Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσιοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Ο ήλιος είναι τόσο έντονος, παράταιρα εκτυφλωτικός για την εποχή και διόλου ταιριαστός με την ψυχολογική κατατονία που σου προκαλεί η παρουσία σου σε μια κηδεία. H αργόσυρτη χορευτική μεταφορά, το τελευταίο επεξεργαστικό και θλιμμένο βλέμμα, ο ύστατος οριστικός αποχαιρετισμός, το χωμάτινο εύστοργο πάπλωμα, είναι γεγονότα που στραγγίζουν τη δυναμική σου και απορροφούν μεγάλο κομμάτι από την ίδια σου τη ζωτικότητα. Έρμαιο, σωματικό κουφάρι απομένεις, ανήμπορο σε τέτοιες στιγμές ψυχικής παγωμάρας να σηκώσεις το βάρος παρόμοιας οργασμικής έκρηξης του ζωοφόρου αστέρα εκεί ψηλά. Αν κοιτάξει ένας μακρινός παρατηρητής το έδαφος, είναι σαν να λικνίζεται στον ρυθμό της θερμότητας και η αύρα που εκπέμπει η γη βασανίζει όποιο δροσερό σημείο έχει απομείνει πάνω σου.

Οι δύο άντρες, κοντά στα 40 πλέον, μόλις έχουν απομακρυνθεί από την κεντρική είσοδο του κοιμητηρίου. Μαυροντυμένοι λόγω της περίστασης, γενειοφόροι από επιλογή, με τα χέρια τους στις τσέπες, βαδίζουν αμίλητοι και κάθε τόσο κλωτσάνε μικρές πέτρες που βρίσκονται στο διάβα τους. Χωρίς συγκεκριμένο στόχο, χωρίς προορισμό, με μία νωχελική οργή, σαν μικρά βαρίδια στην πλάτη τους που επιζητούν να τα εκτοξεύσουν όσο μακρύτερα γίνεται. Τα βήματά τους ράθυμα, οκνηρά, σχεδόν καταναγκαστικά για να μη χάσουν την ισορροπία τους, αποτέλεσμα από τη μία της απόκοσμης ηλιοφάνειας και από την άλλη της εσωστρέφειας και των εσωτερικών αναζητήσεων που σχεδόν προβλέψιμα συνοδεύει τον καθένα, η υπενθύμιση της φθαρτότητάς μας. Στα πρόσωπά τους ήταν χαραγμένη μια έντονη μελαγχολία, λες και είχαν μόλις αποχαιρετήσει ένα ιδιαίτερα αγαπητό τους πρόσωπο και ένα κομμάτι από τις παιδικές τους αναμνήσεις.

Και πραγματικά αυτό είχε συμβεί. Γιατί η αποβιώσασα, η αγαπημένη τους γειτόνισσα κυρία Χριστίνα, ήταν μια γυναίκα της οποίας η μεγάλη ηλικία επέτρεπε μία συμπεριφορά μετριοπαθούς θλίψης από τους παρευρισκόμενους, η ανθρωπιά και η καλοσύνης της όμως, κατέρριπταν κάθε λογική σκέψη γύρω από τη φυσιολογική και ανεμπόδιστη ροή της ζωής. Και μπορεί να είχε φύγει ο καθένας τους εδώ και πολλά χρόνια από τη γειτονιά, όμως οι δρόμοι που έμαθαν να περπατούν, να παίζουν, να ωριμάζουν και κυρίως οι άνθρωποι οι οποίοι καθημερινά ήταν κομμάτι της ζωής τους, δε θα μπορούσαν ποτέ να ξεγραφτούν από τις μνήμες τους και από τα σημεία του εγκεφάλου τους, τα χαραγμένα με τις ομορφότερες εμπειρίες και νοσταλγικές αναπολήσεις.

