Άρθρο: Φανή Αθανασοπούλου
Σύμβουλος ψυχικής υγείας, ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Κατερίνα Δήμκου
Φιλόλογος

 


Οι συμβουλές αποτέλεσαν για γενιές μια μορφή επικοινωνίας μέσα στην οικογένεια, στην κάθε είδους εκπαίδευση, στη θρησκεία, στις ευρύτερες ανθρώπινες σχέσεις.

Ένα σύστημα ηθικής δημιουργήθηκε γύρω από τις συμβουλές: όποιος τις εφαρμόζει, είναι ταπεινός και συνετός. Ο γονιός, ο δάσκαλος, ο μεγαλύτερος οφείλει να συμβουλεύει. Αυτός που συμβουλεύει έχει ειδικότητα, εμπειρία ή εξουσία. Από την άλλη πλευρά, ο συμβουλευόμενος βρίσκεται σε αδυναμία ή ελλειπτικότητα.

H υποχρέωση του να δίνει κανείς συμβουλές λειτουργεί αρκετές φορές ως όρος αξίας που το άτομο έχει εσωτερικεύσει. Οι συμβουλές εκπληρώνουν την ανάγκη για επιβεβαίωση της ιδιότητας του ατόμου με βασικό περιεχόμενο τη δύναμη ή την επιτυχία του.

Η συμβουλή εμφανίζεται κυρίως είτε ως απόσταγμα της εμπειρίας, είτε ως ανάδειξη μιας αντικειμενικής αλήθειας.  Ωστόσο, «η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν τόσοι πραγματικοί κόσμοι όσοι και οι άνθρωποι. Η μόνη πραγματικότητα που μπορεί κανείς να γνωρίζει είναι ο κόσμος όπως τον αντιλαμβάνεται ο ίδιος και τον βιώνει εκείνη τη στιγμή». (Rogers, 1980/2006, σελ. 92).

 Η μοναδικότητα και η εξέλιξη του προσώπου θυσιάζεται στην επιμονή για ένα γνωστό και βέβαιο σύμπαν. Η ανθρωπότητα  προσπάθησε επανειλημμένως να ζήσει σε ένα κόσμο όπου όλοι θα αντιλαμβάνονταν μία και μοναδική πραγματικότητα, ακόμα και αν έπρεπε να θανατωθούν όσοι διαφωνούσαν. (Rogers, 1980/2006).

Αυτές οι επανειλημμένες προσπάθειες καταφέρνουν και σήμερα να επιβιώνουν με διάφορους τύπους: από κάθε είδους μορφή βίας σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο  μέχρι την παροχή συμβουλών σαν μια αυτόματη σχεδόν τάση μέσα στις καθημερινές επικοινωνίες.

Αν και αυτός που συμβουλεύει το κάνει «για καλό», οι συμβουλές λειτουργούν σαν μορφή επίθεσης με σκοπό τον προσεταιρισμό του άλλου προς το σύνολο αξιών που είναι οικείο σε αυτόν που συμβουλεύει. Η συμβουλή παρεμβαίνει στη διαδικασία εσωτερικής αξιολόγησης, αφομοίωσης της προσωπικής εμπειρίας και αυτό-κατεύθυνσης.

Συμβουλεύουμε επομένως γιατί έτσι έχουμε μάθει; Γιατί θεωρούμε ότι αυτό δείχνει ή μας κάνει να αισθανόμαστε ότι είμαστε δυνατοί, ανώτεροι, κατοχυρωμένοι, έμπειροι; Γιατί αισθανόμαστε ασφάλεια, εσωτερική ηρεμία, περισσότερο έλεγχο στις καταστάσεις και στην επικοινωνία με τον άλλον;

Η αυτό-διερεύνηση μπορεί να μας συνδέσει με τον γνήσιο εαυτό μας και να εμποδίσει μια επαφή πάνω σε ρόλους – προσωπεία. Αντί να γίνουμε ένα ρομπότ που μεταφέρει «γενικές αλήθειες», «αξίες» που άλλοι άλλοτε έχουν πει, μπορεί να βοηθήσει να αφεθούμε στο παρόν της επαφής, ανοιχτοί προς τον εαυτό μας και τον άλλον.

Όπως αναφέρει ο καθηγητής ανθρωπολογίας Aldo Civico (2015), όταν εξαιτίας του ρόλου του ως καθηγητής και μέντορας υποκύπτει στον πειρασμό να παρέχει λύση, αισθάνεται δυστυχής, καταλαβαίνοντας ότι είναι πρόθυμος να δείξει ότι είναι ειδικός παρά να ακούσει. Αντιλαμβάνεται ότι η συμβουλή είναι περισσότερο για να αισθανθεί ο ίδιος καλά παρά για να βοηθήσει. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα όταν παρέχουμε συμβουλές; Στέλνουμε στον άλλον το μήνυμα ότι δεν έχει τις δυνατότητες να λύσει το πρόβλημα. Λέμε (χωρίς να το λέμε) «δεν είσαι αρκετά καλός» και έτσι παριστάνουμε ότι καταλαβαίνουμε τον άλλον.

Οι συμβουλές εμπεριέχουν την απόρριψη, την κριτική, την έλλειψη εμπιστοσύνης. Όσο κι αν οι άνθρωποι φαίνεται να έχουν συναντηθεί, «κηρύττοντας» ο ένας κι ο άλλος κουνώντας το κεφάλι, δεν συντελείται συνάντηση. Συνάντηση σημαίνει συναντιέμαι με κάποιον Άλλον, όχι με ένα άλλο Εγώ μου, όπου βγάζω συμπεράσματα από τον εαυτό μου, τις εμπειρίες μου και τις εμπειρίες του άλλου προσώπου. Συνάντηση σημαίνει προσπαθώ να κατανοήσω αυτό που ο Άλλος εκθέτει, αντιμετωπίζοντάς τον ως ισότιμο, νοήμον, υπεύθυνο πρόσωπο. (Schmid, 2009/2012· Bohart, 2009/2012).

