Μετάφραση και επιμέλεια: Πανόργιου Ρίκα
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Κατσαδούρη Ελίνα
Ψυχολόγος


Στα πλαίσια της εκπαίδευσής μας στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση στο Κολλέγιο Ανθρωπιστικών Σπουδών ICPS, μας ανατέθηκε η παρουσίαση του παρόντος άρθρου που αφορά στις έννοιες της Διαπροσωπικής Ενσυναίσθησης και της Ενσυναίσθησης προς τον Εαυτό. Με αφορμή ότι το πρωτότυπο σύγγραμμα είναι στην αγγλική γλώσσα, αποφασίσαμε να μεταφράσουμε κάποια σημεία στα ελληνικά για το περιοδικό  Ψυχολογίας, Πολιτισμού και Συνειδητότητας “Animartists”.

Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον εκπαιδευτή μας Γεώργιο Φραγκάκη, για την εμπιστοσύνη που μας έδειξε και την παρότρυνση να προβούμε σε αυτή την κίνηση, ώστε να έχουμε την τιμή να συμβάλλουμε στον εμπλουτισμό της προσωποκεντρικής μεταφρασμένης αρθρογραφίας στην ελληνική γλώσσα.

Πρότυπο άρθρο: Barrett-Lennard, G. (1997). Η Ανάκαμψη της Ενσυναίσθησης προς τον Εαυτό και τους Άλλλους. Στο A.C. Bohart & L.S. Greenberg (ed), Η Επανεξέταση της Ενσυναίσθησης: Νέες Κατευθύνσεις στην Ψυχοθεραπεία. (σελ. 103-121)Washington DC: APA


Η Ενσυναίσθηση αποτελεί ένα χαρακτηριστικό που είναι σημαντικό να διέπει την απόκριση του θεραπευτή, ωστόσο η σημασία της συμβολής της στην διαδικασία αλλαγής του πελάτη συχνά παραμελείται. Μια δυσλειτουργία της ικανότητας για Ενσυναισθητική Κατανόηση προς τους άλλους μπορεί να αποτελεί τόσο αιτία όσο και συνέπεια της δυσφορίας που αισθάνεται το άτομο, ενώ παράλληλα αποτελεί κι ένα έμμεσο κίνητρο για ψυχοθεραπεία. Ο πελάτης που αναζητά θεραπεία συνήθως βιώνει στέρηση, άγχος ή/ και εσωτερική σύγκρουση, ή/και νιώθει φόβο και ανικανότητα να ανακαλέσει κάποιες πτυχές του εαυτού του. Με άλλα λόγια, το  άτομο αυτό δεν είναι “ανοιχτό’’ στο βίωμα των εμπειριών του και πιο συγκεκριμένα στερείται Ενσυναισθητικής Κατανόησης προς τον ίδιο του τον εαυτό.

Για την πληρέστερη προσέγγιση της Αυτό-Ενσυναίσθησης (Self-Empathy), κρίνεται απαραίτητο η παράλληλη εστίαση στην έννοια του “Εαυτού’’ (Selfόπως αυτός γίνεται αντιληπτός. Η προσωποκεντρική θεώρηση του Eαυτού’’ όπως θα δούμε παρακάτω, θέτει το έδαφος τόσο για τη διερεύνηση της διαδικασίας της Αυτό-Ενσυναίσθησης, όσο και της σχέσης αυτής με την Διαπροσωπική Ενσυναίσθηση.  Η ανάκαμψη της Ενσυναισθητικής  Ικανότητας προς τον εαυτό και τους άλλους θεωρείται σημαντικό δυναμικό αποτέλεσμα της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας.

Για έναν Εαυτό που νιώθει ευάλωτος και είναι επιφυλακτικός, οι άλλοι αποτελούν πάντα μια πιθανή απειλή ενώ η επαγωγικά στενή του Αυτοαντίληψη δεν αφήνει επαρκές χώρο για Ενσυναισθητική παραγωγική έκφραση και σύνδεση (Rogers, 1951). Επίσης, είναι πιθανόν η διαδικασία ανάπτυξης της ικανότητας για Ενσυναισθητική κατανόηση, να έχει ανεπιτυχή έκβαση. Σε κάθε περίπτωση, ένα άτομο που δεν δίνει πολλή προσοχή στο εσωτερικό του βίωμα, απωθεί τις αναδυόμενες ενορμήσεις του ή και άλλες οργανικές διεργασίες, πιθανόν να μην είναι δεκτικό ως προς την αισθητηριακή του βιωματική εμπειρία και κατ’ επέκταση ως προς κι εκείνη των άλλων.

Εαυτός και Συνειδητότητα

Δεσπόζουσα σημασία στην Προσωποκεντρική Προσέγγιση, έχει η έννοια της “Ανοιχτοσύνης στην Eμπειρία’’ (έναντι της “Αρνησης της Eπίγνωσης’’ καθώς ο Rogers την ξεχώρισε ως πρωταρχικό χαρακτηριστικό του “Πλήρους Λειτουργικού Ατόμου’’. Μια στάση ανοιχτή προς την εμπειρία υποδηλώνει, πως κάθε ερέθισμα “μεταδίδεται ελεύθερα διαμέσου  του νευρικού συστήματος’’, ενεργοποιώντας ή συνδέοντας το και με άλλες πληροφορίες, με αποτέλεσμα να είναι «διαθέσιμο»στη Συνειδητότητα. Η έννοια «διαθέσιμο» δε χρησιμοποιείται τυχαία. Υποδηλώνει την δημιουργική αφομοίωση της εμπειρίας στη Συνειδητότητα και όχι απλά την παρουσία της εκει (Rogers, 1951). Ο Rogers, χρησιμοποίησε παραδειγματικά την αίσθηση του πόνου, προκειμένου να τονίσει ότι οι αισθητηριακές και οι ενσωματωτικές διεργασίες συχνά δεν γίνονται διακριτές κατά την εγκαθίδρυση τους στον οργανισμό. Το σημαντικό χαρακτηριστικό εδώ είναι, ότι ο δρόμος είναι ανοιχτός  για την συνειδητή τους αναπαράσταση. Παρ’ όλα αυτά, το πλήρως λειτουργικό άτομο, για τον Rogers δεν σημαίνει ότι έχει Συνειδητότητα για τα πάντα που συμβαίνουν εντός του, όπως πχ “η σαρανταποδαρούσα έχει την επίγνωση όλων των ποδιών της”:

«Αντίθετα,  το πλήρως λειτουργικό άτομο είναι ελεύθερο να βιώνει το συναίσθημα του υποκειμενικά έχοντας παράλληλα και την επίγνωση αυτού. Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να βιώνει υποκειμενικά την αγάπη, τον πόνο, τον φόβο ή μπορεί να αποτραβιέται  από αυτή την υποκειμενικότητα και να συνειδητοποιεί με επίγνωση λέγοντας: ‘πονάω’, ‘αγαπάω’, ‘φοβάμαι’» (Rogers, 1963, σελ. 19-20).

Η παραπάνω ενδεικτική  διάκριση από τον Rogers, ορίζει δύο υπονοούμενα επίπεδα εσωτερικής διαδικασίας: 1) To Πρωτογενές Επίπεδο, χωρίς συνειδητή εμπειρία Εαυτού (UnselfconsciousExperience), κατά το οποίο η εμπειρία γίνεται αισθητή και το άτομο «τη βιώνει» αντανακλώντας την στην αυθόρμητη συμπεριφορά του. Μπορεί να έχει αισθητηριακά χαρακτηριστικά, αλλά  είναι ενσωματωμένη σε ένα επίπεδο υπό της οπίσθιας εγκεφαλικής λειτουργίας (Brainstem).

