Άρθρο: Hanna Rosin
Συγγραφέας – Κειμενογράφος

Μετάφραση: Έφη Παληγιάννη
Ψυχολόγος

Εύη Διαμαντοπούλου
Φοιτήτρια Κοινωνιολογίας

Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Ο αρχηγός πολιτοφυλακής Αμμόν Μπάντι (Ammon Bundy), διάσημος για την ηγεσία του σε ένοπλη σύγκρουση στο Όρεγκον, είχε μια συναισθηματική στιγμή τον Νοέμβριο της περασμένης χρονιάς. Ανέφερε μέσα από μία ανάρτησή του στο Facebook πως, ίσως, ο χαρακτηρισμός του προέδρου Τραμπ για το καραβάνι προσφύγων στα σύνορα Η.Π.Α- Μεξικό να ήταν κάπως γενικός. Ίσως να μην είναι όλοι εγκληματίες, είπε: «Τι γίνεται με αυτούς που έχουν έρθει εδώ από ανάγκη;»

Ο Μπάντι δεν είπε ότι θα τα “έσπαγε” με τον Τράμπ. Απλά ζήτησε από τους ακολούθους του να βάλουν τους εαυτούς τους στη θέση «των πατεράδων, των μητέρων, των παιδιών» που ήρθαν για να γλυτώσουν από τη βία. Ήταν ένα κάλεσμα για ανακωχή βασισμένο σε μια  ενσυναίσθηση σαν αυτήν που ίσως θα βρει κανείς σε μια εμπόλεμη ζώνη ή σε ένα κήρυγμα μια Κυριακή του Πάσχα. Ακόμα και έτσι, η ανάρτηση βρέθηκε αντιμέτωπη με μια ταχεία και οργισμένη αντίδραση από τους ακολούθους του τόσο συντριπτική,  που μέσα σε λίγες μέρες ο Μπάντι αποφάσισε να κλείσει το λογαριασμό του στο Facebook.

Σε μια άλλη, προηγούμενη εποχή, η έκκληση του Μπάντι ίσως να είχε βρει κάποιο αντίκρυσμα. Αλλά απέτυχε να συντονιστεί με μια σημαντική αλλαγή στην αμερικάνικη κουλτούρα- μια αλλαγή την οποία μερικοί ερενητές με επαγρύπνηση ανιχνεύουν, πάνω κάτω την τελευταία δεκαετία. Οι Αμερικάνοι φαίνεται ότι πλέον χάνουν την όρεξη τους  για ενσυναίσθηση, ειδικά για αυτήν του απογευματινού πασχαλιάτικου κηρύγματος, αυτή που προτείνει να μπει κανείς στη θέση του άλλου για λίγο.

Όταν μεγάλωνα  τη δεκαετία του ΄70, η ενσυναίσθηση ήταν η “τρέλα” της εποχής. O όρος σφυρηλατήθηκε το 1908, όταν κοινωνικοί επιστήμονες και οι ψυχολόγοι άρχισαν να προωθούν την ιδέα πιο επιθετικά στην μεταπολεμική κουλτούρα, κυρίως από φόβο. Η σκέψη ήταν ή ότι όλοι επρόκειτο να σκοτωθούν μεταξύ τους με πυρηνικά όπλα -ή θα μάθαιναν να βλέπουν τον κόσμο ο ένας μέσα από τα μάτια του άλλου. Στο δημοτικό σχολείο που πήγαινα το 1970, το οποίο δεν ήταν προοδευτικό ή ‘’ήπιο’’ με κανέναν τρόπο, γράψαμε γράμματα υποκρινόμενοι ότι απευθυνόμαστε σε Ρώσους φίλους δι’ αλληλογραφίας, που θα μας δίδασκαν να ανοίγουμε την καρδιά μας στους εχθρούς μας.

