουλειά. Σε λίγο τα παπούτσια ήταν έτοιμα. Η Λούδα τα φόρεσε και καμάρωνε.

Σαν έκανε όμως να περπατήσει, παραπάτησε κι έπεσε απ’ τη μουριά. Η αράχνη άπλωσε μια κλωστή ιστού και την τράβηξε πάνω.

-Ευτυχώς που με βοήθησες! Αλλιώς θα χρειαζόμουν αρκετή ώρα ώσπου να ξανανέβω.

-Αν, στο μεταξύ, δε σε πατούσε κάποιος περαστικός. Φαίνεται πως η ιδέα σου να φορέσεις παπούτσια, δεν ήταν τόσο καλή.

-Όχι όχι! Μάλλον χρειάζονται παπούτσια όλα μου τα πόδια, ώστε να μην σκοντάφτω.

-Μα είναι πολλά! Αδύνατον να φτιάξω τόσα ζευγάρια παπούτσια!

-Ζήτησε βοήθεια κι από άλλες αράχνες.

-Κάθε αράχνη έχει ήδη αρκετή δική της εργασία.

Η Λούδα, σα να μην άκουσε, συνέχισε:

-Νομίζω ότι θα ήταν ακόμη καλύτερο, αν είχα πολλά διαφορετικά ζευγάρια παπούτσια.

-Μα εσύ τρελάθηκες τελείως!

-Αν δεν αρκεί η καλή φιλία μας για να με βοηθήσεις, τότε υπόσχομαι να μαζέψω αρκετά έντομα-για τροφή-για καθεμία από εσάς.

Η αράχνη, βλέποντας ότι δε μπορούσε να της αλλάξει γνώμη, είπε:

-Είμαστε σύμφωνοι. Αρκεί να δεχτούν κι οι υπόλοιπες αράχνες. Θα πρέπει όμως εσύ να μαζέψεις αρκετά κομμάτια από μουρόφυλλα.

-Μην ανησυχείς! Αν χρειαστεί θα ζητήσω βοήθεια από τις άλλες κάμπιες.

-Τι είδους παπούτσια θα ήθελες;

-Βασικά ένα ζευγάρι λουστρίνια που προκαλούν εντύπωση, μπότες, αθλητικά, λαστιχένια για τη θάλασσα, παντόφλες, και τέλος ένα ζευγάρι φτερωτό για να νιώθω σα να πετώ.

-Μα για όλα αυτά δε θα χρειαστώ βοήθεια μόνο απ’ τις αράχνες, αλλά κι από τα μυρμήγκια.

-Από αυτά γιατί;

-Για τα παπούτσια που ζητάς χρειάζονται διάφορα υλικά, όπως λάστιχο και ύφασμα. Μόνο τα μυρμήγκια, καθώς θα αναζητούν τροφή, μπορούν να τα βρουν.

-Αν χρειαστεί, τάξε τους ότι θα τα εφοδιάσω με σπόρους.

-Εντάξει. Να ξέρεις όμως ότι θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για την κατασκευή τόσων παπουτσιών.

-Θα περιμένω όσο χρειαστεί, είπε αποφασισμένη η Λούδα.

-Ας στρωθούμε λοιπόν στη δουλειά!

-Εγώ ξεκινώ τώρα κιόλας να μαζεύω μουρόφυλλα.

Χρειάστηκε βοήθεια κι απ’ τις άλλες κάμπιες. Όταν τη ρώτησαν τι χρειάζεται τα φύλλα, τους είπε ψέματα. Φοβόταν μήπως δε τη βοηθήσουν ή της κλέψουν την ιδέα να φτιάξουν κι εκείνες παπούτσια.

Σύντομα, με την βοήθειά και των μερμηγκιών, τα παπούτσια της ήταν έτοιμα. Τα φόρεσε όλα και πήγε να τα δείξει περήφανη στις άλλες κάμπιες. Εκείνες όταν την είδαν τη ρώτησαν:

-Τι είναι αυτά που φόρεσες στα πόδια σου;

-Καλά δε βλέπετε; Παπούτσια!