2) Το επίπεδο της Ευκρινούς Συνειδητότητας (Articulate Consciousness), το οποίο αφορά την απόδοση της πρωταρχικής υποκειμενικής εμπειρίας σε συμβολική μορφή (Συμβολοποίηση). Στο Καλώς Λειτουργικό άτομο (Well-Functioning Person), η Συμβολοποίηση της εσωτερικής διεργασίας ακολουθεί και  ταιριάζει με το πρωταρχικό βίωμα. Για να επιτευχθεί η παραπάνω συμφωνία, προϋποτίθεται μια ποιότητα  εστίασης και  δεκτικότητας στην υποκείμενη ουσία και ροή της εμπειρίας.

Μια άλλη ιδιότητα, κατά τον Rogers, του πλήρως λειτουργικού ατόμου είναι ότι ακολουθεί έναν τρόπο ζωής που βασίζεται στις αρχές του υπαρξισμού: “live in an existential fashion” (1963, σελ. 20).  Δηλαδή, κάθε πρωταρχική  εμπειρία αντιμετωπίζεται ως καινούργια και το άτομο την διαχειρίζεται με διεργασίες που δεν αποτελούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα του.

Η παραπάνω διαδικασία έχει στη βάση της,  τον Εαυτό και την Προσωπικότητα να είναι εκείνα που αναδύονται μέσα από την εμπειρία και όχι το αντίστροφο. Το άτομο, δεν μεταφράζει την εμπειρία του με τρόπο τέτοιο προκειμένου να την ταιριάξει σε μια προϊδεασμένη Δομή  Εαυτού (άκαμπτη και στενή Αυτοαντίληψη). Απεναντίας, μέσω της Ευκρινούς Συνειδητότηταςτου Εαυτού του (I-Self) γίνεται συμμετέχων και παρατηρητής της Οργανισμικής Εμπειρίαςτου- αντί ελεγκτής αυτής (Rogers & Barrett-Lennard, 1963, σελ. 20).

Σε αυτό το σημείο, ο συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει την ονομασία  Οργανικός Εαυτός (Organic Self) δίνοντας έμφαση στο γεγονός ότι ο όρος “Οργανικός” δεν υποδηλώνει απλά και μόνο μια ροή, αλλά μια ολότητα, ως έναν οργανισμό. Ο Rogers, μίλησε επίσης για αύτη την Οργανισμική Ολότητα καθώς και για την “ικανότητα συνειδητής συμμετοχήςτου ατόμου: Nα αντιλαμβάνεται κάθε ερέθισμα, ανάγκη και απαίτηση, στο βαθμό έντασης και σημαντικότητας τους, ώστε να τα αξιολογεί εξισορροπώντας τα και  επιτυγχάνοντας μέσω της συμπεριφοράς του την πλησιέστερη ικανοποίηση των αναγκών του κάθε στιγμή” (Rogers, 1963, p. 20; italicsadded) Αυτή η οπτική του, συγκλίνει με την Εννοια του Προσώπου ως μια συνολική αίσθηση που είναι παραπάνω από μια, ακόμα και αν το άτομο βρίσκεται σε Πλήρη Λειτουργία και όχι σε ενδοπροσωπική σύγκρουση (Ασυμφωνία).

Μόλις ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση της έννοιας του Πλήρους Λειτουργικού ατόμου, ο Rogers(1964) εισήγαγε μια νέα διερεύνηση και ανάλυση σχετικά με τη «Διαδικασία Αξιολόγησης στο Ώριμο Άτομο». Το ενδιαφέρον του ως προς  το σύστημα αξιολόγησης, δεν περιορίζει την έκταση της έννοιας του Πλήρους Λειτουργικού Ατόμου, η οποία ασχολείται με τη γενικότερη συμπεριφορά που εκπορεύεται από την πρόθεση και την επιθυμία του ατόμου. Στη νέα αυτή διευρεύνηση ο Rogers, αντιπαραθέτει την Οργανισμική Διαδικασία Αξιολόγησης (εσωτερική εστία) με τη διαδικασία εκπλήρωσης των Ενδοβαλλόμενων Αξιών (εξωτερική εστία) από τους σημαντικούς άλλους (ενδοβολές). Στο ξεκίνημα της ζωής του, το βρέφος απεικονίζεται να ακολουθεί την Οργανισμική Διαδικασία Αξιολόγησης και στη συνέχεια αρχίζει να υιοθετεί τις αξίες που του επιβάλλουν οι σημαντικοί άλλοι. Αυτές οι εκ των έξω αξίες, συνήθως ορίζονται βάσει με το τι θεωρούν αποδεκτό ή  μη αποδεκτό οι γονείς, οι δάσκαλοι κ.α., προκειμένου το παιδί κατ’ αυτούς να είναι αποδεκτό ή καλό. Εδώ, το ψυχικό κόστος ενδέχεται να είναι υψηλό: “Με την υιοθέτηση των αντιλήψεων των άλλων ως δικών μας, χάνουμε επαφή με την δυναμική σοφία της εσωτερικής μας λειτουργίας … αποσυνδεόμαστε από τον εαυτό μας …. αυτό αποτελεί μέρος της σημαντικής αποξένωσης του σύγχρονου ανθρώπου από τον εαυτό του” (Rogers, 1964, σελ. 163).

Περιγράφοντας τη διαδικασία ανάκτησης αυτής της εσωτερικής σοφίας, ο Rogers χρησιμοποιεί γλώσσα που βασίζεται στις πρώιμες θεωρίες του Gendlin. Υποστηρίζει ότι “το άτομο χρησιμοποιεί την εμπειρία του ως σημείο αναφοράς, στο οποίο μπορεί να στραφεί για να σχηματίσει ακριβείς συμβολοποιήσεις καθώς και για να το αξιοποιήσει ως πλοηγό της συμπεριφοράς του”. Κατά τον Gendlin η  διαδικασία της «Άμεσης Αναφοράς» στο βιωμένο νόημα (feltmeaning), φέρει μια ποιότητα «Αναγνώρισης» της πρωτογενούς εμπειρίας οδηγώντας το άτομο στην επίγνωση. Επίσης, θεωρούσε σαφές ότι παρόλο που το βιωμένο νόημα μπορεί να εκφραστεί λεκτικά, η βασική του προέλευσή είναι προ-εννοιολογική και σωματική. Ο Gendlin αναφέρθηκε εκτενώς στη διαδικασία της εστίασης (focusing) ως έναν εσωτερικό διάλογο κατά τον οποίο το άτομο επικεντρώνεται στην άμεση αναφοράς της εμπειρίας του.

Η Δυαδικότητα του Εαυτού

Αν και η έννοια του Εαυτού ήταν καίριας σημασίας στη σκέψη του Rogers, παρέμεινε σχετικά αδιαφοροποίητη. Γόνιμη προσοχή δόθηκε στην διαφοροποίηση της Αυτοαντίληψης (Self-Concept) ή αλλιώς του Πραγματικού Εαυτού (Self) από τον Ιδανικό εαυτό (IdealSelf).  Ακόμα κι αν ο ένας και μοναδικός για κάθε άτομο Εαυτός, βρίσκεται σε διάσπαση λόγω εσωτερικής σύγκρουσης, αυτή η σύγκρουση είναι απόρροια είτε εσωτερικών αντιφάσεων είτε της ασυμφωνίας μεταξύ Αυτοαντίληψης και του Οργανισμικού Εαυτού. Σε δήλωση του ο Rogers (1959α, σελ. 200) σχετικά με την εξέλιξη της Προσωποκεντρικής Θεωρίας, αναφέρει: «Αρχίζουμε να βλέπουμε την ανάπτυξη του Εαυτού ως ένα κριτήριο με το οποίο ο οργανισμός, αντανακλά εμπειρίες που δεν τους έχει επιτραπεί η πρόσβαση  στη συνείδηση”υπονοώντας έτσι πάλι, την ύπαρξη μιας δυαδικότητας μέσα στο άτομο.Επίσης, υπογραμμίζει ότι η θεωρία του αντιμετωπίζει αφαιρετικά τις έννοιες, οι οποίες θα μπορούσαν να ερμηνευτούν εκ νέου: “Μια από τις ομάδες  μας εργάζεται πάνω σε μια έννοια του Εαυτού που θα δίδει περισσότερη έμφαση στη φύση της διαδικασίας. Άλλοι, θεωρούν ότι μια πολυμορφική έννοια του Εαυτού, με πολλούς συγκεκριμένους τύπους εαυτών σε κάθε πλαίσιο ζωής, θα ήταν πιο καρποφόρα “(ibid., σελ. 203). Μια τέτοια σκέψη θα μπορούσε να συμπληρώσει τις ιδέες που προώθησε ο ίδιος.

