Κείμενο: Βίνα Γιαννοπούλου
Μαία, Manager Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Εισαγωγή

Η βιωματική θεωρία περιλαμβάνει την παραδοχή μιας συγκεκριμένης θεραπευτικής διαδικασίας -εστίαση- προκειμένου να πραγματοποιηθούν θεραπευτικές αλλαγές, και υποστηρίζει την άποψη ότι ο ρόλος του θεραπευτή είναι να προωθήσει αυτή τη διαδικασία. Αυτά τα χαρακτηριστικά τη διαφοροποιούν από την προσωποκεντρική θεωρία, μαζί με τη μη κατευθυντική στάση του θεραπευτή που υιοθετείται στην προσωποκεντρική. Η εργασία αυτή αναδεικνύει τις διαφορές, ωστόσο, αυτό που φαίνεται να καθιστά τη σημαντική διαφορά είναι η ποιότητα της θεραπευτικής αλληλεπίδρασής και η ικανότητα του θεραπευόμενου να εμπλέκεται στο θεραπευτικό έργο. Η εργασία έχει ως στόχο της τη σύγκριση των δύο μεθόδων, ξεκινώντας με ιστορική αναδρομή, συνεχίζει με τις διαφορές, ενώ στο τέλος γίνεται ανάπτυξη μιας πρότασης για την ενσωμάτωση των δύο θεωριών. Gendlin και Rogers προσεγγίζουν τη θεραπεία με τρόπο ριζικά διαφορετικό από αυτόν που συναντάμε στις άλλες σχολές.

Προσωποκεντρική θεραπεία (Ιστορική αναδρομή)

Τοποθετείται χρονολογικά περίπου από το 1950 εως το 1967, και διασταυρώνεται περίπου από το 1957 με τη βιωματική θεραπεία (Pavel, 1975). Την προηγούμενη δεκαετία, πολλοί σύμβουλοι παρερμήνευσαν τον μη κατευθυντικό της ρόλο ως τεχνική. Το αποτέλεσμα μιας  συνεδρίας ήταν να  βιώνει ο πελάτης το σύμβουλο ως παθητικό,  αδιάφορο και αμέτοχο. Οι εμπειρίες αυτές ώθησαν το Rogers να διατυπώσει πληρέστερα τη θεώρησή του, την οποία μετονόμασε σε πελατοκεντρική. Η αλλαγή του ονόματος σηματοδοτεί  την αλλαγή του κέντρου βάρους της συμβουλευτικής σχέσης, στο επίκεντρο της οποίας τίθεται πλέον ο πελάτης. Ο σύμβουλος καλείται πλέον να εστιάσει την προσοχή του στον εσωτερικό, υποκειμενικό κόσμο βιωμάτων του πελάτη. Έτσι, αντιμετωπίζεται η παρανόηση ότι  μη κατευθυντικότητα σημαίνει παθητικότητα, ενώ ο ρόλος του συμβούλου που περιοριζόταν στη τεχνική του καθρέφτη  και στην παράφραση μετατρέπεται σε στάση, αποσκοπώντας στη βαθύτερη, ενσυναισθητική κατανόηση των βιωμάτων του πελάτη. Ο Rogers (1972) υποστηρίζει ότι η μέθοδος είναι απαραίτητο να συμφωνεί με τις θεμελιώδεις στάσεις του συμβούλου, διαφορετικά η εφαρμογή της είναι καταδικασμένη να αποτύχει (Μπρούζος, 2004).

Βιωματική θεραπεία (Ιστορική αναδρομή)

Μετά την πελατοκεντρική θεραπεία ακολουθεί η βιωματική θεραπεία, η οποία εισάγεται με τις απόψεις του Rogers σχετικά με το ρόλο του συμβούλου στη θεραπευτική διαδικασία. Το στάδιο αυτό επεκτείνεται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και συμβαδίζει με την προσωποκεντρική θεραπεία σε πολλά σημεία, αλλά διαφοροποιείται ως προς το κέντρο βάρους της έρευνας, το οποίο μετατοπίζεται από το ρόλο του θεραπευτή στη θεραπευτική σχέση μεταξύ συμβούλου και πελάτη (Μπρούζος, 2004).

Η σχέση αυτή θεωρείται ως κινητήριος δύναμη για τη θεραπευτική διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζεται ως μια συνεχής και βαθμιαία επέκταση των  βιωμάτων του πελάτη. Ο σύμβουλος μπορούσε ενίοτε να  θέτει ερωτήματα αλλά και να εκφράζει τα άμεσά του βιώματα. Για αυτό το λόγο ο Hart (Hart, J.T. & Tomlinson, 1970), ονομάζει το στάδιο αυτό βιωματική θεραπεία (experiential therapy).

H έννοια του βιώματος (experiencing), όρος που εισήγαγε ο Gendlin, τίθεται στο επίκεντρο της προσέγγισης. Βίωμα είναι η διαδικασία που περιλαμβάνει όλα όσα συμβαίνουν στον οργανισμό και έχουν πρόσβαση στη συνείδηση (Rogers, 1977).