Και όχι μόνο εχθρούς. Οι ακτιβιστές πολιτικών δικαιωμάτων συμμερίστηκαν και αυτοί την ιδέα. Ο Κένεθ Κλάρκ (Kenneth Clark), κοινωνικός επιστήμονας και ακτιβιστής κοινωνικών δικαιωμάτων, μεταξύ σοβαρού και αστείου ‘’συνταγογράφησε’’ ένα «χάπι ενσυναίσθησης» σε όλους τους ανθρώπους με ισχύ, προκειμένου να μπορούν να παίρνουν καλύτερες αποφάσεις. Ήλπιζε πως άνθρωποι με ισχύ και προνόμια θα καταλάμβαναν μια μέρα τις πραγματικότητες των ανθρώπων χωρίς ισχύ, όχι από την εκ του ασφαλούς απόσταση οίκτου μιας ‘’αριστοκρατίας’’ που είναι υπόχρεη, αλλά από εσωτερική ανάγκη. Ένα εξελιγμένο άτομο ήταν ένα άτομο με ενσυναίσθηση, που επέλεγε την κατανόηση και όχι τον φόβο.

Τότε, πάνω από μία δεκαετία πριν, μια συγκεκριμένη χροιά της ενσυναίσθησης άρχισε να υφέρπει, ιδίως ανάμεσα σε νέους ανθρώπους. Μια από τους πρώτους που το παρατήρησε ήταν η Σάρα Κόνραθ (Sarah Konrath), αναπληρώτρια καθηγήτρια και ερευνήτρια με το πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ερευνητές εξέτασαν τα επίπεδα ενσυναίσθησης σε νέους ανθρώπους, δοκιμάζοντας τη συμφωνία τους με δηλώσεις όπως: «Δεν είναι δικό μου πρόβλημα αν άλλοι αντιμετωπίζουν δυσκολίες και χρειάζονται βοήθεια» ή «Πριν ασκήσω κριτική σε κάποιον προσπαθώ να φανταστώ πώς εγώ θα αισθανόμουν εάν βρισκόμουν στη θέση του».

Η Κόνραθ συνέλεξε έρευνες δεκαετιών και παρατήρησε ένα πολύ εμφανές μοτίβο. Ξεκινώντας από το 2000 και μετά, η γραμμή αρχίζει να φθίνει. Όλο και περισσότεροι ερευνώμενοι λένε πως δεν είναι δικό τους πρόβλημα να βοηθήσουν ανθρώπους που βρίσκονται σε δύσκολη κατάσταση, δεν είναι δουλειά τους να δουν τον κόσμο από την οπτική κάποιου άλλου. Έως το 2009, σε όλες τις δεδομένες μετρήσεις, η Κόνραθ βρήκε ότι νέοι άνθρωποι παρουσιάζονταν σε ποσοστό 40% να  έχουν λιγότερη ενσυναίσθηση από τη δική μου γενιά- ποσοστό 40%!

Είναι περίεργο να αναλογιστεί κανείς την ενσυναίσθηση –μια φυσικά ανθρώπινη παρόρμηση- να κυμαίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο, κινούμενη πάνω και κάτω με τον ίδιο τρόπο που κινείται η καταναλωτική εμπιστοσύνη. Αυτό όμως είχε συμβεί. Νέοι άνθρωποι είχαν μόλις αρχίσει να αμφισβητούν αυτό που με δίδαξαν οι δάσκαλοι στο δημοτικό σχολείο.

Η αίσθηση τους ήταν: Γιατί να βάλουν τους εαυτούς τους στη θέση κάποιου πέρα από του εαυτού τους, πόσο μάλλον όταν επρόκειτο για κάποιον που τον θεωρούν επικίνδυνο; Στην πραγματικότητα, το να αποκόπτεις από κάποιον το αίσθημα της ενσυναίσθησης ήταν η θετική αξία, ένας τρόπος να διαμαρτυρηθείς.