Το Καλώς Λειτουργικό Άτομο (Well-Functioning Person) μπορεί να είναι περισσότερο ενοποιημένο από ό,τι ένας Εαυτός που βρίσκεται σε  σύγκρουση, όχι επειδή περιέχει λιγότερη ποικιλομορφία, αλλά επειδή τα μέρη του εαυτού που το απαρτίζουν λειτουργούν συνεργατικά. Η διαφορετικότητα είναι κοινό χαρακτηριστικό όλων των σύνθετων συστημάτων. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι σε βιολογικό επίπεδο διαθέτουν μια ποικιλία από πολύπλοκα αλληλοεξαρτώμενα όργανα και συστήματα, τα οποία παρόλο που έχουν διαφορετικές λειτουργίες, σε έναν υγιή οργανισμό, συνεργάζονται αρμονικά.

Κάθε άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ένα και πολλά μαζί. Μια πρώτη διάκριση αφορά στη δυαδικότητα 1) της Ευκρινούς Συνειδητότητας(Αrticulate Consciousness) και του Εγώ-Εαυτού (I-Self) και 2) στον προ-αντιληπτό και παράλληλα αισθητικό, Οργανικό Εαυτό (Pre-Conceptual Organic Self). Τα άτομα μετά τη ψυχοθεραπεία ή μετά από οποιαδήποτε άλλη διαδικασία ανάπτυξης, είναι σύνηθες να λένε: “Tώρα έχω μια πιο άνετη σχέση με τον εαυτό μου”. Αλλά και εκτός του πλαισίου της θεραπείας, συχνά ακούμε δηλώσεις τύπου “Είμαι….. με τον εαυτό μου” ή “Αισθάνομαι….. γιατον εαυτό μου” ενώ οι λέξεις που παρεμβάλλονται ενδέχεται να έχουν αρνητικό ή θετικό χαρακτήρα. Σε κάθε περίπτωση, υποδηλώνεται μια μορφή σχέσης ανάμεσα στις δύο συνιστώσες που αναφέρονται ως “Εγώ” (I) και “Ο Εαυτός μου” (Myself). Μια άλλη διάκριση επίσης ενδημική στον καθημερινό λόγο είναι αυτή μεταξύ ενός πνευματικο-βιωματικού και ενός φυσικο-οργανικού Εαυτού. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η δυαδικότητα στη φύση του ατόμου είναι γεγονός και εδώ, αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι  μια ιδιαίτερη οπτική αυτής της δυαδικότητας καθώς και οι σχετικές επιπτώσεις της στην εκπορευόμενη από αυτήν Ενσυναίσθηση.

Συνοψίζοντας, ένα άτομο έχει αφενός έναν ευκρινή, αντανακλαστικό, ενεργητικό εαυτό, έναν εαυτό με αξίες, με στόχους και προθέσεις, έναν εαυτό που μιλάει για τον εαυτό του και για τη συνολική του ύπαρξη, έναν εαυτό που αναφέρεται στον εαυτό του ως “Εγώ”, ενώ θεωρεί αυτόν τον εαυτό του υπεύθυνο για την ύπαρξη του και κεντρικό σημείο αυτής. Αυτός ο Ευκρινής Εαυτός (Articulate Self) είναι η έδρα της θέλησης και της ατομικής ταυτότητας και λαμβάνει συνεχώς πληροφορίες ή / και δέχεται επιρροές από άλλα συστατικά και επίπεδα της οργανισμικής διαδικασίας. Αυτό δε σημαίνει πως είναι αναγκαστικά δεκτικός σε όλες αυτές τις πληροφορίες, απεναντίας μπορεί να αντιστέκεται ή να απορρίπτει κομμάτια της. Τα άλλα αυτά επίπεδα της οργανισμικής διαδιακασίας, είναι εγγενή σε βιολογικό επίπεδο και  συλλογικά ορίζονται ως Οργανικός Εαυτός. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί πως ο Ευκρινής Εαυτός ποιοτικά σχετίζεται με το αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου (είναι ο εαυτός που υπονοεί ο Descartμε τη ρήση: “Σκέφτομαι άρα υπάρχω” – Cogito Ergo Sum) ενώ ο Οργανικός Εαυτός συνάδει ποιοτικά περισσότερο με το δεξί ημισφαίριο.

Ο οργανικός εαυτός δεν είναι μια μάζα ιστών, ούτε κι ένας απλός μηχανισμός, αλλά ένα ζωντανό, αισθανόμενο σύστημα συνυφασμένων στοιχείων και υποσυστημάτων, δυναμικά πλεγμένα σε μια ένωση τέτοιας εξαιρετικής πολυπλοκότητας που υποστηρίζει και δίνει ώθηση στον συνειδητό, συμβολικό, αυτογνωσιακό και ευκρινή Εαυτό. Αν και ο ευκρινής Εαυτός αλληλοεξαρτάται και επικοινωνεί με τον οργανικό εαυτό, διαθέτει τη δική του ξεχωριστή φύση και διαδικασίες και δεν λειτουργεί με ακρίβεια σύμφωνα με  τα υποκείμενα βιολογικά συστήματα. Το σύστημα του είναι αυτόνομο σε ιδιότητες και αν δεν συνέβαινε αυτό, ολόκληρος ο οργανισμός-πρόσωπο θα όδευε σε μια μεμονωμένη  κατεύθυνση με τη συνείδηση ​​να έχει περισσότερο παθητικό παρά ενεργητικό ρόλο. Ο Οργανικός Εαυτός σε κάποια από τα  επίπεδα του όπως πχ: στα αισθητηριακά νεύρα ως υποδοχείς μηνυμάτων, έχει μια αρκετά άμεση οδό προς τον Συνειδητό Εαυτό. Αυτός ο «Εαυτός» μπορεί να είναι ιδιαίτερα παρών και δεκτικός (ευρεία και ευέλικτη Αυτοαντίληψη) σε σχέση με τις εμπειρίες του (αφομοίωση και συμβολοποίηση εμπειριών)ή να είναι δεσμευμένος από πριν σε αντιλήψεις και συμπεριφορές  που συχνά έρχονται σε αντίθεση με τις φωνές και τις ανάγκες του Οργανικού Εαυτού. Στην δεύτερη περίπτωση, επικρατεί σχάση ανάμεσα σε μια στενή-άκαμπτη Αυτοαντίληψη και στην Οργανισμική Eμπειρία ή αλλιώς η Τάση Αυτοπραγμάτωσης διαφέρει από την Οργανική Τάση Πραγμάτωσης. (Rogers, 1951) Η δυναμική της Εσωτερικής Ακρόασης -όπως στην διαπροσωπική ενσυναισθητική ακρόαση – περιλαμβάνει μια μορφή Ενσυναίσθησης στραμμένης εσωτερικά και είναι μια διαδικασία κατά την οποία ο Ευκρινής Εαυτός αφιερώνεται στο να ακούσει και να αφουγκραστεί τον Οργανικό Εαυτό.

