Κείμενο: Ελπίδα Βεριτά
Ψυχολόγος

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Λένε, είναι θέμα χρόνου. Χίλιες μέρες πριν ανατείλει ο ήλιος. Μα η καθημερινότητα είναι πανομοιότυπη με το χθες. Φοβάμαι πως χάθηκα στο χθες. Πέθαινα να ακούσω κάποιον να μου πει πως δε χρειαζόταν να προσπαθώ να φτάσω την εικόνα που είχα χτίσει για το ιδανικό και πως είμαι αρκετή κι αυτό είναι εντάξει. Πέθαινα να ακούσω κάποιον να μου πει ότι με νιώθει, τώρα που χάνω την πίστη μου πάλι. Πέθαινα να δω για μια φορά τους ανθρώπους γύρω μου να κάνουν πως τους νοιάζει. Κι αν αρνιόμουν πεισματικά να δεθώ με άνθρωπο, ήταν επειδή δε θα άντεχα να ψιθυρίσω ξανά: «Μη φύγεις». Εγώ, που ξέροντας την κατάληξη, προσπαθούσα να αισθανθώ όσα περισσότερα προλάβω, πριν τελειώσει ο χρόνος. Κάθε χέρι που με κρατούσε με άφησε κι, εγώ που έφτιαξα φτερά να πετάξω, μέσα σε μια στιγμή με χάνω. Είναι τόσο ήσυχα εδώ και κάνει κρύο. Αναρωτιέμαι γιατί έμεινα ολομόναχη να κλαίω σε ένα σπίτι που δεν το αισθάνομαι πλέον σαν σπίτι.

Μου ζήτησαν να περιγράψω το σπίτι μου κι άρχισα να μιλάω για δυο χέρια, μια αγκαλιά και μια κουβέρτα, μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ανέμεναν να ακούσουν για ένα μέρος. Έμεινα απορροφημένη από την περιγραφή μου και στο ενδιάμεσο η μέρα πέρασε κι ας έμεινα στο καλημέρα. Νιώθω μόνη κι εγκαταλελειμένη. Ναι, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει ούτε η πρώτη φορά που πονάει. Όμως αν αφαιρέσω τον πόνο που έχω βιώσει έντονα, δε νιώθω ότι έζησα αρκετά ως τώρα. Κι αν έζησα στα ασπρόμαυρα, θα ορκιζόμουν ότι είδα χρώματα γύρω μου που δεν ήξερα ότι υπάρχουν. Κοιτάχτηκα στον καθρέπτη και κάπου είδα τον εαυτό μου να κραυγάζει. Δε φοβάμαι όσα κραυγάζει, πως είμαι απαίσια, διαλυμένη ή άκαρδη. Μα μερικές φορές φοβάμαι ότι όλα όσα κραυγάζει μπορεί να είναι και αληθινά. Και θα τολμούσα να προσθέσω εδώ ότι ένα κομμάτι μου αναγνωρίζει πως εκείνα που φοβάμαι δεν έχουν ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα. Έχουν, άραγε; Ίσως να ήμουν από τους ανθρώπους που αξίζουν περισσότερα, μα δε συμβιβάστηκα ως τώρα με τον πόνο κι, αν ο χρόνος περνά, εγώ ακόμη πεθαίνω στο σκοτάδι το βράδυ. Αισθάνομαι ότι διαχειρίζομαι πολλά, μα είμαι χαμένη. Αισθάνομαι ότι έχω κατανοήσει τα πάντα, μα ταυτόχρονα δεν έχω την παραμικρή ιδέα για όλα όσα συμβαίνουν. Σκέφτομαι τη μέρα που θα γελάω για όσα έζησα, μα τώρα δακρύζω για όλα όσα δεν τόλμησα. Κάθε μέρα ελπίζω ότι κανείς δε θα αναγνωρίσει τη θλίψη πίσω από τα μάτια μου, ότι κανείς δε θα παρατηρήσει τα χέρια μου να τρέμουν και το χαμόγελo που φυλακίζεται στη θλίψη μου μόλις μείνω μόνη. Κάθε μέρα ελπίζω ότι οι άνθρωποι γύρω μου θα αγνοήσουν όλα αυτά και θα προχωρήσουν με τις δικές τους ζωές, μα πόσο θα ευχόμουν να ήξεραν. Αχ, πόσο θα ευχόμουν να ήξεραν… 

