Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Δελτίο βραχέων ανταποκρίσεων. Πρακτορείο ξένου τύπου. Μεταδίδει στα μικρόφωνα κι ό,τι κατορθώνει κι έρχεται στα μεγάφωνα αυτιά σας, σε κύματα παλλόμενων διαρκώς αναπτυσσόμενων ραδιοφωνικών κύκλων, ένα βρύο. Η γειτονική λειχήνα του αγρού ποδοπατήθηκε από ημινομάδες τουρίστες μιας στέπας στη χθεσινή γιορτή του πολιούχου μας. Θα αργήσει να συνέλθει. Ο καλτσωμένος πλατυπόδης τουρίστας αστόχησε τη γόπα του τσιγάρου που είχε εκπέσει εξασθενημένη από τα χείλη του και τις φάλαγγες των δαχτύλων. Ό,τι ήταν να δώσει αυτή, το έδωσε. Κάπως έτσι εξασθενεί και η προηγούμενη συνουσία, η προηγούμενη συνεύρεση, η προηγούμενη ιστορία μας. Κάπως έτσι αστοχείς στην επόμενη. Λίγο έλλειψη προσοχής, λίγο έλλειψη ισορροπίας και καταστρέφεις μια άλλη ύπαρξη. Πόσο απρόσεχτοι είμαστε! Πόσο νυσταγμένοι και κουρασμένοι πηγαίνουμε…

Χώρα Υπερβορείων, Κελτών, Γότθων και Οστρογότθων. Κι από το βόρειο σέλας, με δυσκολία φαίνεται από μακριά η μια πτυχή της μπέρτας του. Δεν μας φτάνει να μας καλύψει τις πλάτες κι ας αλλάζουν οι ισημερίες, τα ηλιοστάσια. Τα πόδια μας κι οι βρόμικοι αστράγαλοι πάντα ξεσκέπαστοι. Πάντα μόνιμα ξεπαγιασμένοι. Γυμνά τα κανιά μας χειμώνα καλοκαίρι. Δεν είναι όμως μόνο αυτό που μας λείπει.

Καιρός καλός, ηλιοφάνεια. Υψηλές για την εποχή πιέσεις στα ελάσματα και ελατήρια βαρόμετρου. Πιέσεις στα διαφράγματα, στην προστατευτική μεμβράνη της συνήθειας. Αν τα joule αυξηθούν, θα σπάσουν τα μηνίγγια μας κι ό,τι είχαμε το χειμώνα μαζέψει θα βγουν όλα μαζί αλαλαγμός. Ποιος άραγε να μας περιμένει; Ποιος άραγε να ηχογραφήσει σε μπομπίνες, σε βινύλιο, σε επιστρώσεις χαλκού και υδραργύρου τα φευγάτα παραμιλητά μας; Ποιος να κατορθώσει να ξετυλίξει την αλήθεια μας και να καταλογογραφήσει τους φόβους και τις διαθέσεις μας; Να μας βάλει τη ζωή σε τάξη;

Απουσία κατακρημνίσεων. Απουσία υγρασίας. Ανακαλύπτουμε νέα επιδερμίδα. Μετεωρίζονται ελαφρά στα μάτια μας γύρη και σωματίδια από ένα ουράνιο τόξο. Ξεφούσκωσαν κι οι βάτραχοι στα έλη. Δεν ερωτοτροπούν πια. Δεν μας καλούν. Στέγνωσε το λαρύγγι τους κρώζοντας. Έχει απλωθεί τώρα μια ησυχία και μας ακούμε καλύτερα. Όλοι χαίρομεν υγείας, είμαστε ευάεροι και ευήλιοι. Οι χωριάτες, πάλι, σκεφτικοί για την ανομβρία, για τα άνυδρα χώματα, τα σπαρτά, τα άδεια πορτοφόλια. Εμείς τα βρύα, πάλι, όχι. Κι οι χαμοκλάδες, απ’ όσο ξέρω και που να σας το ορκιστώ, αφού είμαστε βρύα χωρίς θεό, κι αυτές όχι. Κι ας μην έχουμε βαθιά ριζώματα. Αποταμιεύσεις. Στηρίγματα σε υπόγειες πηγές. Έχουμε μάθει στα λίγα.

Άργησα να σας γράψω. Ξέρετε κι εσείς πως η καθημερινότητα είναι μια περίεργη λάσπη. Ινώδης. Δύσκολο να περπατάς γρήγορα. Αν στις άκρες μου είχαν αναπτυχθεί υδρόφιλα φυτά, παχύσαρκα καλλωπιστικά, να ρουφούσαν τα περισσευούμενα υγρά από σάλια υποσχέσεων, φιλιά, ασπασμούς, συγκινησιακές εκκρίσεις των οφθαλμών, θα πραγματοποιούνταν έτσι μία επιδοτούμενη νομαρχιακού ενδιαφέροντος αποξήρανση. Οι κομματάρχες κι οι πολιτικάντηδες θα τσέπωναν κοινοτικά κονδύλια.

Εμείς οι υπόλοιποι θα βρίσκαμε την ευκαιρία να φυτέψουμε μπαμπάκια και μ’ αυτά θα γεμίζαμε τα μαξιλάρια μας. Ανάσκελα στα μαλακά παρατηρείς πιο εύκολα τους αστερισμούς. Θα βάζαμε φυτείες καλαμπόκια. Θα σκαρφαλώναμε πάνω στα καλάμια. Θα τρώγαμε τους σπόρους τα βράδια. Θα κάναμε λάδι. Θα κρεμάγαμε λυχνάρια με σπορέλαια. Θα φτιάχναμε τηγανίτες με ζάχαρη και κανέλα. Και λουκουμάδες στρογγυλούς όπως η γήινη σφαίρα. Θα μας έβλεπαν από μακριά. Θα ερχόταν κόσμος στις βεγγέρες μας. Θα λέγαμε τραγούδια και ιστορίες. Κάποιος μπορεί να έφερνε και το πάντσο του.


Αφιερωμένο στη Στέλλα Πυρένη που ζει και ευδοκιμεί στη μεσογειακή πανίδα αλλά της ίδιας μου συνομοταξίας.