                                     Ενσυναίσθηση προς τον Εαυτό

Στη συνέχεια γίνεται λόγος για το πως η  διαδικασία της Διαπροσωπικής Ενσυναίσθησηςσχετίζεται με την Ενσυναίσθηση προς τον Εαυτό  (Barrett-Lennard, 1981, 1993). Βασική προϋπόθεση για την επιτυχημένη έκφραση της Διαπροσωπικής Ενσυναίσθησης είναι να ακούμε τον άλλον ενεργητικά με αμέριστο ενδιαφέρον και μη κριτική δεκτικότητα. Όσον αφορά την Ενσυναίσθηση προς τον Εαυτό, ομοίως βασική προϋπόθεση είναι η επίτευξη εσωτερικής ακρόασης με σεβασμό, ετοιμότητα και ανοιχτοσύνη ώστε να γίνονται αποδεκτά όλα τα οργανικά μηνύματα. Η Αυτοαντίληψη είναι  παρούσα και δεκτική, επιδιώκοντας την άμεση επίγνωση της εσωτερικής ροής, μια βιωματική γνώση για οτιδήποτε νιώθει και αισθάνεται, είτε είναι πρωτόγνωρο είτε είναι ήδη συμβολοποιημένο.

Η οργανική υπόσταση του ατόμου, βρίσκεται συνεχώς σε μια ζωντανή  κίνηση,η οποία υποδηλώνει μια συνεχή ροή των εσωτερικών άμεσων και έμμεσων σημάτων. Τα σήματα που φτάνουν και ενεργοποιούν υψηλότερα ενοποιητικά κέντρα στο νευρικό σύστημα, έχουν τη δυναμική πρόσβασης στην Συνειδητότητα. Παρομοίως, όταν ένα άτομο  εκφράζει τα προσωπικά του συναισθήματα, δημιουργείται η δυναμική να εισπράξει και να βιώσει Ενσυναίσθηση από τον ακροατή. Αυτό θα επιτευχθεί μόνο όταν ο ακροατής , είναι σε θέση να ακούει με ενδιαφέρον και να αποκρίνεται μέσα από το εσωτερικό πλαίσιο αναφοράς του άλλου ατόμου (σαν εσωτερική ηχώ αναγνώρισης). Αν δεν υπάρχει κανένας τέτοιος ακροατής στη ζωή του ατόμου, τότε το άτομο ίσως σταματήσει να προσδοκά την αποδοχή και να φτάσει να εκφράζεται ολοένα και λιγότερο. Υπό την απουσία της Ενσυναίσθησης μπορεί οι ανάγκες του Οργανικού Εαυτού αποσιωπώνται, αλλά όσο ο οργανισμός είναι εν ζωή, δεν εξαφανίζονται εντελώς. Όταν υπάρχει βαθιά προσοχή και εσωτερική ακρόαση, τα σήματα που εκπέμπει ο Οργανικός Εαυτός για ικανοποίηση των αναγκών του, ρέουν ελευθέρα και μπορούν να συμβολοποιούνται με ακρίβεια στη συνείδηση. Έτσι, αλληλεπιδρούν δυναμικά στην επίγνωση και μπορούν να εκφραστούν επικοινωνιακά ή μέσω κάποιας άλλης σκόπιμης συμπεριφοράς του ατόμου.

Η πρώτη φάση της Διαπροσωπικής Ενσυναισθητικής Απόκρισης,  ονομάζεται Ενσυναισθητικός Συντονισμός (Εmpathic Resonation) ενώ η αντίστοιχη στην Ενσυναίσθηση προς τον Εαυτό ορίζεται ως Διαμορφωτική Αναγνώριση (Formative Recognition). Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει μια ποιότητα ενεργειακής αφύπνισης καθώς οι νοηματοδοτήσεις που γίνονται φέρουν μια αίσθηση αναγνώρισης και επαφής. Στην περίπτωση της Ενσυναίσθησης προς τον Εαυτό, η Διαμορφωτική Αναγνώριση προκύπτει από την εστίαση στα σήματα που εκπέμπει ο οργανικός εαυτός. Η αίσθηση αναζωογόνησης και ικανοποίησης μιας τέτοιας αναγνώρισης μπορεί να συγκριθεί με την ενορατική εμπειρία “αχά”, όπως στην περίπτωση του Αρχιμήδη που είχε αναπηδήσει από το λουτρό του έχοντας ένα σημαντικό φυσικό νόμο, γεννημένο στη συνείδησή του. Στην Ενσυναίσθηση προς τον Εαυτό, μια ανεκδήλωτη αίσθηση ερχόμενη από ένα βαθύτερο και άρρητο επίπεδο ύπαρξης, αγγίζει οριακά τη συνειδητότητα και αφομοιώνεται σε μια διαδικασία διαμορφωτικής αναγνώρισης όπου αίσθηση και μορφή γίνονται ένα (συμβολοποίηση εμπειρίας).

Στην Ενσυναίσθηση προς τον  Εαυτό η ίδια η διαδικασία Διαμόρφωτικής Αναγνώρισης λειτουργεί ως εσωτερική επικοινωνία (εσωτερικός συντονισμός). Μέσω αυτής, το άτομο μπορεί να κατανοήσει με ακρίβεια τη νεοφερμένη στη συνείδηση αίσθηση  ή αρχικά να προσεγγίσει  την  ακατέργαστη μορφή της. Η πλήρης αφομοίωση και η αναγνώριση της με ακρίβεια,  είναι η σαφέστερη ένδειξη ανατροφοδότησης στο επίπεδο του Οργανικού Εαυτού. Φαίνεται ότι όταν τα οργανικά σήματα ακούγονται εν μέρει, ίσως συγκαλυμμένα από το άγχος ή τον υπέρμετρο ζήλο, οποιαδήποτε ανατροφοδότηση προς τον Οργανικό Εαυτό είναι σιωπηρή και με ελάχιστη επίδραση. Ένας Εαυτός που έχει βιώσει και αντιλαμβάνεται μια τέτοια ατελή διαδικασία, μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει επιτύχει το  στόχο του και ότι ίσως δεν είναι τόσο δεκτικός όσο χρειάζεται.

Στο διαπροσωπικό επίπεδο, όταν έχει επιτευχθεί ο Ενσυναισθητικός Συντονισμός και έχει επικοινωνηθεί αποτελεσματικά, ο παραλήπτης εισπράττει βιωματική κατανόηση και αυτή είναι η αποκορυφωμένη φάση της ληφθείσας Ενσυναίσθησης (Received Empathy). Στην περίπτωση της Ενσυναίσθησης προς τον Εαυτό, η επίδραση της αναγνώρισης και της ακριβούς συμβολοποίησης των οργανικών μηνύματων, φαίνεται να ακτινοβολεί μέσα από ολόκληρο τον ανθρώπινο οργανισμό. Εκείνη τη στιγμή, ο διττός εαυτός είναι ένας, καθώς έχει κορυφωθεί η επίτευξη της ολότητας. Πρόκειται για μια ένωση όχι δομικής φύσεως, αλλά μιας σύζευξης της διαδικασίας εσωτερικής σύνδεσης και επικοινωνίας (Seeman, 1994). Ο Οργανισμικός Εαυτός έχει «ακουστεί» και τα λόγια  του αποκτούν πρόσβαση στη συνείδηση. Η επίδραση της εσωτερικής επικοινωνίας δεν είναι απλά μόνο μια στιγμιαία ένωση αλλά επιβεβαιώνει την  ύπαρξη και τη συνεργατική σχέση όλων των Εαυτών  εντός του Προσώπου μας.