Σύμφωνα με τη νέα προσέγγιση, ο σύμβουλος στηρίζει τον πελάτη κατά τη διαδικασία της συνειδητοποίησης των βιωμάτων, προκειμένου να επέλθουν μεταβολές στη σημασία που αποδίδει ο πελάτης σε αυτά τα βιώματα. Σημαντικό δεν είναι ο πελάτης να μιλήσει για το πότε και πού παραδείγματος χάριν εμφανίστηκε άγχος, αλλά να αναρωτηθεί ποια βαθύτερη σημασία έχει το άγχος για αυτόν, πώς το βιώνει κλπ. (Mπρούζος, 2004).

Η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι αποτελεσματική όταν δημιουργείται μια βαθύτερη διαπροσωπική επικοινωνία και μια διαδικασία ανταλλαγής διαπροσωπικών βιωμάτων μεταξύ πελάτη και θεραπευτή. Ο τελευταίος δεν θεωρείται μόνο ως  ειδήμονας διαπροσωπικών σχέσεων που εφαρμόζει στη θεραπευτική σχέση την ενσυναίσθηση, τη γνησιότητα και την αποδοχή ως τεχνικές, αλλά ως άτομο που προσπαθεί να είναι ο ίδιος ο εαυτός του. Η ψυχοθεραπεία γίνεται διαδικασία αυτογνωσίας στα πλαίσια της διαπροσωπικής επικοινωνίας και περικλείει τόσο τον πελάτη όσο και τον θεραπευτή. Η δράση του θεραπευτή κατευθύνεται κυρίως από τον τρόπο που βιώνει τον πελάτη αλλά και τον εαυτό του στη συγκεκριμένη περίσταση. Συνεπώς γίνεται εμφανές ότι οι δυνατότητες του θεραπευτή διευρύνονται και η θεραπευτική σχέση αποκτά νέα δυναμική. Έτσι η βιωματική θεραπεία υπερβαίνει την απλή λογοποίηση –αντανάκλαση των συναισθημάτων, καθώς το ενδιαφέρον εστιάζεται στη διαλογική συνάντηση θεραπευτή –πελάτη (Pavel, 1975).

Η θεραπεία βιώματος χαρακτηρίζεται ως «μέθοδος των μεθόδων», καθώς η προσωποκεντρική στάση του θεραπευτή αποτελεί τη βάση για μια θεραπευτική διαδικασία στην οποία μπορούν να ενταχθούν και άλλες τεχνικές. Κυρίαρχο κριτήριο για την ένταξη αποτελεί το ερώτημα, κατά πόσο αυτές φέρουν τον πελάτη κοντά στα βιώματά του και κατά ποσό προωθούν τη διαπροσωπική συνάντηση θεραπευτή-πελάτη (Μπρούζος, 2004).

Για την επίτευξη μιας τέτοιας θεραπευτικής συμπεριφοράς ο Gendlin ανέπτυξε τη μέθοδο της  Εστίασης (focusing) η οποία έχει οπαδούς πέραν της προσωποκεντρικής.

Δύο διαφορετικές θεωρίες;

Υπάρχουν δύο σημαντικές θεωρητικές διαφορές μεταξύ της προσωποκεντρικής θεραπείας του Rogers και της βιωματικής θεραπείας  του Gendlin, που πρέπει να τονιστoύν εδώ.

Αυτές οι διαφορές εμφανίζονται όταν συγκρίνονται οι δύο θεωρίες σε σχέση με τα χαρακτηριστικά της θεωρίας του Rogers. Η διαφορά της μεθόδου αυτής σε σχέση με την προσωποκεντρική του Rogers, αφορά το ρόλο του θεραπευτή, που εστιάζει συνειδητά τη συμπεριφορά του στη διαδικασία εμβάθυνσης του βιώματος. Κάποιοι εκπρόσωποι της προσωποκεντρικής προσέγγισης θεωρούν ότι η συμπεριφορά τού θεραπευτή χαρακτηρίζεται από «κατευθυντικοτητα των ειδήμονων», γιατί προξενεί κατά την άποψή τους, απομάκρυνση από τις βασικές αρχές της προσωποκεντρικής προσέγγισης (Βozarth 1992, Brodley 1990)

Η πρώτη διαφορά: Στην προσωποκεντρική θεραπεία, ο θεραπευτής λειτουργεί με εμπιστοσύνη στον πελάτη ως  άτομο, ενώ στη βιωματική θεραπεία η εμπιστοσύνη του θεραπευτή είναι στην εμπειρία (βίωμα) του πελάτη.

