Άρθρο: Χριστίνα Ζερδεβά


Η νύχτα πέφτει κατά πως το ’χει συνηθίσει να το κάνει κάθε μέρα. Είναι στιγμές συλλογισμών αυτές, είναι η ώρα που η σκέψη αρχίζει -απελευθερωμένη από το βάρος της ημέρας- να ξεπορτίζει, να αλητεύει και να πλάθει αυθόρμητα τις δικές της ιστορίες, να σε σεριανίζει όμορφα σε τόπους δικούς της. Τις λαχταρώ αυτές τις νύχτες και τις απολαμβάνω όπως εγώ τις θέλω, όταν έχω βέβαια τον χρόνο να το κάνω. Βολεύομαι τότε, αναπαυτικά, όπως κι απόψε, στη μπιρμπιλωτή μου πολυθρόνα. Αποφεύγω σχεδόν εμμονικά τον καναπέ που παραπέμπει σε δυσάρεστους επίκαιρους συνειρμούς. Απομονώνω με τρόπο θεατρικό, για να με πείσω, ό,τι θα μπορούσε να μου αποσπάσει την εσωτερική γαλήνη και βουτάω με χάρη μια κούπα αχνιστό τσάϊ από την κουζίνα να με ζεσταίνει και να με χαλαρώνει στη νυχτερινή μου περιπλάνηση. Τα βραδινά μου «πήγαινε-έλα» είναι συνήθως μια ευχάριστη διαδικασία με την προϋπόθεση, ότι δεν θα υπερισχύουν εκείνα τα απρόσκλητα «παιχνίδια» αυτοκριτικής που αποφασίζουν αυτοβούλως να με “δικάζουν” ενίοτε για της ημέρας τα σπουδαία. Συμβαίνουν θα μου πεις και δεν θα σου το αρνηθώ. Έτσι είμαστε εμείς οι άνθρωποι! Ίσως όχι όλοι αλλά σίγουρα κάποιοι έτσι είμαστε. Υπάρχουν και αυτοί οι “ανενόχλητοι”, οι “άνετοι”, οι “ευάεροι” τύποι, το ξέρω και δίκιο έχεις, αυτοί που δεν ιδρώνει ποτέ το «αυτάκι» τους. Εγώ για μένα εδώ μιλάω και για σένα που με νιώθεις. Σε ακούω όμως που επεμβαίνεις στις σκέψεις μου και εγώ θέλω να πάω παρακάτω! Συνεχίζω λοιπόν. Το μυαλό συνήθως παίζει τα δικά του παιχνίδια, μας «παίζει και μας εμπαίζει» αλύπητα, ό,τι θέλει μας κάνει δηλαδή, αν δεν του κόψουμε εγκαίρως τον αέρα. Η τάση του δε αυτή, εξαρτάται, από το πόσο θα «το» εξελίξουμε στα χρόνια που έρχονται για να το ελέγχουμε εμείς και όχι αυτό να κάνει του κεφαλιού του. Μεγάλη παγίδα φίλε μου. Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία, που θα τη συζητήσουμε κάποτε μαζί παρέα.

