Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Νομίζω κάπου είχα διαβάσει έναν θρύλο…

Εμένα, όποιος έχει βρεθεί να ακολουθήσει τις λογοτεχνικές μου απόπειρες, θα με θεωρήσει βιβλιογραφικά λιγότερο έμπιστο, ατεκμηρίωτο και αφερέγγυο. Πλεονάζουν στις γραφές μου οι παρενθέσεις και οι υπερβολές. Είναι γιατί ερμηνεύω και φιλτράρω την πραγματικότητα από ένα πρίσμα διαφορετικό κι ο μέσος αναγνώστης μερικές φορές δυσκολεύεται να με καταλάβει. Στα μισά της διήγησης λαχανιάζει, ασθμαίνει η λογική του στα περάσματα, ολιγωρεί και δυσπιστεί. Κάπου εκεί στα μισά, λοιπόν, στρίβοντας σε μία γωνία σε αυτό τον λαβύρινθο, κόβεται το νήμα της Αριάδνης ή τουλάχιστον ο ίδιος αποφασίζει, εκουσίως, να το αμολήσει από τα χέρια. Εγώ, που προπορεύομαι, συνεχίζω την αφηγηματική μου πορεία. Σχεδόν μονολογώ. Ο αναγνώστης, όμως, δε θα συναντήσει τον Μινώταυρο, το ημερωμένο ζώο, δε θα δει να ελευθερώνονται οι εφτά νέοι και οι εφτά νέες των Αθηνών και δε θα γίνει μάρτυρας του μύθου, της επιμέρους αληθοφάνειάς του. Εγώ όμως δε θα επιτρέψω να μείνουν ασκάλιστες οι πέτρες των λατομείων, απλήγωτες οι περγαμηνές, οι πάπυροι στις εκβολές του Νείλου ακοπάνιστοι και ανεπεξέργαστοι, ανήλιαστοι κι απούλητοι, δε θα επιτρέψω στον έμπορα να απελπιστεί για τη χαμηλή τιμή, για τη λίγη ζήτηση. Θα του αγοράσω την πραμάτεια σε διπλή τιμή. Θα σας τα διηγηθώ εγώ αφήνοντας να μου ξεγλιστρήσουν αποφθέγματα, τα οποία θα σας τα συνοψίσω για να σας είναι εύπεπτα κι ευχάριστα σε μόλις δυο-τρεις γραμμές. Σε εσάς θα μοιάζουν διττοί και περίπλοκοι χρησμοί. Αινίγματα δυσεπίλυτα και σκοτεινά. Τα λόγια της Σίβυλλας. Άλλωστε εμείς οι Κορίνθιοι φημιζόμασταν από την αρχαιότητα για την εμπορική και τη διπλωματική μας δεινότητα. Θα δουλέψω, λοιπόν, ύπουλα στο υποσυνείδητο, στον ύπνο —εκεί που όλοι μας, όπως συμβαίνει σε έναν εφιάλτη, είμαστε περισσότερο απροετοίμαστοι κι έκθετοι σε ό,τι παρουσιάζεται πέρα από την καθημερινή μας συνήθεια και την προστατευτική επανάληψή της.

Έλεγα, λοιπόν, πως δεν ξέρω πού το είχα διαβάσει ακριβώς —και φυσικά δεν πρόκειται να προβώ σε καμία φιλολογική αναζήτηση αυτή τη στιγμή— αλλά αρχαίοι σχολιαστές, μεταγενέστεροι της αρχαϊκής περιόδου αναφέρουν πως ο Οδυσσέας στο τέλος των Έργων και των Ημερών του ζήτησε και πήρε χρησμό να αφήσει την Ιθάκη και να μεταφέρει το κουπί που του είχε απομείνει σε μία στεριά που δεν είχε γνωρίσει τη θάλασσα και την τέχνη της ναυσιπλοΐας. Εκεί, ποτισμένο από την αρμύρα και από τον ιδρώτα των συντρόφων για τον «νόστο» να το καρφώσει στο χώμα, στην μαλακή τύρφη. Εκεί —συνεχίζω εγώ ετούτη την αφήγηση— να βλαστήσει και ν’ ανθίσει. Να δέσει ωραίους καρπούς το σαπισμένο ξύλο κι ας μην έχει απλώσει ρίζες. Αυτή η μεταφυσική του νομοτέλεια, αυτή η ιδέα του θαύματος.