Η επίγνωση μιας πρωτόγνωρης εμπειρίας φέρει μια συναρπαστική αίσθηση που φυσικά οδηγεί σε προσαρμογές στη συμπεριφορά. Στην παρούσα περίπτωση, το άτομο δεν αισθάνεται αποκομμένο από τον Εαυτό αλλά ως το alter ego που συμβιώνει μαζί του και αποκτά ολοένα και βαθύτερη επίγνωση αυτού. Αυτή η εμβάθυνση της επίγνωσης μπορεί να ευνοηθεί από ένα άλλο πρόσωπο που αποκρίνεται ενσυναισθητικά, αλλά η επίδραση της ληφθείσας Ενσυναίσθησης πηγαίνει πέρα από κάθε αυτογνωσιακό επίπεδο. Η Ενσυναίσθηση προς τον Εαυτό, ενεργοποιείται ή ενδυναμώνεται βιωματικά, μέσα από τη συνεχόμενη και πολυεπίπεδη αλληλεπίδραση με ενσυναισθητικά άτομα (Διαπροσωπική Ενσυναίσθηση) και αποτελεί τον σπόρο για την καλλιέργεια ενός ευρύτερου πεδίου ευαίσθητου συντονισμού με άλλους ανθρώπους.

Διαπροσωπική και Ενδοπροσωπική Ενσυναίσθηση

Η πολυεπίπεδη ενσυναισθητική απόκριση για παράδειγμά από έναν θεραπευτή, συντονίζεται και με τον Ευκρινή Εαυτό αλλά και με τα υπόρρητα μηνύματα του Οργανικού του Εαυτού του πελάτη. Ο καλά συντονισμένος και οξυδερκής θεραπευτής ¨καταγράφει¨ ό,τι εκφράζεται, παραμένοντας κοντά τόσο στις ορατές όσο και στις αόρατες ενδείξεις της εμπειρίας του άλλου. Αν και αυτές οι ενδείξεις δεν είναι όλες άμεσα προσβάσιμες στη συνειδητότητα, η ύπαρξή τους δίνει τη δυνατότητα επικείμενης προσπέλασης στην επίγνωση. Ο Rogers, που σε καμία περίπτωση δεν ήταν υπέρμαχος της ερμηνείας, μίλησε εύγλωττα για μια μορφή απόκρισης  σε μια ευρύτερη ροή από την άμεση συνειδητότητα του πελάτη.

πελατοκεντρικός θεραπευτής δεν αποκρίνεται μόνο στον προφανή φαινομενολογικό κόσμο του πελάτη. Εάν συνέβαινε μόνον αυτό, θα ήταν αμφίβολη η οποιαδήποτε μετακίνηση στη θεραπεία. Πράγματι, δεν θα υπήρχε θεραπεία. Αντ’ αυτού, ο πελατοκεντρικός θεραπευτής στοχεύει να βουτά από τη δεξαμενή των υπόρρητων εννοιών, ακριβώς στην άκρη της επίγνωσης του πελάτη”. (Rogers, 1966, σελ. 190).

Ο Rogers χρησιμοποιεί τον όρο “υπόρρητες έννοιες”, αλλά από περιεχόμενο της δήλωσης του, καθίσταται σαφές ότι αναφέρεται στο υλικό που αναδύεται στο άτομο σε αισθητηριακό επίπεδο και το οποίο αποκτά ή έχει «νόημα» σε κάποια συμβολοποιημένη μορφή. Αυτό που ο Rogersδεν διευκρινίζει εδώ (1966) είναι, ότι η “μετακίνηση” στη θεραπεία είναι κάτι περισσότερο από την κατάκτηση ενός νέου επιπέδου αυτογνωσίας. Είναι δηλαδή, μια  θεμελιώδης αλλαγή όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο ένα άτομο «λειτουργεί» σε σχέση με τη βιωματική του εμπειρία ή αλλιώς τον τρόπο με τον οποίο το σχετίζεται τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους γύρω του. Η πλησιέστερη προσέγγιση του Rogers στο θέμα αυτό, βρίσκεται στο τελευταίο του σύγγραμμα που επικεντρώνεται στην Ενσυναίσθηση: “Όταν το άτομο αισθάνεται ότι ακούγεται με κατανόηση, μαθαίνει να ακούει με μεγαλύτερη ακρίβεια τον εαυτό του, έχει μεγαλύτερη ενσυναίσθηση στη σπλαχνική του εμπειρία και στα αόριστα και ανέκφραστα βιωμένα νοήματα” (Rogers, 1975, σελ. 8) . Στο βιβλίο του για την ενσυναίσθηση ο Katz, εισάγει επίσης την ιδέα της διασύνδεσης μεταξύ Διαπροσωπικής και Ενδοπροσωπικής Ενσυναίσθησης: “Κάποιος, είτε αυτός βρίσκεται στη θέση του θεραπευτή είτε στου πελάτη, απαιτείται να έχει την ικανότητα να είναι σε επαφή τόσο με την εσωτερική του εμπειρία όσο και  με την εσωτερική εμπειρία των άλλων” (Katz., 1963, σελ. 103).

Είναι προφανές ότι ένα άτομο μπορεί να μηρυκάζει, να εξετάζει και να ερμηνεύει τις αντιδράσεις του, μπορεί να αναρωτιέται ατέρμονα, να είναι παρών και να παρακολουθεί αγχωμένο τις σωματικές του λειτουργίες, χωρίς να διαθέτει την ποιότητα Ενσυναίσθησης προς τον Εαυτό. Όταν η Αυτοενσυναίσθηση ρέει δυναμικά, η Αυτοαντίληψη του ατόμου τείνει να είναι ανοιχτή και δεκτική με τρόπο φυσικό, στα σήματα που εκπορεύονται από ένα οργανικό προ-συνειδητό επίπεδο. Αυτή η βιωματική ανοιχτοσύνη και ευαισθησία δεν έχει μόνο ενδοπροσωπική διάσταση αλλά και διαπροσωπική. Με άλλα λόγια, το άτομο που νιώθει οικεία με τις  υποκειμενικές αναταραχές της εσωτερικής του ύπαρξης, τείνει να αντιλαμβάνεται με ευαισθησία τον εσωτερικό βιωματικό κόσμο των άλλων και να μην φοβάται να αποκρίνεται από αυτή την θέση επίγνωσης.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις, επισημαίνουν ότι  η Ενσυναίσθηση Εαυτού ανοίγει το δρόμο προς τη Διαπροσωπική Ενσυναίσθηση. Αυτό φυσικά,  δεν αποκλείει και την αντίστροφη πορεία επιρροής. Η βελτίωση της Διαπροσωπικής Ενσυναίσθησης, για παράδειγμα, μέσω της ψυχοθεραπευτικής εκπαίδευσης, αποτελεί πρόκληση για τους εκπαιδευόμενους, να ακροάζονται όσο το δυνατόν με ακρίβεια τις προ-συνειδητές τους εμπειρίες. Πράγματι, οι συμμετέχοντες σε ένα πλαίσιο που δίνει έμφαση στην ανάπτυξη της ενσυναισθητικής ευαισθησίας, κάποια στιγμή επιλέγουν να εισέλθουν και οι ίδιοι σε θεραπεία. Ίσως τελικά, η ασαφής αίσθηση των βιωμάτων που δεν έχουν συμβολοποιηθεί στην επίγνωση, προκαλεί συναισθηματική ανησυχία στα άτομα και  έτσι επιθυμούν να τα δουλέψουν ψυχοθεραπευτικά προκειμένου να ξεπεράσουν την ψυχική αυτή ένταση.