-Και τι τα χρειάζεσαι; τη ρώτησε μια κάμπια.

-Για να προστατεύω τα πόδια μου.

-Αφού καμιά από εμάς δε φοράει παπούτσια.

-Και τι με νοιάζει εμένα; απάντησε περιφρονητικά η Λούδα.

-Δε σου έφταναν τόσα πόδια, παρά ήθελες να φορτωθείς άλλα τόσα παπούτσια! την κορόιδευαν  εκείνες.

-Αν ήσασταν έξυπνες όπως εγώ, το ίδιο θα κάνατε! απάντησε με υπερηφάνεια.

Η αλήθεια ήταν ότι η Λούδα δυσκολεύτηκε να συνηθίσει τα παπούτσια. Συχνά σκόνταφτε κι έπεφτε απ’ το δέντρο. Δεν εγκατέλειπε όμως την προσπάθεια.

“Σύντομα θα τα συνηθίσω και θα μπορώ να πηγαίνω πιο μακρινές βόλτες, μέχρι τ’ άλλα δέντρα. Οι άλλες κάμπιες θα με ζηλεύουν και καμιά δε θα τολμά να με κοροϊδέψει.”

Πράγματι, μετά από λίγο καιρό, οι κάμπιες παρήγγειλαν στην αράχνη παπούτσια. Εκείνη κάλεσε πάλι σε βοήθεια όλες τις αράχνες, που δεν προλάβαιναν πια ούτε τον ιστό τους να υφάνουν. Ακόμη ζήτησε βοήθεια απ’ τα μερμήγκια, που δε τους έμενε πια καιρός ούτε σπόρους να μαζέψουν.

Ωστόσο οι κάμπιες ήταν πολύ ενθουσιασμένες. Γι’ αυτό κι ανακήρυξαν τη Λούδα εμπνευστή κι ευεργέτη τους. Προκειμένου να επιδείξουν τα παπούτσια τους, καθιέρωσαν καθημερινούς περιπάτους από δέντρο σε δέντρο.

Ύστερα από λίγο καιρό όμως άρχισαν να κουράζονται. Πολλές έπεφταν από τα δέντρα και τις πατούσαν οι περαστικοί. Άλλες από τους πολλούς περιπάτους  πεινούσαν τόσο, ώστε καταβρόχθιζαν μουρόφυλλα ασταμάτητα.

Το αποτέλεσμα ήταν να μείνουν οι μουριές δίχως φύλλα. Έτσι όμως οι κάμπιες κινδύνευαν να φαγωθούν απ’ τα πουλιά. Το κυριότερο ήταν ότι δεν έβρισκαν πια φύλλα ούτε για τροφή.

Έτσι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε άλλα δέντρα. Σύντομα όμως έμειναν κι αυτά δίχως φύλλωμα, κι οι κάμπιες λιμοκτονούσαν. Τότε έριξαν το φταίξιμο στη Λούδα, που τους έδωσε την ιδέα να φορέσουν παπούτσια.

Της έκαναν μήνυση, δήθεν για παραπλάνηση. Δόθηκε ένταλμα συλλήψεως κι η Λούδα οδηγήθηκε στην Εισαγγελία Εντόμων.

Στην δίκη, ο συνήγορός της ζήτησε να της δοθεί άφεση, αν δώριζε τα παπούτσια της στον Διαγωνισμό τραγουδιού Τζιτζικιών. Τα τζιτζίκια ήταν τα μόνα έντομα που θα μπορούσαν να τους φανούν χρήσιμα. Δεν έκαναν τίποτ’ άλλο όλη μέρα απ’ το να τραγουδούν.

Οι δικαστές συμφώνησαν. Ωστόσο, η Λούδα δεν ήθελε ν’ αποχωριστεί τα παπούτσια της. Έτσι, σύσσωμο το δικαστήριο την έκρινε ένοχη, κι οδηγήθηκε στη φυλακή.

 ….Συνεχίζεται….