Όλα είναι περίεργα και θλιβερά και το μόνο που θα ήθελα είναι μία νύχτα να μοιραστώ όσα ποτέ δεν είπα. Εν τέλει εξέφρασα τη δυσανασχέτησή μου με λυγμούς, μιας και δυσκολευόμουν να επικοινωνήσω τα συναισθήματά μου με διαφορετικό τρόπο. Δεν είμαι βέβαιη αν οι άνθρωποι κατανοούν πόσο στρεσογόνο είναι να προσπαθείς να εξηγήσεις τι σου συμβαίνει, ενώ ούτε εσύ το καταλαβαίνεις. Νύχτωσε. Η μοναξιά με κυνηγάει χειρότερα τη νύχτα. Αγάπησα τον ύπνο κι ας κοιμάμαι τελευταία στις πέντε τα ξημερώματα. Νομίζω ότι χάθηκα πολλάκις μέσα στο μυαλό μου πλάθοντας και κρύβοντας μέσα του ιστορίες για αρκετό καιρό. Συνήθισα να κατοικώ εκεί και τώρα φοβάμαι να ανοίξω τα μάτια και να αντικρίσω μια πραγματικότητα που είναι ενίοτε άσχημη. Μελαγχόλησα ξαφνικά. Μελαγχόλησα όταν σκέφτηκα πως οι νύχτες που πέρασαν με βρήκαν ξαπλωμένη στο κρεβάτι να κλαίω τόσο πολύ, ώστε αναγκαζόμουν να καλύπτω το στόμα μου για να μην κάνω θόρυβο. Πόσο με πόνεσαν οι σκέψεις μου που δεν ήταν μια ιστορία από αυτές που φτιάχνω, αλλά η ίδια μου η ζωή!

Αν μια βαθιά λύπη έχει στην κατοχή της τα σκοτάδια μου, πόσες νύχτες ακόμη θα πρέπει να περάσω όπως τη σημερινή; Αισθανόμουν τόση δυσφορία που δεν μπορούσα να τοποθετήσω την απόγνωσή μου σε μια ασφαλή κι ήρεμη θέση. Κι αν συχνά ψάχνω τρόπους για να φτάσω στην εξέλιξη, μέσα στο σκοτάδι εγώ δε σκεπτόμουν πώς να εξελιχθώ, μα έψαχνα μόνο τον τρόπο να παραμείνω ίδια. Ήμουν ο άνθρωπος που μέσα στις πολύ άσχημες σκέψεις του αγόρασε ένα βιβλίο, αυτοβιογραφία για την κατάθλιψη. Ήμουν ο ίδιος άνθρωπος που αργότερα την ίδια μέρα αυτοτραυματίστηκε και κατέληξε στο παγκάκι έξω από το μίνι μάρκετ να τρώει δειλά πατατάκια από μια σακούλα και να  χαμογελά που επέλεξε να μην αυτοκτονήσει αλλά να πάει στο μίνι μάρκετ. Και επειδή φάνταζε απαραίτητο, κάλυψε τις ανοιχτές πληγές του προσωρινά με χάνζαπλαστ. Το να κάθομαι στο κρύο παγκάκι μέσα στη νύχτα, βέβαια, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Παρόλο που η μοναξιά μου δεν το γνώριζε, εγώ νοιαζόμουν για εκείνη. Δεν ήμουν θαρραλέα, αλλά για μερικά λεπτά υποκρινόμουν πως η κατάθλιψη έκανε τον κύκλο της, σαν να ήμουν θαρραλέα.