Η Ανάκαμψη της Ενσυναίσθησης μέσα από την Ψυχοθεραπεία

Η διευκόλυνση της Ενδοπροσωπικής Ενσυναίσθησης, υπονοείται  ή συμβαδίζει με τις περισσότερες μορφές ψυχοθεραπείας, ίσως πιο ξεκάθαρα στην περίπτωση της πελατοκεντρικής και άλλων σχετικών βιωματικών θεραπειών (Rogers, 1961, 1975, 1980, αποσπάσματα συνέντευξης, Gendlin, 1974; Leijssen, 1990; Raskin, 1985). Ο Rogers παραθέτει ένα απλό παράδειγμα, από ένα μεταγενέστερο στάδιο της θεραπείας, το οποίο ταιριάζει στενά με την εικόνα που δίνεται εδώ, σε μια Αυτό-ενσυναισθητική στάση: Σε στιγμές αμηχανίας, ο πελάτης “θα κρατούσε το κεφάλι του με τα χέρια του και θα έλεγε‘ Τώρα τι είναι αυτό που νιώθω; θέλω να έρθω σε επαφή μαζί του../ Στη συνέχεια θα περιμένει αθόρυβα και υπομονετικά, προσπαθώντας να ακούσει τον εαυτό του, μέχρι να διακρίνει την ακριβή γεύση των συναισθημάτων που βιώνει “(Rogers, 1964, σελ. 164).

Η Snyder (1992, σελ. 320) επισημαίνει ότι “Oι ικανότητες αυτοπαρατήρησης του πελάτη ενισχύονται τη στιγμή της λήψης μιας ενσυναίσθητης απόκρισης από τον θεραπευτή”. Είναι προφανές ότι δεν εννοεί «να κοιτάμε» τον εαυτό μας από ένα εξωτερικό πλαίσιο αλλά  ότι η δεκτικότητα και ο συντονισμός του πελάτη με τον εσώτερο-βαθύτερο εαυτό του, ενισχύεται μέσω του ενδεδειγμένου παραδείγματος και της επίδρασης της Ενσυναισθητικής Απόκρισης του θεραπευτή. Σε μια μελέτη που αφορούσε την «Εσωτερικοποίηση των Θεραπευτικών Σχέσεων», οι Quintana και Meara (1990, σελ. 130) προτείνουν, ότι οι αυτοαναφερόμενοι πελάτες αναζητούν «μια διαπροσωπική σχέση η οποία διέπεται από ποιότητες τέτοιες που δεν παρέχουν οι ίδιοι στον εαυτό τους (π.χ. Αυτό-επιβεβαίωση, Αυτό-Ενσυναίσθηση)”. Η Ενσυναίσθηση δεν είναι μια μορφή απόκρισης. Θα μπορούσε υποστηριχθεί ότι η άμεση προτροπή σε έναν πελάτη “να στρέψει την προσοχή του προς τα μέσα και να επιτρέψει την ανάδυση των  συναισθημάτων  του για το πρόβλημα” (Leijssen, 1990, σελ. 232) μπορεί να εκφράζει την Ενσυναίσθηση. Ωστόσο, τόσο για τους αποκλειστικά πελατοκεντρικούς θεραπευτές όσο και για εκείνους που χρησιμοποιούν το Focusing ως μέθοδο, η Δεκτική Εσωτερική Ακρόαση είναι σημείο κλειδί στη θεραπεία καθώς είναι ζωτικής σημασίας για την πυρηνική διαδικασία της Ενσυναίσθησης προς τον Εαυτό.

Η Clarke (1991) εξετάζει εκ του σύνεγγυς αυτό που ονομάζει «Δημιουργία Νοήματος» των γεγονότων, αντλώντας τον όρο από το αρχικό έργο του Gendlin (1962). Εστιάζει ιδιαίτερα,  σε φάσεις έντονων και δυσάρεστων συναισθημάτων που συνοδεύουν εμπειρίες οι οποίες είναι  απόλυτα αντιφατικές με τα γνωσιακο-συναισθηματικά σχήματα που εδρεύουν στην Αυτοαντίληψη του ατόμου.Όσον αναφορά στην εσωτερική προέλευση του αντιφατικού βιώματος, η Clarke το αναφέρει ως «συναισθηματική εμπειρία που προηγουμένως ήταν εκτός επίγνωσης ή διεκπεραιώθηκε αυτόματα» (ibid., Σελ. 396) -όπως φαίνεται, αυτή η εμπειρική ανάδυση προέρχεται από τον Οργανικό Εαυτό. Κατά την Clarke, ύστερα από τη  συναισθηματική αυτή ανάδυση, δημιουργείται μια καρποφόρα νοηματοδότηση της εμπειρίας. Στη συνέχεια, αναζητείται και ανακαλύπτεται ο ακριβής συμβολισμός της, ο οποίος προσδίδει στο άτομο μια αίσθηση ζεστασιάς και συναισθηματικής ανακούφισης (Διαδικασία Ενσυναίσθησης Εαυτού).

Διάφοροι συγγραφείς υποστήριξαν ή υπονόησαν την άποψη ότι η ικανότητα για Διαπροσωπική Ενσυναίσθηση είναι χαρακτηριστικό της ψυχικής υγείας (π.χ., Jahoda, 1958, σελ. 52-53; Katz, 1963, σελ. 102 κ.ε., Kohut, 1977, 1984; Snyder, 1994). Ένας από τους υποστηρικτές, προχώρησε την πρόταση αυτή παραπέρα υποδηλώνοντας, ότι «η πρόοδος ενός πελάτη στη θεραπεία μπορεί να αξιολογηθεί με κριτήριο την αύξηση της Ενσυναίσθητικής του Ικανότητας»(Katz, 1963, σελ. 102). Ο Kohut (π.χ., 1984, σελ. 66) σίγουρα έχει παρόμοια άποψη. Ο Katz θεωρεί επίσης πως ο χαμηλός ή ο μειωμένος βαθμός Ενσυναίσθησης λειτουργεί σαν υποβόσκων κίνητρο για θεραπεία (ibid., Σελ. 109-112) και καταχώρησε σε πίνακα ένα εύρος πλαισίων στα οποία η  “Ενσυναισθητική Δεξιότητα” είναι ζωτικής σημασίας στην καθημερινή ζωή του σχετίζεσθαι. Από το πλαίσιο της ομαδικής ψυχοθεραπείας, στη Γερμανία, ο Mente και οι συνεργάτες του θεωρούσαν τη διάδραση, τη διευκόλυνση και την ανάπτυξη της  ενσυναισθητική κατανόησης του πελάτη, ως βασικά χαρακτηριστικά της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας (Mente & Spittler, 1980; Giesekus & Mente, 1986; Mente, 1990).

Για τον Kohut (1977, 1984) η Ενσυναίσθηση και η ανάπτυξη του Εαυτού ήταν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της ριζικής αποχώρησης του από την ψυχαναλυτική σκέψη. Συζητώντας για τη «Θεραπευτική Διαδικασία» στο τελευταίο του βιβλίο, μιλάει για τον καθοριστικό σκοπό και το αποτέλεσμα της,  ως «το άνοιγμα ενός δρόμου ενσυναίσθησης μεταξύ του Εαυτού και των Αντικειμένων του»(δηλ, μεταξύ Εαυτού και των σημαντικών άλλων (Kohut, 1984, σελ. 66). Η πορεία είναι αμφίδρομη και  περιλαμβάνει “την εγκαθίδρυση της ενσυναισθητική εναρμόνισηςμεταξύ Εαυτού και των Αντικειμένων του σε ώριμες ενήλικες σχέσεις” (ibid., σελ. 66). Δεν απαιτείται καμία ιδιαίτερη εσωτερική γλώσσα για να ορίσουμε την Ενσυναίσθηση ως “ικανότητα να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε τον εαυτό μας στην εσωτερική ζωή ενός άλλου προσώπου” (ibid., σελ. 82). Ωστόσο, και για τον Kohut, η Ενσυναίσθηση δεν έχει μόνο διαπροσωπικό χαρακτήρα, αλλά μπορεί να στραφεί και εσωτερικά. Παρατηρεί, για παράδειγμα, ότι η «Ενσυναίσθηση του ασθενούς με τον εαυτό του» είναι κάποιες φορές ανώτερη από εκείνη του αναλυτή (ibid, σελ. 72).

