Κείμενο: Kατερίνα Πουλιάση
Εικαστικός, Νηπιαγωγός
Εμψυχώτρια Καλλιτεχνικής Ομάδας ANIMA

Επιμέλεια: Μαρία Κουσαντάκη


To παρακάτω παιδικό διήγημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Δευκαλίων (τεύχος 58, 2017) και παραχωρήθηκε από την ίδια την συγγραφέα, κ. Κατερίνα Πουλιάση, σε εμάς. Η εικονογράφηση του εξωφύλλου είναι αποτέλεσμα της ίδιας της εικαστικού.

 

Στην αρχή περνούσε καλά. Συνέχεια έτρωγε, έπινε και ξεκουραζόταν. Σύντομα όμως άρχισε να βαριέται. Ζήτησε τότε τη βοήθεια του φύλακα.

-Τι θέλεις ως αντάλλαγμα, για να με βγάλεις από δω; του ψιθύρισε μια μέρα καθώς της σέρβιρε το φαγητό.

-Αυτό δε γίνεται! Θέλεις να χάσω την δουλειά μου;

-Αν σου έδινα τις παντόφλες μου για τα κουρασμένα πόδια σου; συνέχισε με πείσμα η Λούδα.

-Αποκλείεται σου είπα!

-Μην ανησυχείς! Θα κάνουμε να μοιάζει με απόδραση.

-Πώς; την κοίταξε με απορία ο φύλακας.

-Αν μου φέρεις ένα εργαλείο, με το οποίο θα μπορώ ν’ ανοίξω τη πόρτα του κελιού μου.

Ο φύλακας δίστασε λίγο, αλλά μετά συμφώνησε:

-Αν είναι έτσι, εντάξει. Και τις παντόφλες πότε θα μου τις δώσεις;

-Θα τις βρεις στο κελί μου.

-Δε ξέρω αν μπορώ να σε εμπιστευθώ. Καλύτερα να μου τις δώσεις τώρα.

-Ορίστε, πάρτε τες.

Έτσι η Λούδα κατάφερε να αποδράσει με ευκολία. Έπειτα κρύφτηκε στην κουφάλα ενός δέντρου. Έβγαινε από κει μόνο για να φάει.

Όμως, μετά από λίγο καιρό, άρχισε να βαριέται δίχως παρέα. Μια μέρα, ένα χελιδόνι κάθησε πάνω στα κλαδιά του δέντρου της. Αν και γνώριζε ότι είναι ο καλύτερος μεζές για ένα πουλί, δε δίστασε να το πλησιάσει:

-Θέλεις να κάνουμε παρέα;

Το χελιδόνι την κοίταξε παραξενεμένο:

-Απορώ πώς δε φοβάσαι μη καταλήξεις στο στομάχι μου!

-Είμαι ολομόναχη και χρειάζομαι έναν φίλο.

-Αφού εσείς οι κάμπιες ζείτε όλες μαζί. Μήπως έχασες το δρόμο σου κι έτσι κατέληξες μόνη;

-Όχι. Είναι μια ολόκληρη ιστορία, είπε η Λούδα και του διηγήθηκε τι είχε συμβεί.

Και πρόσθεσε:

-Έχασα τους φίλους μου, αλλά ελπίζω να βρω άλλους.

-Ναι αλλά με μένα θα κινδυνεύεις, όταν είναι άδεια η κοιλιά μου.

-Ελπίζω να κερδίσω τη φιλία σου. Ίσως με βοηθήσεις να ταξιδέψω μακριά. Μόνο έτσι θα ξεχάσω όσα άσχημα πέρασα.

-Εγώ, εκεί που ταξιδεύω, συναντώ πολλά κρύα κι αέρηδες πολλούς. Μια κάμπια δεν μπορεί να επιβιώσει σε τέτοιες συνθήκες.

-Μη λες ψέματα για να με αποφύγεις! Τα χελιδόνια ταξιδεύουν μόνο σε χώρες ζεστές.

Το χελιδόνι ξεροκατάπιε, αλλά συνέχισε με περισσότερο θάρρος:

-Ακόμη κι αν είναι έτσι, δε μπορώ να σε πάρω μαζί μου!

Η Λούδα ωστόσο επέμενε:

-Πριν που μίλησες για κρύα, θυμήθηκα κάτι. Άκουσα κάποτε να μιλούν για το τσουχτερό κρύο που έχει στο Βόρειο Πόλο. Πόσο θα ήθελα να πάω εκεί!

-Εσύ μου φαίνεται δε καταλαβαίνεις τίποτα, θύμωσε το χελιδόνι. Εκεί κινδυνεύεις να ψοφήσεις! Άλλωστε κανένα πουλί δε πλησιάζει σε τόσο κρύα μέρη.

-Θα ζητήσω τη βοήθεια της αράχνης, για να μου πλέξει ζεστά ρούχα και παπούτσια.