Στην προσωποκεντρική θεραπεία η αρχή της εμπιστοσύνης εκδηλώνεται στη μη κατευθυντική συμπεριφορά του θεραπευτή. Συνεπώς, ο πελάτης είναι ελεύθερος να λειτουργεί στη σχέση με τον δικό του τρόπο, αρκεί να μην παραβιάζει τα δικαιώματα του θεραπευτή. Ο τρόπος σύνδεσης του πελάτη με τον θεραπευτή και τον εαυτό του είναι αποδεκτός. Ο θεραπευτής, αν είναι απαραίτητο, επεκτείνει τον εαυτό του για να δεχτεί και να εκτιμήσει – να κατανοήσει- τον τρόπο του πελάτη (Bozarth, 1990).

Στην προσωποκεντρική δεν υπάρχει θεωρητική οδηγία που να παρέμβει για να αλλάξει  τον τρόπο που ο πελάτης μιλάει. Η εξέχουσα στάση του είναι η μη κατευθυντικότητα και η εμπιστοσύνη του θεραπευτή στις ικανότητες του πελάτη για αυτοκατευθυντικότητα, ανάπτυξη και αυτοαποκατάσταση είναι, θεωρητικά, συνεπής και σταθερή (Brodley, 1990).

Στη βιωματική θεραπεία, ο θεραπευτής λειτουργεί από μια a priori υπόθεση ότι γνωρίζει ακριβώς ποια διαδικασία αυτο-έκφρασης και αλληλεπίδρασης είναι θεραπευτική. Κατά συνέπεια, ο βιωματικός θεραπευτής υποτίθεται ότι υιοθετεί τη στάση του εμπειρογνώμονα για την προώθηση αυτής της διαδικασίας.

Ο πελάτης βιωματικής θεραπείας είναι ελεύθερος να λειτουργήσει στη θεραπεία του με τον δικό του τρόπο αν είναι σε θέση να λειτουργήσει με υψηλό επίπεδο βιώματος ή αν είναι σε θέση να επιλέξει να αντισταθεί ή να αρνηθεί θεραπευτικές παρεμβάσεις του θεραπευτή. Ο θεραπευτής δεν προτίθεται να είναι καταναγκαστικός ή να επηρεάζεται από τον πελάτη στην κατευθυντικότητα του. Αλλά, ακόμη και όταν ο βιωματικός θεραπευτής δεν επηρεάζει προφανώς τον πελάτη για να επικεντρωθεί, έχοντας  πράγματι επίγνωση του επιπέδου βιώματος του πελάτη και δοκιμάζει να αυξήσει ή να υποστηρίξει το επίπεδο από τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται ενσυναισθητικά. Ο πελάτης μπορεί ή και  δεν μπορεί να γνωρίζει αυτή την κατευθυντική  πρόθεση και τη συμπεριφορά από το θεραπευτή (Βrodley, 1990).

Αυτή η διαφορά – ότι ο προσωποκεντρικός θεραπευτής λειτουργεί από την αρχή της εμπιστοσύνης στο άτομο και το ότι ο βιωματικός θεραπευτής δεν το κάνει – μπορεί να φανεί λανθασμένη για τον μαθητή της βιωματικής θεραπείας επειδή φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με την έμφαση και τον σεβασμό του Gendlin στη διαδικασία εστίασης ως βάση για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και ως πηγή προσωπικής αυτονομίας. Θα πρέπει να είναι εμφανές, ωστόσο, ότι η εμπιστοσύνη του πελάτη στη διαδικασία εστίασης υψηλού επιπέδου του πελάτη, όταν συμβαίνει αυθόρμητα ή διεγείρεται από τον θεραπευτή, δεν είναι το ίδιο με την εμπιστοσύνη σε ολόκληρο το πρόσωπο. Στη βιωματική θεραπεία, αυτή η αναγνωρισμένη εμπιστοσύνη είναι ιδιαίτερα προφανής όταν ο πελάτης λειτουργεί με χαμηλό επίπεδο βιώματος και ο θεραπευτής το θεωρεί ως  ευθύνη του να επηρεάσει τη διαδικασία σε υψηλότερο επίπεδο (Brodley, 1990).

Ο Friedman, ένας βιωματικός θεραπευτής, εκφράζει τη διαφορά μεταξύ της θεραπείας του Rogers και της βιωματικής θεραπείας όσον αφορά την εμπιστοσύνη και την κατευθυντικότητα στα ακόλουθα: «Ο Rogers έβαλε υπερβολική πίστη στην τάση της αυτοπραγμάτωσης…Δεν θα προσφέρει αρκετή βοήθεια … Οι πελάτες πρέπει να κάνουν «τη βιωμένη αίσθηση να μιλήσει» αν η θεραπεία είναι να πετύχει. Οι θεραπευτές πρέπει να είναι σε θέση να βοηθήσουν τους πελάτες να μάθουν πώς να το κάνουν αυτό … Όταν ένα πρόσωπο δεν μιλάει από μια βιωμένη αίσθηση, το καθήκον μου είναι να τον βοηθήσω να το κάνει» (Friedman, 1982).

