Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 38

Κοιμήσου ήσυχα. Ράντισα με κόλλα το μαξιλάρι σου να μην σηκώνεσαι το πρωί. Το ξυπνητήρι σου το πέταξα από το παράθυρο, το ανοιχτό, απέναντι στον γείτονα. Τον βρήκε στο κεφάλι. Τώρα δε θα σε ξυπνάνε ούτε οι φωνές, ούτε οι υποχρεώσεις. Η κηδεία του γείτονα θα γίνει αύριο. Δεν ξέρουν την ώρα, ακόμα. Οξύμωρο για κάποιον που πήγε από ρολόι. Εσύ μη σηκωθείς, δεν χρειάζεται. Θα πάω και θα σου φέρω να σου δείξω φωτογραφίες που θα βγάζω κρυφά στην ακολουθία και αν είμαι και τυχερός ίσως προλάβω να φωτογραφίσω και το πτώμα λίγο πριν τον κατεβάσουν με τα σκοινιά στον τάφο. Αν έπιανε το χέρι μου μπορεί και να στο ζωγράφιζα, θα στο ‘κανα πίνακα να το βάλεις στο σαλόνι να βγάλεις επιτέλους εκείνη την «Τζοκόντα» που ‘δινε δώρο η εφημερίδα, θα σου ‘κανα δώρο τη φύση, πάλι νεκρή.

Κοιμήσου ήσυχα. Σάλιωσα τα δάχτυλά μου και έσβησα ένα ένα τα κεριά έξω από την πόρτα του διαμερίσματος, να μην σε ξυπνήσει η αντανάκλαση και με μαρκαδοράκι μάυρο, να μη φαίνεται η διαφορά, άλλαξα την ηλικία στο κηδειόχαρτο και τώρα λέει 88. Θα γελάω κρυφά όταν θα κλαίνε όλοι και θα λένε πως «ήτανε τόσο νέος».

Κοιμήσου ήσυχα, τόση ησυχία έφτιαξα για σένα. Παραπλάνησα συγγενείς και φίλους και τους έστειλα δυό τετράγωνα πιο πέρα. Αν γυρίσουν ποτέ θα φροντίσω να πιούνε όσο κονιάκ προστάζει η περίσταση και μετά θα τους στείλω σε λάθος εκκλησία, σίγουρα θα σκεφτώ έναν άγιο από κάπα να τους μπερδέψει.

Κοιμήσου ήσυχα, καλού κακού έφερα το καπάκι από απέναντι, ίσως κάνει κρύο απόψε. Είναι απ’ αυτά που είναι τζαμένια, που εσύ δε βλέπεις αλλά σε βλέπουν οι άλλοι, να κοιμηθείς ήσυχα.