-Και πιστεύεις ότι θα σε βοηθήσει, ύστερα απ’ όσα συνέβησαν;

-Η αράχνη είναι φίλη μου. Και τότε με βοήθησε! Μολονότι γνώριζε, πως ήταν τρελή η ιδέα μου να φορέσω παπούτσια.

-Μάλλον γνώριζε ότι θα έπαιρνες ένα γερό μάθημα απ’ την αποκοτιά σου.

-Ίσως κι αυτό. Όμως είμαι βέβαιη, ότι και τώρα θα με βοηθήσει. Πρέπει  όμως να μεταμφιεστώ ή να πάω κρυμμένη, ώστε να μη με αναγνωρίσει κανείς.

Τελικά το χελιδόνι φαίνεται πως συμπόνεσε την Λούδα:

-Ίσως να μπορούσα εγώ να σε κρύψω κάτω απ’ τα φτερά μου.

-Τέλεια! Αναπήδησε εκείνη από χαρά.

Έτσι βρέθηκαν στη φωλιά της αράχνης, δίχως κανείς να τους αντιληφθεί. Όμως, σαν το χελιδόνι σήκωσε τα φτερά του κι η αράχνη είδε την Λούδα:

-Τι γυρεύεις εσύ εδώ πέρα; τη ρώτησε απότομα.

-Χρειάζομαι την βοήθειά σου. Θέλω να μου φτιάξεις ζεστά ρούχα και παπούτσια.

-Πάλι σε μπελάδες γυρεύεις να με βάλεις;

-Αυτή τη φορά είναι για καλό σκοπό. Θα κάνω ένα ταξίδι σε τόπους μακρινούς και κρύους.

-Δε με νοιάζει ούτε τι θα κάνεις, ούτε αν είναι για καλό σκοπό! Είδα κι έπαθα ν’ απαλλαγώ απ’ την κατηγορία, ότι δεν ήμουν συνένοχη.

-Μα… έκανε να αντιδράσει η  Λούδα, αλλά η αράχνη  είχε ήδη απομακρυνθεί.

Έτσι έμεινε για λίγο σκεπτική.

-Έχω μιαν άλλη ιδέα, είπε ύστερα από λίγο.

-Είσαι πολύ πεισματάρα τελικά! είπε το χελιδόνι.

-Είναι επειδή πάντα ελπίζω στο καλύτερο.

-Για ν’ ακούσω λοιπόν την ιδέα σου.

-Με το σάλιο που χρησιμοποιώ για να φτιάχνω το κουκούλι μου, πριν γίνω πεταλούδα, θα κολλήσω μεταξύ τους πολλά φύλλα. Όμως, πρέπει να με βοηθήσεις να μαζέψουμε φύλλα.  Έτσι θα φτιάξουμε ζεστά ρούχα και παπούτσια.

-Θα σε βοηθήσω, και μετά φεύγω.

-Πού θα πας;

-Νομίζω πως σου είπα ήδη, ότι εμείς τα πουλιά δεν αντέχουμε το πολύ κρύο.

-Αφού θα φοράς ζεστά ρούχα!

-Όπως και να ’χει, δε μπορώ να σε πάω ως εκεί.

-Μα, πώς θα βρω το δρόμο, αν με αφήσεις μόνη;

-Αυτό είναι δικό σου πρόβλημα!

-Κι εγώ που νόμιζα ότι μπορούσα να σε θεωρώ φίλο μου! Να πάρε τότε γι’ αντάλλαγμα τα φτερωτά μου παπούτσια. Θα σε βοηθήσουν να πετάς πιο γρήγορα.

-Με προσβάλλεις! Νομίζεις ότι θα δεχτώ ανταλλάγματα, για να κάνω εκείνο που είναι σωστό;

– Όπως και να ’χει, κράτησέ τα. Εμένα δε μου χρειάζονται πια, είπε η Λούδα απογοητευμένη.

-Εντάξει θα τα πάρω, υποχώρησε το χελιδόνι.  Ίσως μπορώ να σε πάω μέχρι ένα σημείο. Στη συνέχεια όμως θα πρέπει να βρεις άλλο τρόπο, για να φθάσεις στον Βόρειο Πόλο.

-Ας είναι έτσι! ένευσε συγκαταβατικά η Λούδα.

Αφού έφτιαξε και φόρεσαν τα ζεστά ρούχα και παπούτσια:

-Ανέβα τώρα στην πλάτη μου, είπε το χελιδόνι. Είναι ώρα να ξεκινήσουμε το ταξίδι μας.

Η Λούδα ανέβηκε γρήγορα. Ήταν τόσο ενθουσιασμένη. Σχεδόν λησμόνησε τη δυσκολία της να φθάσει ως τον Βόρειο Πόλο. 

 

 ….Συνεχίζεται….

Εδώ μπορείτε να βρείτε το Μέρος Πρώτο:

Η προσπάθεια μιας κάμπιας να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα (μέρος Πρώτο)