Η δεύτερη διαφορά: Σε μια προσωποκεντρική θεωρία ο θεραπευτής-αποδίδει τα αιτία  της θεραπευτικής αλλαγής  στις συνθήκες- στάσεις του θεραπευτή, ενώ στην βιωματική θεωρία η αποδιδόμενη αιτία αλλαγής είναι οι λειτουργίες του θεραπευτή ως ελεγκτή, κατευθυντή και δάσκαλου της εστιασμένης βιωματικής θεραπείας (Gendlin, 1984).

Ο Iberg δηλώνει ότι οι θεραπευτικές στάσεις  του Rogers έχουν ρόλο σε μια βιωματική θεραπεία. Ο ρόλος αυτός, ωστόσο, είναι δευτερεύων. Οι θεραπευτικές στάσεις του  Rogers φαίνεται να λειτουργούν σε βιωματική θεραπεία με δύο τρόπους: 1. Οι θεραπευτικές συνθήκες συμβάλλουν στη θεραπευτική αλλαγή όταν ή αν έχουν άμεσο αποτέλεσμα να τονώσουν ή να διατηρήσουν μια  βιωματική εστιασμένη διαδικασία  σε υψηλό επίπεδο στον πελάτη. 2. Οι θεραπευτικές συνθήκες μπορούν να δημιουργήσουν μια ποιότητα σχέσης μεταξύ θεραπευτή και πελάτη έτσι ώστε ο πελάτης να αισθάνεται ασφαλής και να εμπιστεύεται το θεραπευτή. Η εμπιστοσύνη που δημιουργείται με τον τρόπο αυτό μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ότι ο πελάτης είναι πιθανό να ανταποκριθεί συνεργατικά στον αντίκτυπο του θεραπευτή στο επίπεδο εστίασης καθώς κάνει τις παρεμβάσεις του.

Αντίθετα στην προσωποκεντρική θεραπεία οι στάσεις που παρέχει ο θεραπευτής εγείρουν την εμπιστοσύνη και δεν αξιοποιεί καμία πρόθεση να κατευθύνει ή να επηρεάζει συγκεκριμένα τον πελάτη. Η απουσία κατευθυντικότητας δεν σημαίνει ότι υπάρχει απουσία κατεύθυνσης για την  αλλαγή του πελάτη. Ούτε υπονοεί ότι ο θεραπευτής έχει μικρό αντίκτυπο (Brodley, 1990).

Στην πραγματικότητα, η απουσία κατευθυντικότητας του θεραπευτή μαζί με αξιόλογες εποικοδομητικές κατευθύνσεις αλλαγής σε προσωποκεντρικούς πελάτες υποστηρίζει τη θεωρία της τάσης πραγμάτωσης και την εγγενή θεραπευτική δυναμική στον πελάτη και τείνει να δικαιολογεί την επικέντρωση στην αρχή της εμπιστοσύνης στον πελάτη (Brodley, 1990).

Ο ίδιος ο Gendlin διακρίνει μια μικρή διαφορά στη θεραπεία με εστίαση και την προσωποκεντρική προσέγγιση. Ο θεραπευτής κατά τη θεραπεία με εστίαση έχει πάντα την πρόθεση, μέσω των αντιδράσεών του, να ενεργοποιήσει το αισθητό βίωμα στον πελάτη. Μάλιστα, όπως υποστηρίζει ο ίδιος: η εστίαση από μόνη δεν είναι θεραπεία. Η εστίαση από μόνη της είναι μια πόρτα, ένας πυρήνας για το πώς μπορούμε να εργαστούμε, ώστε να διεισδύσουμε (Gendlin, 1993).

Είναι μήπως η βιωματική θεωρία επαναδιατύπωση των εννοιών του Rogers;

To έργο του Gendlin, πέρα από το ότι μας προσφέρει μια αντίληψη για την ψυχοθεραπεία γενικότερα, μπορεί να θεωρηθεί ότι οδηγεί σε επαναδιατύπωση κάποιων εννοιών του Rogers.

Ειδικότερα:

Tάση Πραγμάτωσης

Η Βroodley αντιλαμβάνεται την ουσία της προσωποκεντρικής θεωρίας στην τάση πραγμάτωσης. Ο ρόλος του θεραπευτή είναι να ενισχύσει την καλύτερη δυνατή λειτουργία των εγγενών τάσεων ανάπτυξης στο πρόσωπο (Broodley, 1990) μέσα από την ενσωμάτωση και επικοινωνία των συνθηκών της ενσυναίσθησης, της αποδοχής και της εσωτερικής συμφωνίας του θεραπευτή. Με κανέναν τρόπο ο θεραπευτής δεν κατευθύνει την πορεία της θεραπείας, αλλά απλά παρέχεται ένα περιβάλλον εντός του οποίου η τάση πραγμάτωσης του θεραπευόμενου θα βρει το δρόμο της προς τα εμπρός (Purton, 2004).

