Ποίημα: Τίνα Δημοπούλου – Μιχαλοπούλου
Φοιτήτρια

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


                                                                                                                                                                                                                 30 Οκτωβρίου 131 μ.Χ.

 

Το εφηβικό σου πρόσωπο απέπνεε έρωτα από παντού

από τις τέλειες αρχαιοελληνικές αναλογίες του έως

την τραγικότητα που πρόφερες με κάθε λέξη σου.

Ήσουν νέος αλλά με κατέκτησες αμέσως.

Δεν χρειάστηκες το χρήμα, τη δόξα, την καταγωγή.

Απλά στάθηκες. Ούτε καν με κοίταξες.

Στάθηκες σαν άγαλμα.

Ανατρίχιασα.

Δεκαεφτά χρονών αγόρι και έσφυζες από αιωνιότητα.

Ήθελα ο έρωτας μας να σε βάψει από τη κορφή έως τα νύχια, να ξυπνήσει  τις θεϊκές σου ιδιότητες και να δω πως το πάθος και η ένταση μπορούν να πλάσουν τη μορφή σου.

Σε πήρα μαζί μου παντού, κόσμημα μου, ελιξίριο ζωής και φυλαχτό μου.

Δεν φοβόμουν μαζί σου, ακόμα και τον θάνατο τον περιφρονούσα.

Οι συζητήσεις μας ένα ταξίδι, σαν να χωρούσε στο μυαλό σου η γνώση όλων των φιλοσόφων.

Τα σχόλια σου προκλητικά, εύστοχα.

Όταν κάναμε έρωτα απορούσα πώς η άγνοια της ηλικίας σου μπορούσε να ξεπεράσει

κάθε ηδονή που είχα ποτέ ως τότε νιώσει, αν είχα…

Σκεφτόμουν πώς γίνεται ένας θεός να ιδρώνει , να επιθυμεί, να αφήνει ανθρώπινα σημάδια… και είναι δυνατόν έστω και λίγο να ποθεί εμένα ;

Δεν γίνεται να ξεχάσω πως έμοιαζες.

Η προτομή σου στέκεται μπροστά στα μάτια μου.

Τα σγουρά καστανά μαλλιά έπεφταν στο νεανικό μέτωπο σου σαν

να επιχειρούσαν να κρύψουν το αστέρι που ήταν γραμμένο στο πεπρωμένο σου.

Τα μάτια σου καστανά, σε έκαιγαν από την αθανασία

που υπογράμμιζαν τα καλοσχηματισμένα σου φρύδια.

Η μύτη σου, η επιτομή της τελειότητας.

Διαπέρναγε την αθανασία σου σαν χρυσή τομή.

Το δέρμα σου, αψεγάδιαστο, λευκό

και τα χείλια σου κατακόκκινα σαν να σε φιλούσαν εραστές για ώρες.

Σε είχα κοντά μου αλλά ζήλευα πολύ για να αποκαλύψω στους άλλους ότι δεν είσαι θνητός

αλλά ότι η θνητότητα σου περιορίζεται μόνο

ως απτή απόδειξη του απεριόριστου μου έρωτα για σένα.

Όταν πνίγηκες στο Νείλο δεν άντεξα, κατέρρευσα.

Ζήτησα, απαίτησα,να σε θάψουν με τιμές και δόξα.

Πείσμωσα η αλήθεια είναι. Από τη θλίψη.

Το θαύμα σου, ήταν ο ερωτάς μας μα ο κόσμος ήταν τυφλός και τώρα έφυγες.

Αρνούμαι να παραδώσω τα τελευταία ψήγματα της αθανασίας που μου χάρισες.

Έπρεπε να κάνω τους άλλους να δουν αυτό που μόνο εγώ πρόλαβα να ανακαλύψω.

Τους είπα την αλήθεια, σε έβαλα στα ιερά, στα σπίτια,

σε έστησα άγαλμα όπως ήσουν από την αρχή.

Απαίτησα να σε λατρέψουν όπως εγώ λάτρεψα εσένα.

Να καταλάβουν ότι τόσο καιρό στεκόσουν ανάμεσα στους θεούς.

Δεν ανήκες στη γη αλλά εγώ έζησα για λίγο το θαύμα ότι άνηκες σε μένα.

Η θεότητα σου έπρεπε να μείνει στην Ιστορία.

Έτσι μες την Αθανασία που επέβαλλα με τη λατρεία σου ένιωσα να λατρεύεται

το πιο ζωντανό κομμάτι μέσα μου,

αυτό που σε ονειρεύτηκε.

 

 

 

                                                                                                                          Αδριανός