Περίοπτη θέση σε πληθώρα παρελθοντικών αναζητήσεων και ονειροπολήσεων, κατείχε αναμφισβήτητα η κυρία Χριστίνα, προσωπικότητα ασύγκριτη, με βαθιά γνώση των εννοιών της ανιδιοτέλειας και του ανθρωπισμού, ζωντανό παράδειγμα της αξίας της απλότητας. Η κυρία Χριστίνα που συχνά τους προσκαλούσε να δοκιμάσουν τις ολόφρεσκες μαρμελάδες που έφτιαχνε, κάθε φορά με διαφορετικό συνδυασμό φρούτων και αυτοί με μυσταγωγία βουτούσαν το μικρό κουτάλι στο ζεστό ακόμη περιεχόμενο της κατσαρόλας και ανακάλυπταν τα όρια των γεύσεων. Η κυρία Χριστίνα που, όταν τους αντίκριζε κουρασμένους από το παιχνίδι, ετοίμαζε φρέσκους χυμούς και τρέχοντας να τους προλάβει τους έδινε τα γυάλινα ποτήρια με τα χαρακτηριστικά αλλόκοτα σχέδια και από ένα καλαμάκι στον καθένα, πάντα διαφορετικού χρώματος. Η κυρία Χριστίνα, η οποία καθόταν μαζί τους στο μεγάλο, ξύλινο και περίτεχνα σκαλισμένο τετράγωνο τραπέζι του σαλονιού της, τους συμβούλευε για το σωστό τρόπο γραφής των φωνηέντων, της περιέγραφαν αρχικά ιστορίες από τη μυθολογία, αργότερα από την αρχαιότητα και μεταγενέστερα από τη σύγχρονη εποχή, ενώ ταυτόχρονα τους έκανε ερωτήσεις για τον πίνακα πολλαπλασιασμού και τον κατάλληλο τρόπο να πραγματοποιούν διαιρέσεις. Η κυρία Χριστίνα, η πρώτη στην οποία θα απευθύνονταν να τους φροντίσει όταν χτυπούσαν, γιατί από τη μία είχε οτιδήποτε πιθανά χρειαζόταν για να σταματήσει μια αιμορραγία, να σταθεροποιήσει μια άρθρωση, να κατευνάσει μια φαγούρα και, από την άλλη, είχε πάντα την προθυμία να τους βοηθήσει χωρίς προηγουμένως να τους μαλώσει για την απερισκεψία και απροσεξία τους. Την κυρία Χριστίνα, την οποία παρά τα προσωπικά και οικογενειακά της προβλήματα, ποτέ δεν αντίκρισαν στεναχωρημένη, νευριασμένη, απογοητευμένη, απελπισμένη, μα πάντα με το εγκάρδιό της χαμόγελο, τα σπινθηροβόλα της μάτια και τη ρωμαλέα της κορμοστασιά, έμοιαζε να είναι η ακούραστη καρδιά και η ανίκητη ψυχή ολόκληρης της γειτονιάς.

Τα χρόνια πέρασαν, οι ίδιοι έφυγαν από τη γειτονιά, μα κάθε φορά που επισκέπτονταν τους δικούς τους, θεωρούσαν δεδομένη την επίσκεψη στην κυρία Χριστίνα, φόρο τιμής στη γυναίκα που σημάδεψε την παιδικότητά τους. Και η ίδια πάντα έτοιμη να τους περιποιηθεί, με μικρότερη ταχύτητα, με πιο αργά βήματα εξαιτίας των ταλαιπωρημένων γονάτων της, μα πάντα με την ίδια επιθυμία, την ίδια διάθεση και την ίδια φρεσκάδα στο πρόσωπό της. Ένα πρόσωπο ολοζώντανο, που σε έκανε να αισθάνεσαι ανολοκλήρωτος και μίζερος μπροστά του, και που πραγματικά σε έβαζε σε σκέψεις για το τι θα έπρεπε να θαυμάζει κάποιος σε τούτη τη ζωή.

Περπατούσαν στα στενά σοκάκια και στα πρόσωπά τους ήταν χαραγμένη μια έντονη μελαγχολία, διότι είχαν μόλις αποχαιρετήσει την αγαπημένη τους κυρία Χριστίνα, το ομορφότερο κομμάτι των παιδικών τους αναμνήσεων. Λίγα βήματα πριν χωρίσουν και κατευθυνθεί ο καθένας στο πατρικό του σπίτι, περνώντας ακριβώς μπροστά από το σπίτι της, μια μυρωδιά χάιδεψε ταυτόχρονα τα πιο απόκρυφα σημεία του εαυτού τους και ανέσυρε από μέσα τους λησμονημένα και αχρησιμοποίητα ίχνη από ένα μακρινό παρελθόν. Εικόνες, αρώματα, ακούσματα, εμπειρίες, σκέψεις, απογοητεύσεις, αναπολήσεις, όνειρα, εφιάλτες, μια πληθώρα από απροσδιόριστα συναισθήματα εξεγέρθηκαν απευθείας από τα βάθη της ψυχής τους και στραγγάλισαν κάθε τους ανάσα. Αμίλητοι, κοίταξαν ο ένας τον άλλο και αισθάνθηκαν ότι μπήκαν σε μια χρονομηχανή, γύρισε η ζωή τους μελαγχολικά και ακατανόητα πίσω, σε εκείνη την περίοδο όπου το μέλλον έμοιαζε τόσο άφταστο και το παρόν αέναο.