Στη σκέψη του Gendlin αυτό το οποίο αντιστοιχεί στην «τάση πραγμάτωσης» του Rogers είναι η προαγωγή της ζωής του οργανισμού ως ένα όλο. Οι πολυσχιδείς διαδικασίες δεν συνεχίζονται απλά η μία δίπλα στη άλλη, αλληλεπιδρούν η μια στην άλλη, και η συμπεριφορά του ατόμου προκύπτει από την υπόρρητη συνολικότητα (totaling) και επικέντρωση (focaling) όλων των διαδικασιών με όλες τις άλλες. Δεν μπορούμε να καταλήξουμε τις πράξεις μας με λογικούς υπολογισμούς, αυτές προκύπτουν από οτι αισθανόμαστε υπόρρητα, από τον τρόπο που οι καταστάσεις μας καταγράφονται στα σωματά μας. Το σώμα δεν είναι το σώμα με την ανατομική του έννοια και φυσιολογία αλλά το ζωντανό σώμα, όπως το αισθανόμαστε έσωθεν, στο οποίο αντιλαμβανόμαστε μια βιωμένη αίσθηση και από το οποίο έρχονται βήματα αλλαγής. Η τάση πραγμάτωσης είναι αυτό που ο Gendlin αποκαλεί προαγωγική κατεύθυνση της ζωής.

Ο Focusing-βιωματικός θεραπευτής δεν κατευθύνει τη διαδικασία του θεραπευόμενου. Η κατευθυντικότητα περιορίζεται στην προσπάθεια κατεύθυνσης του θεραπευόμενου προς το δικό του άμεσο βίωμα. Να προσπαθεί να αντιληφθεί τι θα βοηθούσε τον θεραπευόμενο τη δεδομένη στιγμή, προτείνοντας μερικές φορές μια συγκεκριμένη δράση, έπειτα ελέγχοντας πως ο θεραπευόμενος ανταποκρίνεται στην πρόταση αυτή αποκτώντας μια αίσθηση για το που έχει ανάγκη να πάει ο θεραπευόμενος στη συνέχεια. Ο Μearns (2003) γράφει: Αυτές οι παραλλαγές της focusing θεραπείας θα έχουν κάποιο αντίκτυπο μόνο αν ο θεραπευτής βρίσκεται κοντά στη βιωματική διαδικασία του θεραπευόμενου και ο θεραπευόμενος αντιλαμβάνεται αυτή την εγγύτητα.

Άνευ όρων αποδοχή

O Rogers υποστήριξε ότι η πρόσληψη από τον θεραπευόμενο της αποδοχής του θεραπευτή αποτελεί βασικό παράγοντα για την υπέρβαση των όρων αξίας οι οποίοι από μόνοι τους αποτελούν την πηγή της ψυχολογικής διαταραχής. Σύμφωνα όμως με τον Gendlin, δεν είναι ζωτικής σημασίας η αντίληψη του θεραπευομένου για την αποδοχή του θεραπευτή, αλλά κατά πόσο ο θεραπευτής μπορεί να βοηθήσει τον θεραπευόμενό του να σχετιστεί με το δικό του άμεσο βίωμα. Ο ίδιος θεωρεί πως απορριπτικές συμπεριφορές από τη μεριά του θεραπευτή είναι πιθανόν να έχουν μη-θεραπευτικό αποτέλεσμα, αλλά θεωρεί ότι αυτό συμβαίνει διότι, όταν αισθανόμαστε ότι τα βιώματά μας δεν είναι αποδεκτά συναντάμε δυσκολίες να παραμείνουμε με τα υπόρρητα νοήματα των βιωμάτων αυτών. Θεωρεί μάλιστα πως ακόμα και αν ο θεραπευμένος αδυνατεί  να εκτιμήσει την αποδοχή του ψυχοθεραπευτή μπορεί εν τούτοις να σημειωθεί θεραπευτική πρόοδος. Διότι ο θεραπευτής μπορεί ακόμα να ανταποκριθεί στο άμεσο βίωμα του θεραπευόμενου με τρόπο που μπορεί να ενθαρρύνει τον θεραπευόμενο να κάνει το ίδιο. Η αποδοχή λειτουργεί διευκολυντικά ως προς τη θεραπεία, και η απόρριψη είναι θεραπευτικά καταστροφική, αλλά δεν ισχύει ότι ο βαθμός της θεραπευτικής αλλαγής βασίζεται στο επίπεδο της αποδοχής του θεραπευτή. Σαφέστατα δεν πρέπει να θεωρήσουμε την εναλλακτική άποψη του Gendlin ως άρνηση της δυνατότητας της δυναμικής που πρότεινε ο Rogers. Όπου η ψυχολογική διαταραχή πράγματι  προέρχεται από την ενδοβολή όρων αξίας, φαίνεται εύλογο να υποθέσουμε ότι η σταθερή αποδοχή από τον θεραπευτή μπορεί κάλλιστα να παίξει ρόλο στη υπονόμευση των συνθηκών αυτών ως άρνηση της. Καθώς η θετική στάση για τα πράγματα ή τους ανθρώπους πραγματοποιείται συνήθως υπό όρους για το πώς είναι τα πράγματα ή οι άνθρωποι, η άνευ όρων αποδοχή συχνά θεωρείται μια παράδοξη έννοια. Μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι κανείς δεν θα μπορούσε να έχει με αυθεντικό τρόπο θετική στάση για έναν θεραπευόμενο, ανεξάρτητα από το ποιός είναι αυτός, ωστόσο η αυθεντικότητα αποτελεί, βέβαια, μια από τις πιο σημαντικές θεραπευτικές συνθήκες. Κατά την άποψη του Gendlin, υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να ειπωθούν για αυτό. Πρώτα υπάρχει το επιχείρημα ότι ο θεραπευόμενος δεν πρέπει να ταυτίζεται με τα συναισθήματα ή τις θέσεις του.