Αυτή η με εν-συναίσθηση διαλογική ακρόαση βοηθά να αφυπνισθεί η ικανότητά του προσώπου ως ολιστικό σύστημα να στοχάζεται πάνω στον εαυτό του και να τον οργανώνει. «Όταν κάποιος νιώθει ότι τον ακούνε πραγματικά, τότε κάτι συμβαίνει κι αρχίζει να βρίσκει μόνος του τρόπους για να διορθώσει τη ζωή του και να της δώσει νέο νόημα». (Bohart, 2009/2012, σελ. 98).

Είναι αυτό που περιγράφει ο Carl Rogers στην προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία: «εκείνος που γνωρίζει τι πονάει και ποια κατεύθυνση χρειάζεται να ακολουθήσει είναι ο πελάτης». (Rogers, 1989/2006, σελ. 30).

Aν πραγματικά θέλουμε να βοηθήσουμε, ο δρόμος είναι η σχεσιακή, εγκάρδια επαφή με τον Άλλον, όπου η ειλικρινής, προσηλωμένη ακρόαση είναι η πρώτη ποιότητα. Αυτή μπορεί να πηγάζει μόνο από το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε τον Άλλον και ό, τι εκθέτει ως κάτι νέο και άγνωστο,  σαν  ένα «αίνιγμα» που μας κρατά σε εγρήγορση. (Levinas & Krewani, 1983, σελ. 120).

Στη βάση της με πίστη ενατένισης του Άλλου ως διαφορετικού προσώπου από εμάς που θέλουμε να γνωρίσουμε, μπορεί να καλλιεργηθεί η προσπάθεια να κατανοήσουμε με άνευ όρων αποδοχή και εν –συναίσθηση, οδηγώντας μας στον διάλογο.

Ο διάλογος είναι ο σεβασμός που λείπει από τις συμβουλές, προς το δικαίωμα του άλλου ως προσώπου να έχει τις δικές του αντιλήψεις και πεποιθήσεις, το δικό του βίωμα.

Ο διάλογος είναι αυτός που μπορεί να αναδείξει αυτό που πραγματικά είναι το πρόσωπο: ένα όν αυτό-οργανωτικό που έχει την ικανότητα να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες και να δημιουργεί λειτουργικές αλληλεπιδράσεις με τον εαυτό του και τον κόσμο. (Bohart, 2009/2012). Και είναι η ροή του διαλόγου που επιτρέπει να μοιραζόμαστε και τις εμπειρίες μας με τον Άλλον, τις αναμνήσεις μας, τους δικούς μας πόνους και τους κοινούς μας τόπους, αλλά με έναν τρόπο σχεσιακό, με επίγνωση και τιμή προς το πρόσωπο του καθενός.

Το ερώτημα είναι, θέλουμε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να είμαστε αυτό που πραγματικά είμαστε; Τότε, μπορούμε να προσπαθήσουμε να «ξαναμάθουμε» βιωματικά να κάνουμε διάλογο, γιατί δεν είναι και τόσο εύκολο να αποφύγουμε τους προσχηματικούς διαλόγους με τους οποίους αρκετές φορές οι συμβουλές «ντύνονται».

Οι συμβουλές είναι ένας εύκολος τρόπος να νομίζουμε ότι βοηθάμε, ότι διδάσκουμε, ότι επικοινωνούμε, ότι είμαστε εντάξει, δυνατοί, κρατώντας τον εαυτό μας και τους άλλους στην πραγματικότητα άφωνους και την ύπαρξή μας αμέτοχη.


Βιβλιογραφικές Αναφορές

Bohart, A.C. (2012). Προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία. Δουλεύοντας με την Αυτό- οργανωτική Σοφία. Στο Α. Δελλαπόρτα, Κ. Κατσαούνη & Α. Κηπιώτη (Επιμ.), Η προσωποκεντρική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία σήμερα: Διαδρομή και προκλήσεις. Διεθνές συνέδριο προσωποκεντρικής συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας, Ιούνιος 2009. (σσ. 93-101). Αθήνα : Εκδόσεις Κοντύλι.

Civico, A. (2015). What’s wrong with giving advice. Psychology Today. Ανακτήθηκε 8 Μαΐου 2020, από https://www.psychologytoday.com/us/blog/turning-point/201503/whats-wrong-with-giving-advice

Levinas, E. & Krewani, W.N. (1983). Die Spur des Anderen: Untersuchungen zur Phänomenologie und Sozialphilosophie. Freiburg: Alber.

Rogers, C. (2006). Ένας τρόπος να υπάρχουμε. (Μ. Ρηγοπούλου, Μετ.). Αθήνα:  Εκδόσεις Ερευνητές. (Οriginal work published 1980).

Rogers, C. (2006). Ο γίγνεσθαι του προσώπου. (Μ. Ρηγοπούλου, Μετ). Αθήνα: Εκδόσεις Ερευνητές. (Οriginal work published 1989).

Schmid, P.F. (2012). Πέρα από ερωτήσεις και απαντήσεις. Η πρόκληση για τη διευκόλυνση της ελευθερίας. Στο Α. Δελλαπόρτα, Κ. Κατσαούνη & Α. Κηπιώτη, (Επιμ.), Η προσωποκεντρική συμβουλευτική και ψυχοθεραπεία σήμερα: Διαδρομή και προκλήσεις. Διεθνές Συνέδριο Προσωποκεντρικής συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας, Ιούνιος 2009. (σελ. 64). Αθήνα: Εκδόσεις Κοντύλι.