Με δειλά βήματα ανέβηκαν τα σκαλοπάτια των δύο ορόφων, έσπρωξαν τη μισάνοιχτη πόρτα και εισχώρησαν στον μικρό προθάλαμο, λίγο πριν την κουζίνα. Μπροστά τους η κυρία Μαρία, γειτόνισσα και αυτή, γερασμένη και χαρακωμένη από τον γλύπτη χρόνο, μόλις έβγαζε από το φούρνο φρεσκοψημένα τσουρέκια. Παντού, όπου και αν κοιτούσαν έβλεπαν μικρά, αφράτα ατομικά τσουρεκάκια, κάποια εκ των οποίων άχνιζαν, ενώ άλλα φαίνεται ότι είχαν ήδη αποκτήσει τη θερμοκρασία του δωματίου. Το άρωμα που μύρισαν στον δρόμο διαχεόταν σε ολόκληρο τον χώρο, αγκάλιαζε με τρυφερότητα κάθε υλικό στοιχείο και ο αχνός αναδυόταν στην ατμόσφαιρα σαν πνεύμα που ζητούσε να ερωτοτροπήσει με κάθε στοιχείο γύρω τους˙ σαν πνεύμα που ήθελε να ξεκουραστεί στον φιλόξενο καναπέ, να εισχωρήσει σε κάθε βαζάκι που τόσα χρόνια έκρυβε μικρούς γευστικούς θησαυρούς, να αγγίξει κάθε πιρούνι όπως το άγγιξαν άπειρα χέρια, χέρια που χάθηκαν, χέρια που απέμεναν ακόμη ζωντανά, να αγκαλιάσει τα κατακόκκινα τριαντάφυλλα στο σκαλιστό πορσελάνινο βάζο, να αναπαυτεί στις ίδιες καρέκλες που ξεκούραζαν συγγενείς, φίλους, ανθρώπους που πλέον απέμειναν ασπρόμαυρες φωτογραφίες και ανθρώπους των οποίων οι πολύχρωμες εικόνες είχαν τοποθετηθεί σε διάφορα σημεία στους τοίχους, συνεχιστές μιας ατελείωτης ιστορίας.

Η κυρία Μαρία, ατάραχη σαν να τους περίμενε, με μάτια δακρυσμένα και με μια αργή, μονοκόμματη κίνηση, γύρισε προς το μέρος τους.

«Καλώς τα παιδιά. Ελάτε, ελάτε να δοκιμάσετε. Θα αναρωτιέστε μια τέτοια ημέρα τι δουλειά έχω στην κουζίνα της. Ξέρετε πόσο την αγαπούσα. Όλοι το γνωρίζουν.  Σχεδόν 50 χρόνια φίλες. 50 χρόνια μαζί. Μια ζωή. Μπορεί και κάτι παραπάνω από μια ζωή. O πόνος με λύγισε. Η θλίψη με καθήλωσε. Ήμουν δίπλα της στο νοσοκομείο όταν ακούστηκε ο τελευταίος χτύπος της καρδιάς της. Κρατούσα το χέρι της όταν άφησε την τελευταία της πνοή, ακριβώς μετά από το ομορφότερο χαμόγελο που μου είχε ποτέ προσφέρει. Αλλά σε εκείνο το σημείο οι ψυχικές μου αντοχές εξαντλήθηκαν. Είχαμε συναποφασίσει, αν έφευγε εκείνη πρώτη, να της εκφράσω το αμετάκλητο αντίο με τον δικό μας τρόπο. Είχε αποθηκευμένα τα υλικά σε ένα μικρό ντουλάπι ακριβώς για αυτό τον σκοπό. Αλεύρι, μαγιά, μαστίχα, μαχλέπι. Από τα μεσάνυχτα βρίσκομαι εδώ. Και ξέρω ότι δεν είμαι μόνη, τη νιώθω να στριφογυρνάει, να αναταράζει την ακινησία με τη δυναμική της. Θα τα μοιράσω αργότερα στη γειτονιά, έτσι όπως επιθυμούσε, έτσι όπως με είχε παρακαλέσει να κάνω σαν έκλεινε τα μάτια της για πάντα, σαν μια τελευταία γευστική ανάμνηση από εκείνη. Στη μνήμη της λοιπόν. Η συνταγή είναι η δική της. Θυμάστε πόσο μυρωδάτα, αφράτα και γευστικά ήταν τα τσουρέκια της. Μύριζε ολόκληρη η γειτονιά και ολόκληρη η ανθρωπότητα ανασταινόταν. Με τις δικές της αναλογίες σε μαχλέπι. Έτσι όπως αγαπούσε».