Αυτό το κουπί, λοιπόν, ύψωσαν και στέριωσαν προσωρινά οι Camilla Lopez και Matteo Ramon Arevalos στη Ραβένα στα πλαίσια της πολιτιστικής εκδήλωσης του καλοκαιριού 2019 «Νέοι καλλιτέχνες για τον Δάντη» (“Giovani artisti per Dante”), οι οποίοι εκτέλεσαν μουσικά ἐρατόν τε βᾶμα της Σαπφούς, αποσπάσματα από κώδικες στους οποίους είχαν διατηρηθεί πάνω τους νότες, μουσικά στίγματα και σημεία των καιρών τους και τους οποίους οι νεότεροι φιλόλογοι και μουσικοί είχαν μετατρέψει σε εκτελέσιμες παρτιτούρες. Πιστέψτε με πως είναι δύσκολο να ταιριάξει κανείς την προφορά των φωνηέντων, τη σκληρότητα των συμφώνων με την αρμονία της μουσικής, την κατηφορική ή ανηφορική διάθεση του τόνου. Σας το διαβεβαιώνω, καθώς είχα αναλάβει τη μεταγραφή στην ερασμιακή των αρχαίων κειμένων και τη μετάφρασή τους. Είναι δύσκολο να ψιλώνεις το ύψιλον, ξεχνιέσαι κάποιες φορές να δασύνεις το ρ, η γλώσσα δε γλιστρά στην περισπωμένη κι η εκφορά των λέξεων ταλαντεύεται από την απειρία κι ανεβαίνει σιγά και ενδοιαστικά, αδύναμα, όπως ο καπνός στις τελετές που επιδόθηκε στον νεοφώτιστο το χρέος να ανάψει την τελετουργική φλόγα.

Δε νοιάζονται, όμως, οι θεοί για την προφορά, για την κουτσή μας λέξη που περπατά σε ξένο έδαφος, σε πεδιάδα ποτιστική, ανάμεσα σε πράσινα γραμμικά σπαρτά. Πόσα νερά, πόσα βρύα! Κι ούτε μια πέτρα να καθίσεις να πεις μια κουβέντα με τον περαστικό. Κι εδώ οι βάρβαροι μιλούν άλλη γλώσσα που ξυρίζει τον ακουστικό πόρο. Εμείς, όμως, σε τούτο τον αφιλόξενο χώρο, τους κάναμε μέρος για την Επιφάνειά τους, κάναμε επίκληση στη φτερωτή μαυρομάτα Νέμεση να λυγίσει επιτέλους τον τράχηλο του αλαζόνα, στη Μούσα να δονήσει με το τραγούδι της και να σηκώσει άνεμο από τα ασημένια δάση για να χάσουμε εμείς τα λογικά μας και με τα χέρια υψωμένα ψηλά έναν ύμνο αφήσαμε να απλωθεί για τον ζωοφόρο ήλιο βασιλιά και χορό στο τραγούδι μας στήσαν οι αστερισμοί και καταφέραμε ν’ αγγίξουμε με τις παλάμες μας, ικέτες, τα γόνατα του δαίμονα της λήθης.

Κι ήταν όλα σύντομα και βραχεία, όπως και η ευτυχία που αναφέρει ο Ευριπίδης στον Ορέστη. Περνά γρήγορα αυτή από των βροτών τον διάβα, σταυρώνεται και φεύγει, όπως καράβι με πανιά στο πέλαγος το απόγιομα η τρικυμία καταπίνει. Θα συνεχιστεί όμως το θαύμα, όσο εμείς ονειρευόμαστε κι επιμένουμε. Ιστοριοδίφες και αλχημιστές ωραίων και καλών πραγμάτων, άτλαντες της φυσικής ισορροπίας. Θα βρούμε τον χώρο, θα βρούμε τον χρόνο. Θα εμφανιστούμε ανυποψίαστα.

Δυστυχώς οι διοργανωτές, μικροπρεπείς και άσκεφτοι δε μου επέτρεψαν να αποτυπώσω τις στιγμές σε φωτογραφικό υλικό. Δε ζήτησα το λόγο της κατηγορηματικής άρνησής τους που βγήκε από τον οισοφάγο τους. Στον καθένα μας κυριαρχεί ένα όργανο˙ σε άλλους το αυτί, το στόμα, οι αποφύσεις, σε άλλους το στομάχι και οι γαστρικές πτυχές.


Πηγή φωτογραφίας εξωφύλλου: classicsnewsneedsandnow.blogspot.com