Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα
Αγριεύουμε και πάμε! Στις 25 Νοέμβρη, ήταν η Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών.
Υποκρισίες, θα μου πείτε και θα συμφωνήσω μαζί σας, αυτές οι Παγκόσμιες Ημέρες, αφιερωμένες πότε στο ένα, πότε στο άλλο, τόσο σε σοβαρά, όπως αυτή ή η Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού, όσο και σε ευτράπελα, όπως η Διεθνής Ημέρα του Στελάρα ή η Παγκόσμια Ημέρα Ζυμαρικών.
Θα προσθέσω μάλιστα ότι δεν μπορώ την υποκρισία καθόλου και το έχω πληρώσει κιόλας, αλλά δεν μπορώ, δεν… Και καλά για τα ευτράπελα, ευτράπελα είναι, δε χάθηκε κι ο κόσμος. Αλλά για τα σοβαρά, που δεν μπορούμε να τα διαχειριστούμε αποτελεσματικά και το γιορτάζουμε κιόλας, το άκρον άωτον της υποκρισίας.
Παρ’ όλα αυτά και με θετική διάθεση, θα πω: δεν πειράζει, αν είναι να μας θυμίζουν τις υποχρεώσεις όλων μας απέναντι στα σοβαρά, καλό κάνουν, κακό δεν κάνουν. Διότι το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς και πως τ’ αντιμετωπίζουμε εμείς στη real life, στην καθημερινότητά μας!
Μέρα μεσημέρι με λιακάδα, κόσμο στην πλατεία, παίζουν τα παιδάκια, πίνουν τον καφέ τους ή τη μπυρίτσα τους οι μεγάλοι κι εγώ κάθομαι στο αγαπημένο μου εστιατόριο, λίγο πιο πάνω, να φάω.
Μέχρι να έρθει η παραγγελία μου κι ενώ απολαμβάνω τη λιακάδα και χαζεύω το πολύβουο λεφούσι στην πλατεία, ακούω φωνές δυνατές και σπαρακτικές «μη! μηηη! άσε μεεε!» και βλέπω, στο απέναντι πεζοδρόμιο, στη γωνία με την πλατεία, νεαρό να τραβολογάει νεαρά, να τη χαστουκίζει, να την τραβάει από τα μαλλιά της και σούρνοντάς την έτσι, να ανεβαίνουν το δρόμο. Κοιτάζω μια αυτούς, μια τους θαμώνες της πλατείας αδιάφορους, στον κόσμο τους, λες και δε βλέπουν αυτό που βλέπω εγώ και ενώ έχουν φτάσει πια μπροστά μου ακριβώς, στο απέναντι πεζοδρόμιο, «βοήθειαα!» φωνάζει η κοπέλα απεγνωσμένη, μπας και τη λυπηθεί κανείς από το λιαζόμενο πλήθος, αλλά μπα! δεν κουνιέται φύλο.
Στο διάστημα μεταξύ του «βοήθεια» και της επόμενης σφαλιάρας, ακούω τον εαυτό μου να βγάζει φωνή μεγάλη «εεεεεε! Άσε την κοπέλα!», μα τόσο δυνατή, που τρόμαξε αυτός και την άφησε αποσβολωμένος, ψάχνοντας από πού του ΄ρθε, ξέφυγε εκείνη τρέχοντας, τρόμαξα εγώ πως ήρθε η σειρά μου να τσ’ αρπάξω, άραγε θα προλάβαινα να χωθώ στο μαγαζί να γλιτώσω; Tρόμαξε κι ο μάγειρας και βγήκε έξω με τη λιγδωμένη του ποδιά και με ρωτά «τι έγινε;». Μόλις του εξηγώ, μου απαντά καθησυχασμένος
«Θα ήταν γνωστή του, φαίνεται»!
«Και; τι θα πει αυτό; Αν είναι γνωστή του έχει το δικαίωμα να την ξυλοφορτώνει; Τι λέτε κι εσείς;» έξαλλη εγώ.
Κουνάει το κεφάλι του αποσβολωμένος κι αυτός, με την αντίδραση της ήρεμης, τόσα χρόνια, πελάτισσάς του και μου λέει
«Τι να κάνουμε; Θέλετε να σας φέρω κάτι άλλο;»,
«Το λογαριασμό!». Τσεκάρω ότι έχει φύγει και ο δράστης, για να ησυχάσω, γιατί έτσι και μου την έπεφτε, άντε να εξηγώ στο μάγειρα αν είναι «γνωστός μου» η όχι και ανάβω τσιγάρο να ηρεμήσω.
Μέχρι να έρθει ο λογαριασμός, σκεφτόμουν τη δική μου αντίδραση και την απάθεια των άλλων και όχι για να κάνω την έξυπνη, την καλή ή τη γενναία, μα για να καταλάβω πως μου βγήκε έτσι αυθόρμητα τέτοια φωνή, που τα ‘χασα κι εγώ η ίδια… Ήταν απλό τελικά : αν ήμουν εγώ στη θέση της;
Ήρθε ο λογαριασμός,
«Τα ρέστα σας».
«Κρατήστε τα αλλά πείτε μου, αν ήταν η κόρη σας στη θέση της κοπέλας, τι θα κάνατε;» ….
Αγριεύουμε σας λέω κι αν χρειαζόμαστε της Παγκόσμιες Ημέρες, για να μας θυμίζουν πως είμαστε άνθρωποι, καλά να πάθουμε!