Η καθιερωμένη προσωποκεντρική άποψη της άνευ όρων αποδοχής μπορεί να επαναδιατυπωθεί υπό τους όρους της προσέγγισης του Gendlin ή το αντίστροφο. Η αποδοχή δεν είναι του θεραπευόμενου αλλά της  υπαρξιακής βιωματικής διαδικασίας του θεραπευόμενου. Οι εκπαιδευμένοι σύμβουλοι  συχνά παρέχουν υποστήριξη και αποδοχή των θεραπευόμενών τους μέσα από προσφορά βοηθητικών προτάσεων ή εφησυχασμό που αποσπά τον θεραπευόμενο από αυτό που βιώνει. Εκδηλώνουν «αποδοχή» με την έννοια ότι διάκεινται ευγενικά προς τον θεραπευόμενο και προσπαθούν να απαλύνουν τον πόνο του. Αυτό δε σημαίνει αποδοχή του θεραπευόμενου σε επίπεδο σχεσιακού βάθους, καθώς θέτει εκτός την πλήρη βιωματική πλευρά της άνευ όρων αποδοχής. Από αυτή τη σκοπιά, η άποψη του Gendlin δεν προσθέτει τίποτα στην καθιερωμένη θεωρία της άνευ όρων αποδοχής, αλλά μάλλον επεξηγεί και δίνει έμφαση στην υπαρξιακή, βιωματική διάσταση  αλλά και στη διάσταση του σχεσιακού βάθους της έννοιας (Purton, 2004).

Ενσυναίσθηση

Για τον Rogers αυτό που έχει σημασία είναι ότι  ο θεραπευτής πρέπει να καταλάβει τον θεραπευόμενο και ο θεραπευόμενος πρέπει να βιώσει αυτή την κατανόηση (μαζί με την αποδοχή του  θεραπευτή). Ενας σημαντικός τρόπος για να ελέγξει ο θεραπευτής ότι έχει καταλάβει, είναι να καθρεφτίσει πίσω στο θεραπευόμενο αυτό που ο θεραπευτής νομίζει ότι εννοούσε ο θεραπευόμενος. (Bozarth, 1984).

Για τον Gendlin αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο θεραπευτής πρέπει να διευκολύνει την προαγωγή του άμεσου βιώματος του θεραπευόμενου. Μια σημαντική διάσταση για την πραγματοποίηση αυτού είναι η πραγματοποίηση του καθρεφτίσματος του θεραπευτή προς τον θεραπευόμενο της διατύπωσης από τον θεραπευτή του άμεσου βιώματος του θεραπευόμενου. Ο θεραπευόμενος μπορεί τότε να ελέγξει εάν αυτό που ο θεραπευτής έχει πει αρθρώνει το άμεσο βίωμά του. Συχνά δεν το κάνει, αλλά αυτή η έλλειψη κατανόησης από τα θεραπευτή δεν είναι απαραίτητα και κάτι κακό (Purton 2004).

Από την άλλη μεριά, όπως και στην περίπτωση της άνευ όρων θετικής αποδοχής, η ενσυναίσθηση συνήθως βοηθά το θεραπευόμενο να εμβαθύνει περαιτέρω στο άμεσο βίωμά του. Η έλλειψη ενσυναίσθησης μπορεί να κάνει τον θεραπευόμενο να αισθανθεί ότι το άμεσο βίωμά του δε γίνεται κατανοητό, και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να παραμείνει με αυτό. Πιο σημαντικό είναι αν ο θεραπευόμενος δεν είναι σε θέση να διατυπώσει το βίωμά του, η διατύπωση του από το θεραπευτή καθίσταται καθοριστική. Αλλά προκειμένου ο θεραπευτής να διατυπώσει το άμεσο βίωμα του θεραπευόμενου, πρέπει να είναι συντονισμένος ενσυναισθητικά με τον θεραπευόμενο (Purton, 2004).