Η Snyder (1994) βασίζεται σε μια άλλη πηγή, τη γόνιμη σκέψη του G. H. Mead (π.χ., 1934, σελ. 141), στην πρόσφατη διατύπωση της διατριβής της ότι η ικανότητα για Ενσυναίσθηση είναι ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής νοημοσύνης. Κατά τη διάρκεια της φυσιολογικής ανάπτυξης, όπως  και στη θεραπεία, τα προσωπικά νοήματα αναπτύσσονται σε μεγάλο βαθμό μέσω της επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης και της εσωτερικής παρατήρησης. Όσον αφορά τις διευκολυντικές συναντήσεις, η Snyder προτείνει ότι πρωταρχική λειτουργία του θεραπευτή “είναι να διευκολύνει την ικανότητα να εισέρχεται ο πελάτης στον προσωπικό του κόσμο  με τρόπο τέτοιο, ώστε να εστιάζει στα ενσωματωμένα του συναισθήματα, να τα νοηματοδοτεί και να έχει την ικανότητα να εμπεριέχει και να ερμηνεύει την εμπειρία με διαφορετικό τρόπο από ό, τι συνήθιζε ή έκανε αντανακλαστικά” (ibid., σ. 90).

Εν ολίγοις, ο θεραπευτής θα πρέπει να προωθεί την Ενσυναίσθηση και  να έχει την “ικανότητα να διευκολύνει τον πελάτη να εμβαθύνει την αυτεπίγνωση του”. Για τη Snyder, “Η Αυτοενσυναίσθηση είναι, η στάση συμπόνιας και περιέργειας στην εμπειρία του Εαυτού, που επιτρέπει σε κάποιον να συνειδητοποιεί ταυτόχρονα τα συναισθήματα του και παράλληλα να απο-ταυτίζεται από αυτά” (ibid., σελ. 97). Επίσης, κατά τη Snyder, ο θεραπευτής θα πρέπει” να μπορεί να διευκολύνει την ικανότητα του πελάτη να μπαίνει  στη θέση του άλλου”, να ενισχύει δηλ και τη Διαπροσωπική του Ενσυναισθητική Ικανότητα . Αυτή η αυξημένη ευαισθησία στον αντιληπτικό και συναισθηματικό κόσμο των άλλων, μπορεί στην αρχή να αγχώσει τον πελάτη και να νιώθει εκτεθειμένος και ευάλωτος. Στην περίπτωση αυτή, ο θεραπευτής οφείλει να του παρέχει την ανάλογη συμπληρωματική υποστήριξη μέχρι να αναδομηθεί ολοκληρωτικά και είναι με ασφάλεια ενσυναισθητικός (ibid., σελ. 91, 96). Αυτή η δεύτερη πτυχή είναι μια παραδοχή ότι η ενσυναισθητική ευαισθησία έχει οφέλη αλλά έχει και κόστος. (ibid., σελ. 96).

Είναι ευρέως διατυπωμένο και με ποικίλους τρόπους, ότι ο φόβος και / ή η άρνηση του Εαυτού προς τις εκκλήσεις του Οργανικού Εαυτού σταδιακά μειώνονται, στην επιτυχημένη θεραπεία. Η Ενσυναισθητική Κατανόηση του θεραπευτή όχι μόνο βοηθά να φέρει την υποβόσκουσα αισθητηριακή εμπειρία στην επίγνωση, αλλά συμβάλλει και στην ανάπτυξη μιας διαφορετικής εσωτερικής δεκτικότητας και επεξεργασίας της εμπειρίας αυτής. Συντελείται μια αποτελεσματική μετακίνηση προς την ενισχυμένη Ενσυναίσθηση Εαυτου. Η νέα αυτή ποιότητα αυτοδέσμευσης, δεν είναι μια υιοθετημένη τεχνική, αλλά αντιπροσωπεύει μια εξατομικευμένη ανακάλυψη από τον πελάτη, μια αυτοανακάλυψη τόσο για το πώς θα συντονίζει δεκτικά τις διαθέσιμες πληροφορίες από την οργανική και διαισθητική του ύπαρξη όσο και να αξιοποιεί αυτή τη γνώση σε ένα πνεύμα συνεργασίας με τον Εαυτό. Αυτή η προοπτική εκπορεύεται ιδιαίτερα από την έμπρακτη παρατήρηση, την αντανάκλαση και τη θεωρία.

Ανασκόπηση

Η Ενσυναισθητική κατανόηση της βιωματικής εμπειρίας και των αντιληπτικών νοημάτων των άλλων,  είναι θεμελιώδους σημασίας για τη σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων. Χωρίς την ποιότητα της Ενσυναίσθησης, ο άνθρωπος ζει απομονωμένος. Η επιθυμία του για φροντίδα και αλληλεπίδραση μπορεί να είναι αισθητή, αλλά δεν μπορεί να την διακρίνει. Ένας άνθρωπος δίχως ενσυναίσθητική ικανότητα, αντιλαμβάνεται τον εσωτερικό κόσμο των άλλων, είτε μέσα από προβολικές εκφράσεις του Εαυτού τού είτε μέσω άκαμπτων νοητικών διαδικασιών. Μια κοινωνία με υψηλάποσοστά τέτοιων ατόμων, είναι ένα περιβάλλον με μικρή συνοχή και ασθενική αίσθηση του «εμείς». Μπορεί να υπάρχουν ενσυναισθητικές σχέσεις, αλλά συναντώνται  κυρίως σε μικρές οικογενειακές ομάδες. Ως ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, είναι μια κοινότητα μόνο με όνομα, ευάλωτη σε ασταθείς συμπεριφορές και βαθιά διαμελισμένη.

Η Ενσυναίσθηση ή η αποστέρηση αυτής, δεν σχετίζεται μόνο με τις διαπροσωπικές  σχέσεις, αλλά έχει σπουδαίο ρόλο και στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου. Γι’ αυτό, και στο παρόν άρθρο αντιμετωπίζεται σαν ένα φαινόμενο διδύμων. Τα «δίδυμα» αν και δεν είναι ταυτόσημα, ανήκουν στην ίδια οικογένεια και είναι στενά αλληλένδετα. Στην προκειμένη περίπτωση, το ένα απ’ τα δίδυμα είναι η Διαπροσωπική Ενσυναίσθηση και το ο άλλο δίδυμο είναι η Ενσυναίσθηση προς τον Εαυτόκατά την  οποία η  ποιότητα της επικοινωνίας στρέφεται μέσα στο άτομο και ειδικότερα μεταξύ του Συνειδητού-Ευκρινούς Εαυτού και του Οργανικού Εαυτού. Η τάση απομόνωσης και το αίσθημα έντονης μοναξιάς είναι αποτέλεσμα της εσωτερικής αποσύνδεσης (Barrett-Lennard, 1994), καθώς και  της έλλειψης ενσυναισθητικών  σχέσεων με τους άλλους.