Έτσι, για παράδειγμα όταν η σύζυγος του λευκού εθνικιστή Ρίτσαρντ Σπένσερ (Richard Spencer) δήλωσε πρόσφατα στο BuzzFeed ότι ο σύζυγός της την είχε κακοποιήσει, η ερώτηση που συζητήθηκε από αριστερούς στο Internet ήταν: Γιατί θα πρέπει να μας νοιάζει το ότι μια γυναίκα, η οποία επέλεξε να συμμαχήσει με έναν βρωμερό ρατσιστή, πληγώθηκε; Γιατί να χαραμίσουμε ενσυναίσθηση σε κάτι τέτοιο; (Ο Σπένσερ αρνήθηκε όλους τους ισχυρισμούς στην αίθουσα του δικαστηρίου).

Ο νέος κανόνας για την ενσυναίσθηση φαίνεται να είναι: φύλαξέ την, όχι για τους «εχθρούς» σου, αλλά για τους ανθρώπους που πιστεύεις πως έχουν πληγωθεί ή για εκείνους που έχεις αποφασίσει πως τη χρειάζονται περισσότερο. Ενσυναίσθηση παρά μόνο προς τη δική σου ομάδα. Και τι γίνεται με την ενσυναίσθηση προς την άλλη ομάδα; Πρακτικά εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα ταμπού.

Και, εν τέλει, αποδεικνύεται πως η έννοια της «επιλεκτικής ενσυναίσθησης» είναι μια πανίσχυρη δύναμη.

Τα τελευταία 20 χρόνια, ψυχολόγοι και νευρολόγοι έχουν αρχίσει να ερευνούν πώς λειτουργεί στην πραγματικότητα η ενσυναίσθηση, τόσο στο μυαλό όσο και στην καρδιά μας, τις στιγμές που δεν σκεφτόμαστε για αυτήν. Ένα πράγμα το οποίο βρήκαν, είναι πως «ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που πυροδοτούν την ανθρώπινη ενσυναίσθηση είναι το να είναι κάποιος παρατηρητής κάποιου είδους διαμάχης ανάμεσα σε δύο πλευρές», λέει ο Φρίτζ Μπράιταπτ (Fritz Breithaupt), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Indiana, που μελετά την ενσυναίσθηση. «Από τη στιγμή που θα επιλέξουν πλευρά, ενστερνίζονται την αντίστοιχη οπτική. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πολύ δυνατή ενσυναίσθηση αλλά και πόλωση σχετικά με κάτι που βλέπει κανείς στη μία πλευρά και όχι στην άλλη».

Ένα κλασικό παράδειγμα είναι το Super Bowl, ή οποιοδήποτε παιχνίδι στο Όμπερν της Αλαμπάμα.

Στις μέρες μας, στις ειδήσεις, προκύπτουν σχετικά παραδείγματα κάθε μέρα: οι ομιλίες του Κάβανο, μια επείγουσα χρηματοδότηση για την ανέγερση τείχους, ο Spike Lee να φεύγει από τα βραβεία Όσκαρ, η αναφορά του Μπάρ (Barr’s report), η υπόθεση της Κίρστεν Νίλσεν (Kirstjen Nielsen), μία ανάρτηση στο Twitter.

Ερευνητές που μελετούν την ενσυναίσθηση παρατήρησαν πως είναι πραγματικά πολύ δύσκολο να κάνουμε αυτό που πασχίζαμε να κάνουμε ως γενιά: να έχουμε ενσυναίσθηση προς τους ανθρώπους που είναι διαφορετικοί από εμάς, πόσο μάλλον προς ανθρώπους που δεν συμπαθούμε. Αλλά άπαξ και οι ερευνητές ξεκινήσουν μια διαμάχη, οι άνθρωποι παρατάσσονται αυτόματα και ενσυναισθάνονται πολύ γρήγορα προς τη δική τους ομάδα. Αυτή η νέα έρευνα έχει ταράξει τις αντιλήψεις σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί η ενσυναίσθηση ως δύναμη στον κόσμο. Για παράδειγμα, συχνά πιστεύουμε πως οι τρομοκράτες είναι τρομακτικά τυφλοί στη θέα των αθώων που υποφέρουν. Ωστόσο, ο Μπράιταπτ και άλλοι ερευνητές τους θεωρούν κλασικά παραδείγματα ανθρώπων που χαρακτηρίζονται από μια «υπερβολή της ενσυναίσθησης». «Αισθάνονται τα βάσανα το λαού τους».