Όπως με την άνευ ορων αποδοχή, θα μπορούσαμε να αναδιατυπώσουμε την άποψη του Gendlin με όρους «καθιερωμένης» αντίληψης για την ενσυναίσθηση. Και πάλι το βασικό επιχείρημα θα ήταν ότι υπάρχουν μορφές ενσυναίσθησης που είναι σχετικά επιφανειακές αλλά υπάρχει το είδος της ενσυναίσθησης που ο θεραπευτής ασχολείται με το θεραπευόμενο σε ένα βιωματικό επίπεδο, οπού αρχικά ο θεραπευτής δεν είναι σε θέση να διατυπώσει το άμεσο βίωμα του θεραπευόμενου εντούτοις νιώθει επακριβώς ή συντονίζεται με αυτό το άμεσο βίωμα. Μπορούμε ως εκ τούτου να χαρακτηρίσουμε την προσέγγιση Gendlin ως αυτή που τονίζει το βιωματικό και σχεσιακό βάθος της ενσυναίσθησης. (Purton, 2004).

Συμφωνία

Σύμφωνα με την άποψη του Gendlin, η συμφωνία είναι ζήτημα του προσώπου που δεν συμβολοποιεί επαρκώς το άμεσο βίωμά του, όπου το άμεσο βίωμα (αντίθετα με την έννοια του Rogers) παραπέμπει σε αυτό που συμβαίνει με επίγνωση του προσώπου.

Ίσως αξίζει να προσθέσουμε ότι η διαφορά ανάμεσα στις αναφορές του Rogers και του Gendlin για τη συμφωνία σχετίζεται με τις διαφορετικές προσεγγίσεις του τρόπου που η γλώσσα σχετίζεται με τον κόσμο. Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη, η γλώσσα αναπαριστά τον κόσμο. Οι λέξεις τότε συμβολίζουν διαφορετικά στοιχεία εντός των δομών και οι δομές των προτάσεων καθρεφτίζουν τις δομές μέσα στον κόσμο. Ωστόσο στον εικοστό πρώτο αιώνα, οι δυσκολίες σε μια τέτοια άποψη για τη γλώσσα έγιναν όλο και πιο εμφανείς. Στη σκέψη του Gendlin η γλώσσα θεωρείται ότι δημιουργεί σημασίες και όχι τόσο ότι αποκτά τις  σημασίες της διαμέσου της «ανταπόκρισης σε» «της αντανάκλασης προς» ή «ούσα σύμφωνη με» μια μη-γλωσσική πραγματικότητα. Στην πιο πρόσφατη αυτή φιλοσοφία, η συμβολοποίηση δεν θεωρείται πλέον ότι περιλαμβάνει τη συμφωνία ανάμεσα στα «σύμβολα» και στον «κόσμο», και αυτό υποδεικνύει ότι η ιδέα της συμφωνίας του Rogers πράγματι χρειάζεται να επαναδιατυπωθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αυθεντικότητα θα είναι λιγότερο σημαντική έννοια στη θεραπεία. Μονάχα η φιλοσοφική εικόνα της αυθεντικότητας ως μια αντιστοίχηση χρειάζεται να απορριφθεί. Στη θεωρία του Gendlin,η ουσιαστική δομή της σκέψης του Rogers διατηρείται. Εξακολουθεί να ισχύει ότι ο ευρύς στόχος της θεραπείας είναι να δώσει τη δυνατότητα στους θεραπευμένους να γίνουν ο εαυτός τους ή να ζήσουν αυθεντικά με οποιοδήποτε  τρόπο είναι σωστός για τους ίδιους. Παραμένει σημαντικό για τον θεραπευτή να ανταποκρίνεται με αυθεντικό τρόπο, δηλαδή μέσα από ολόκληρη τη βιωμένη αίσθηση του άμεσου βιώματός του και όχι τόσο από τη σκοπιά ενός συγκεκριμένου θεωρητικού πλαισίου (Purton, 2004).

Κάποιοι προσωποκεντρικοί θεραπευτές αντιτίθενται σε κάθε μορφή Focusing, λόγω των στοιχείων του που αντιλαμβάνονται ως διαγνωστικά και κατευθυντικά, άλλοι είναι πιο ανοιχτοί ως προς αυτό, με την προϋπόθεση ότι εξασκείται εντός μιας στενής σχέσης με το θεραπευόμενο. Για παράδειγμα, ο Mearns (2003) γράφει: Αυτές οι παραλλαγές της Focusing απόκρισης θα έχουν κάποιον αντίκτυπο μόνο αν ο θεραπευτής βρίσκεται κοντά στη βιωματική διαδικασία του θεραπευόμενου και ο ίδιος αντιλαμβάνεται αυτή την εγγύτητα. Δεν ωφελεί να προσπαθούμε να μιμηθούμε αυτές τις αποκρίσεις σαν τεχνική.