Βιβλιογραφία Άρθρου

Barrett-Lennard, G. T. (1981). The empathy cycle: Refinement of a nuclear concept. Journal of Counseling Psychology, 28, 91-100.

Barrett-Lennard, G. T. (1986) The Relationship Inventory now: Issues and advances in theory, method and use. In L. S. Greenberg and W. M. Pinsof (Eds.), The psychotherapeutic process: A research handbook (pp. 439-476). New York: Guilford Press.

Barrett-Lennard, G. T. (1990). The therapy pathway reformulated. In G. Lietaer, J. Rombauts and R. Van Balen (Eds.), Client-centered and experiential psychotherapy in the nineties (pp. 123-153). Louvain, Belgium: Leuven University Press.

Barrett-Lennard, G. T. (1993). The phases and focus of empathy. British Journal of Medical Psychology, 66,3-14.

Barrett-Lennard, G. T. (1994). levels of loneliness. Manuscript article (available from author), revised and expanded from the paper “On loneliness”, in The Ceshur Connection, 1(2 &3), 3-8.

Brown, J. T. S. (1981). Communication of empathy in individual psychotherapy: An analogue study of client perceived empathy. (Doctoral dissertation. University of Texas at Austin, 1980. Dissertation Abstracts International, 41, 2748B.

Clarke, K. M. (1991). A performance model of the creation of meaning event. Psychotherapy, 28, 395-401.

Gendlin, E. T. (1964). A theory of personality change. In P. Worchel & D. Byrne (Eds.), Personality change (pp. 206-247). New York: Wiley. Reprinted in J. T. Hart & T. M. Tomlinson (Eds.) (1970), New directions in client-centered therapy (pp. 129-173). Boston: Houghton Mifflin.

Gendlin, E. T. (1974). Client-centered and experiential psychotherapy. In D. A. Wexler & L N. Rice (Eds.), Innovations in client-centered therapy (pp. 211-246). New York: Wiley.

Gendlin, E.T. (1981). Focusing. New York: Bantam Books. Revised Edition.

Gendlin, E.T.,Beebe, J., CassensJ., Klein, M.,&Oberlander,M.(1968). Focusing ability in psychotherapy, personality and creativity. In J. M. Shlien, with H. F. Hunt, J. D. Matarazzo, & C. Savage (Eds.), Research in Psychotherapy: Vol. 3 (pp. 217-238). Washington, D.C: American Psychological Association.

Gendlin, E. T., Grindler, D., & McGuire, M. (1984). Imagery, body, and space in focusing. In A, A. Sheikh (Ed.), Imagination and healing (pp. 259-286). Farmingdale, New York: Baywood.

Giesekus, U., & Mente, A. (1986). Client empathic understanding in client-centered therapy. Person-Centered Review, 1,163-171.

Guemey, B., Coufal, J., & Vogelsong, E. (1981). Relationship enhancement versus a traditional approach to therapeutic/preventative/enrichment parent-adolescent programs. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 49, 927-939.

Hines, M. H., & Hummel, T. J. (1988). The effects of three training methods on empathic ability, perceived spousal empathy, and marital satisfaction of married couples. Person-Centered Review, 3, 316-336.

Katz, R. L. (1963). Empathy: Its nature and uses. Glencoe, Illinois: Free Press.

Kleinberg, J. L. (1991). Teaching beginning group therapists to incorporate a patient’s empathic capacity in treatment planning. Group, 15,141-151.

Kohut, H. (1977). The restoration of the self. New York: International Universities Press.

Kohut, H. (1984). How does analysis cure? Chicago: University of Chicago Press.

Kurtz R. R. & Grummon, D. L. (1972). Different approaches to the measurement of therapist empathy and their relationship to therapy outcomes. Journal of Consulting and Clinical Psychology, 37, 106-115.

Leijssen, M. (1990). On focusing and the necessary conditions of therapeutic personality change. In G. Lietaer, J. Rombauts, & R. Van Balen (Eds.), Client-centered and experiential psychotherapy in the nineties (pp. 225-250). Louvain, Belgium: Leuven University Press.

Locke, H.J, & Wallace, K. M. (1959). Short marital adjustment and prediction tests: Their reliability and validity. Marriage and Family Living, 21,251-255.

Mead, G. H. (1934). Mind, self, and society. Chicago: University of Chicago Press.

Mente, A. (1990). Improving Rogers’ theory: Toward a more completely client-centered psychotherapy. In G. Lietaer, J. Rombauts, & R. Van Balen (Eds.), Client-centered and experiential psychotherapy in the nineties (pp. 771-778). Louvain, Belgium: Leuven University Press.

Mente, A., & Spittler, H-D. (1980). Erlebnisorientierte Gruppenpsychotherapie: Eine wieksame methode der klienten-zentrierten behandlung von verhaltensstorungen. Vol. 2. Paderbom: Junfermann.

Mitchell, Bozarth & Krauft (1977). A reappraisal of the therapeutic effectiveness of accurate empathy, non-possessive warmth and genuineness. In A. S. Gurman & A. M. Razin, (Eds.), Effective psychotherapy: A handbook of research (pp. 482-502). New York: Pergamon.

Quintana, S. M. & Meara, N. M. (1990). Internalization of therapeutic relationships in short-term psychotherapy. Journal of Counseling Psychology, 37,123-130.

Raskin, N. J. (1985). Client-centered therapy. In S. J. Lynn, & J. P. Garske (Eds.), Contemporary psychotherapies: Models and methods (pp. 155-190). Columbus, Ohio: Charles E. Merrill.

Rogers, C. R. (1951). Client Centered Therapy. Its Current Practice, Implications and Theory. London: Constable

Rogers, C. R. (1959) [a]. A theory of therapy, personality, and interpersonal relationships as developed in the client-centered framework. In S. Koch (Ed.), Psychology: A study of a science. Vol 3: Formulations of the person and the social context (pp. 184-256). New York: McGraw-Hill.

Rogers, C. R. (1959) |b|. A tentative scale for the measurement of process in psychotherapy. In E. A. Rubinstein & M. B. Parloff (Eds.), Research in Psychotherapy (pp. 96-107). Washington, D.C: American Psychological Association.

Rogers, C. R. (1961). On becoming a person: A therapist’s view of psychotherapy. Boston: Houghton Mifflin.

Rogers, C. R. (1963). The concept of the fully-functioning person. Psychotherapy: Theory, Research and Practice, 1,17-26.

Rogers, C R. (1964). Toward a modern approach to values: The valuing process in the mature person. Journal of Abnormal and Social Psychology, 68,160-167.

Rogers, C. R. (1966). Client-centered therapy. In S. Arieti (Ed.), American Handbook of Psychiatry (pp. 183-200). New York: Basic Books.

Rogers, C. R. (1975). Empathic: An unappreciated way of being. The Counseling Psychologist, 5(2), 2-11.

Rogers, C. R. (1980). Client-centered psychotherapy. In H. I. Kaplan, B. J. Sadock, & A. M. Freedman (Eds.), Comprehensive textbook of psychiatry. Baltimore: Williams & Wilkins. Third Edition.

Seeman, J. (1989). Toward a model of positive health. American Psychologist, 44, 1099-1109.

Seeman, J. (1994). A human-system model of psychotherapy. Manuscript submitted for publication.

Snyder, M. (1992). The meaning of empathy: Comments on Hans Strupp’s case of Helen R Psychotherapy, 29,318-322.

Snyder, M. (1994). The development of social intelligence in psychotherapy: Empathic and dialogic processes. Journal of Humanistic Psychology, 34(1), 84-108.

Wampler, K. S., & Spenkle, D. H. (1980). The Minnesota Couple Communication Program: A follow-up study. Journal of Marriage and the Family, 42,577-584.