Ο Μπράιταπτ ονόμασε το βιβλίο του «Οι Σκοτεινές Πλευρές της Ενσυναίσθησης», διότι υπάρχει ένα σημείο όπου η ενσυναίσθηση δεν θυμίζει σε τίποτα την οικουμενική ενσυναίσθηση που διδάχθηκα στο σχολείο. Υπάρχει ένας φυσικός τρόπος κατά τον οποίο η ενσυναίσθηση πυροδοτείται στον εγκέφαλο– τα κέντρα του πόνου ενεργοποιούνται όταν δεις κάποιο άτομο να υποφέρει. Ωστόσο, στα φαινόμενα μοιάζει περισσότερο με τον φυλετισμό, έναν τρόπο να ενισχύσεις την προσωπική οπτική των πραγμάτων, μπλοκάροντας οποιαδήποτε άλλη.

Ο Μπράιταπτ είναι αφυπνισμένος σχετικά με την εμφάνιση του καινούριου «ιού» της επιλεκτικής ενσυναίσθησης καθώς και το πώς δημιουργεί ρήγματα. «Εάν το αγκαλιάσουμε ως νέα ιδέα», λέει, «ουσιαστικά εγκαταλείπουμε την κοινωνία σε αυτό το βαθμό. Απορρίπτουμε τη δημοκρατία. Γιατί εάν εισχωρήσουμε περισσότερο μέσα σε αυτό το ρήγμα και το αφήσουμε να συμβεί, θα γίνει τόσο δυνατό, πράγμα που θα το κάνει επικίνδυνο».

Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στη γενιά μου, όπου η ενσυναίσθηση ήταν αθώα, γιατί σήμερα γνωρίζουμε πολλά περισσότερα σχετικά με το πώς λειτουργεί αυτή η δύναμη. Από την άλλη δεν μπορούμε και να την εγκαταλείψουμε γιατί «η ενσυναίσθηση αφορά το 90% των πραγμάτων στη ζωή μας», λέει ο Μπράιταπτ. «Χωρίς αυτήν, απλά θα ήμασταν μόνοι».

Στο βιβλίο του ο Μπράιταπτ προτείνει μια ευφυή λύση: παρατηθείτε από την ιδέα πως κάθε φορά που είμαστε ενσυναισθητικοί γινόμαστε αλτρουιστές ή βοηθώντας τους λιγότερο τυχερούς  ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο πράττουμε το καλό. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε όταν είμαστε ενσυναισθητικοί, προτείνει ο Fritz, είναι να βοηθάμε τους εαυτούς μας. Μπορούμε να μάθουμε να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που είναι μετανάστης και ενός Ρώσου φίλου δι’ αλληλογραφίας ώστε να διευρύνουμε τη φαντασία μας και να πλουτίζουμε τη σκέψη μας. Αυτό είναι το εγωιστικό κομμάτι της ενσυναίσθησης. Δεν είναι άγιο, αλλά είναι σίγουρα καλύτερο από το να είμαστε μόνοι.


Παραπομπή

https://www.npr.org/2019/04/15/712249664/the-end-of-empathy?utm_campaign=storyshare&utm_source=facebook.com&utm_medium=social&fbclid=IwAR3wiMsfe1aK-Vy7x4BmTIVIKu47eldr8Myf7kv5CSMYaZPi-L5QW3PzuF4&t=1557061693249&t=1557417534813