Συμπέρασμα

Η προσωποκεντρική θεραπεία και η βιωματική θεραπεία είναι διαφορετικές στις απόψεις τους για τον ρόλο του θεραπευτή για την αλλαγή της προσωπικότητας. Η προσωποκεντρική περιλαμβάνει τη μη κατευθυντική στάση του συμβούλου ενώ στη βιωματική ο θεραπευτής υιοθετεί μια πιο κατευθυντική στάση. Και στις δυο θεωρίες το πιο σημαντικό είναι να δημιουργήσει κανείς μια ατμόσφαιρα αποδοχής που να ενθαρρύνει τον θεραπευόμενο να διερευνήσει αυτό που βιώνει. Η Focusing θεραπεία είναι προσωποκεντρική καθώς ο θεραπευόμενος και το πλαίσιο αναφοράς του έχουν κεντρική θέση σε οτιδήποτε κάνει ο θεραπευτής και επικεντρώνεται στο να ανακαλύψει μέσα από την αλληλεπίδραση με αυτόν τι έχει ανάγκη ο θεραπευόμενος. Βασικό δομικό στοιχείο και των δύο θεωριών αποτελεί η διαδικασία προσεκτικής ακρόασης και αντανάκλασης. Σαφέστατα οι δυο θεωρίες έχουν διαφορές, αυτό όμως που φαίνεται να κάνει σημαντική διαφορά είναι η ποιότητα της θεραπευτικής αλληλεπίδρασής και η ικανότητα του θεραπευόμενου να εμπλέκεται στο θεραπευτικό έργο. Το έργο του Gendlin θα μπορούσε να ιδωθεί εν μέρει και ως μια προσπάθεια ισορροπίας των δυο θεωριών, καθώς ο επικεντρώνει στο βίωμα του θεραπευόμενου παρά στη στάση του θεραπευτή, στην οποία ο Rogers έδωσε μεγαλύτερη έμφαση. Ο Gendlin, θα μπορούσε να πει κανείς, δημιουργησε μια καινούργια γλώσσα, γι’ αυτά που ο Rogers παρατηρούσε μέσα από τις συνεδρίες, που τότε κατέγραφε με το μόλις ανακαλυφθέν μαγνητόφωνο. Η Focusing-βιωματική Ψυχοθεραπεία του Gendlin, εμπλουτίζει έτσι την προσωποκεντρική προσέγγιση με ένα βιωματικό βάθος που μπορεί ενίοτε να της διαφεύγει. Συμπερασματικά, το κίνημα για την ενσωμάτωση των προσεγγίσεων μπορεί να είναι χρήσιμο, εφόσον οι θεραπευτές αναγνωρίζουν τη σημασία της ανάπτυξης ολοκληρωμένου μοντέλου που είναι συστηματικό και συνεπές (Guterman, J. T., & Rudes, J., 2005).


Βιβλιογραφικές Αναφορές

Bozarth, J. D. (1984). Beyond reflection: Emergent modes of empathy. In R. F. Levant & J. M. Shlien (Eds.), Client-centered therapy and the person-centered approach: New directions in theory, research, and practice (pp. 59-75). Westport, CT, US: Praeger Publishers/Greenwood Publishing Group.
Bozarth, J. D. (1992a). Coterminous intermingling of doing and being in Person-Centered Therapy. The Person-Centered Journal, 1(1), 12-20.
Brodley, B. T. (1990). Client-centered and experiential: Two different therapies. Client-centered and experiential psychotherapy in the nineties, 87-107.
Friedman, N. (1982). Experiential therapy and focusing. New York: Half Court Press.
Gendlin, E.T. (1984). The client’s client: The edge of awareness. In R.F. Levant & J.M. Shlien (Eds.), Client-centered therapy and the person-centered approach (pp. 76-107).
Gendlin, E. T. (1993). Focusing ist eine kleine Tür… Gespräche über Focusing. Träume und Psychotherapie., Focusing Bibliothek Bd, 4.
Guterman, J. T., & Rudes, J. (2005). A solution-focused approach to rational-emotive behavior therapy: Toward a theoretical integration. Journal of rational-emotive and cognitive-behavior therapy, 23(3), 223-244.

Hart, J.T.& Tomlinson, T.M.(eds) (1970). New directions in client-centered therapy. Boston: Houghton Mifflin.

Iberg, J. (1988). Experiential psychotherapy. Unpublished manuscript.

Mearns, D. (2003). Person-centred counselling training. 2nd edition. London: Sage.

Μπρούζος Α. (2004). Προσωποκεντρικη Συμβουλευτική. Θεωρία, Έρευνα και Εφαρμογές. Αθήνα: Τυπωθητω.

Pavel, F.G. (1975a). Die Entwicklung der klientenzentrierten Psychotherapie in der USA von 1942-1973. In: Gesellschaft für wissenschaftliche Gesprächspsychotherapie (ed.), Die klientenzentrierter Gesprächspsychotherapie (25-41). Munchen: Kindler.

Purton C. (2016). Προσωποκεντρική θεραπεία. Η Focusing- βιωματική προσέγγιση. Αθήνα: Ελληνικό κέντρο Focusing.

Rogers, C.R. (1972a). Die nicht-direktive Beratung. München: Kindler. (Original erschienen 1942: Counseling and Psychotherapy. Boston: Hougton Mufflin)

Rogers, C. R. (1977). Therapeut und Klient. Kindler, München.