Ποίημα: Άνναμπελ Μ.
Φοιτήτρια
Επιμέλεια: Μαρία Κουσαντάκη


Σκοτεινό δωμάτιο. Μουχλιασμένοι τοίχοι.
Παράθυρα βρώμικα, σπασμένα.
Σκισμένες κουρτίνες. Αέρινες κουρτίνες.
Τσαλακωμένα σεντόνια.
Κρύος καφές.
Μαραμένα λουλούδια.
Βρώμικο νερό στο βάζο.
Έχω ένα σώμα να φυλάξω.
Έχω παράθυρο.Έχω κρεβάτι.
Έχω σεντόνια.
Έχω νερό. Έχω λουλούδια.
Έχω λέξεις.
Έχω ένα αρτιμελές σώμα που φθείρεται και ψυχή που ζει αιώνια.
Η έκφραση του ενός, μία μορφή που διαρκεί ως ένας χειμώνας, ως μία στιγμή.
Κι αν υπήρξε ποτέ, κι αυτό το αιώνιο “πού πάμε;” πώς χωράει;
Η ιστορία μιλάει στους τοίχους, τα βιβλία, την τέχνη, την επιστήμη, την φιλοσοφία.
“Ζήσανε κι άλλοι πριν απ’ εσένα
θα ζήσουν κι άλλοι μετά απ’ εσένα”.
-Πώς; -Με τι; -Γιατί;
Μάταιες σκέψεις εγκλωβίζουν το μυαλό.
Τι να δεχτώ;
Σωπαίνω. Γιατί τα συναισθήματα υπάρχουν μέσα μας.
Κι οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν.
Κι εγώ συνεχίζω να ‘μαι χωρίς εκείνον που έμεινε για 2 ώρες, 2 μέρες, 2 μήνες, 20 χρόνια.
Δεν είσαι αιώνιος για ‘μένα.
Σε λίγο καιρό θα σε ξεχάσω.
Δεν θα θυμάμαι την μορφή σου, την φωνή σου, την μυρωδιά σου, την αύρα σου.
Και πονάω γιατί θα ‘θελα… να σ’ έχω.
Τι έχει σημασία;
Αφού τίποτα δεν διαρκεί.
Και σε μερικά χρόνια κανείς δεν θα μας θυμάται.
Μοναχικά σπίτια.
Ποιοί έζησαν ανάμεσα σ’ αυτούς τους τοίχους;
Ποιοί φύτεψαν τα δέντρα στην αυλή;
Για ποιούς καρποφορούν οι συκιές, οι ροδιές;
Για ποιόν είναι η μυρωδιά του γιασεμιού, του νυχτολούλουδου;
Κάποιος έπλασε για κάποιον, μα κανείς δεν έμεινε να θυμάται.
Κανείς δεν έμεινε να φροντίζει αιώνια αυτόν που αγαπά.
Μέσα στην απουσία μαθαίνεις την ανάμνηση.
Μαθαίνεις να μεγαλώνεις σαν λουλούδι που μόνο ομορφιά προσφέρει.
Να ‘μαι ολόκληρη, να ζω για ‘μένα.
Για να μπορώ να ‘μαι με εσένα.
Η στιγμή που θα φύγεις, θα ‘ναι για εσένα και τον κόσμο.
Έτσι κι εγώ θα ‘μαι για εμένα και τον κόσμο.
Ολόκληροι μαζί.
Ολόκληροι χώρια.
Ολομόναχοι μαζί μέσα σ’ ένα στίχο, σε ένα άσμα, σε μία μελωδία, σε μία ιστορία,
σ’ ένα μνήμα που ο χρόνος θα σβήσει τα αρχικά μας.