Σαν να μου φαίνεται πως σήμερα είναι στις καλές του, έτσι οι σκέψεις μου βιάζονται να πάρουν “πινέλο και χαρτί” να ζωγραφίσουν νοερά όμορφες εικόνες. Ήταν αλήθεια μια δύσκολη ημέρα αυτή που πέρασε, συμβαίνουν και τόσα γεγονότα, αποζητώ έτσι απεγνωσμένα μια μικρή νυχτερινή ανταμοιβή. Κάνει κρύο έξω, χιονίζει διαρκώς… σταματημό δεν έχει. Ακούω τον αέρα με δύναμη να τιμωρεί τη δόλια μου την τέντα, που με παράπονο τινάζεται σε κάθε του ριπή και αντιδρά με θόρυβο. Το θολό τζάμι με προκαλεί και με το δάχτυλο σχηματίζω ασυναίσθητα ένα καράβι, ένα καράβι της γραμμής που πλέει απαλά και σκίζει τα κύματα με χάρη. Ξέρεις, αυτό που ταξιδεύει τα καλοκαίρια για να σε πηγαίνει στους προορισμούς που λαχταράς, αλλά είναι και το ίδιο που σε επιστρέφει και πάλι πίσω, μαζί με εκείνο τον κόμπο που σε πνίγει καθώς κοιτάς μηχανικά τα απόνερα στο φευγιό του. Όταν παρακολουθείς ψηλά από το deck, οι θάλασσες μπροστά σου χαμηλώνουν. Μια “λαδιά” απλώνεται και η ματιά αίφνις διακρίνει όλα της θάλασσας τα «μπλε» μαζεμένα σε κουβάρι στο βάθος του ορίζοντα, να συναγωνίζονται μεταξύ τους, σαν να θέλουν να δηλώσουν παρουσία. Μνήμες μου σκάνε τότε άτσαλα και με παρακολουθώ αμήχανα να πρωταγωνιστώ ξανά και ανάκατα στις ιστορίες της ζωής μου, στο ίδιο απολύτως σκηνικό που ζωγραφίζω νοητά απόψε. Τα κύματα κυλούν τόσο απαλά που νομίζεις πως προσπαθούν να σε κάνουν κρυφό τους κριτή, να σε πάρουν με το μέρος τους για να διαλέξεις ποιό απ’ όλα είναι το πιο ελκυστικό, το πιο μοιραίο. Τα παρακολουθείς τρυφερά με την άκρη του ματιού σου, ανέμελα και συγκεντρωμένα στο παιχνίδι τους. Χαμογελάς για να τα πικάρεις καθώς το ένα κυλάει μέσα στο άλλο με ένα ελαφρύ θρόϊσμα. Εκεί λοιπόν, στου ορίζοντα την άκρη αυτά χρωματίζονται μόνο από το φως της επιλογής σου. Ό,τι χρώμα, ό,τι ώρα σκεφτείς εκείνη τη στιγμή μονάχα για να τους δώσεις χρώμα και υπόσταση και να ομορφύνεις την εικόνα. Χαζεύω με τα μάτια μου κλειστά, με συνεπαίρνει αυτό το αυτοσχέδιο παιχνίδι, με διασκεδάζει να νιώθω το καράβι μου να πλέει σε άγνωστους προορισμούς, να νιώθω τη δροσερή αύρα στα ρουθούνια μου και να το παρακολουθώ που σβήνει αργά η εικόνα του, καθώς πορεύεται για που άραγε! Σαν τα καλοκαίρια μας που αργοσβήνουν και πνίγονται μέσα στα ζωηρά τους χρώματα για να δώσουν χώρο στα επόμενα, τα πιο σκούρα που βιάζονται να πάρουν θέση στο βιτρώ της σκέψης μας.

Σαν να ένιωσα μια κρυάδα, κοίτα να δεις που πάλι δεν ανάψαν καλοριφέρ σκέφτηκα και «μετακόμισα» μεμιάς από το δικό μου καλοκαίρι στο καταχείμωνο. Κάποτε, υπήρχε μια ενδιάμεση κατάσταση βρε παιδί μου, μια εποχή που έβαζε τα πράγματα στη θέση τους. Αρχίζαν κανά δυο βροχούλες να πέφτουν το Σεπτέμβρη, νά’σου και οι πρώτοι παστέλ αποχρωματισμοί της εποχής που ξέφτιζε σε έμπαζαν όμορφα στο κλίμα, πριν πλακώσουν τα σκληρά και σκούρα φόντα, ξεπλέναν και ό,τι ψευδαισθήσεις σου είχαν ακόμα απομείνει. Αυτές που σφήνωναν όλο το καλοκαίρι στην καρδιά και δεν θα το κούναγαν έτσι εύκολα από εκεί πέρα, αν δεν έμπαιναν μπροστά οι μεγάλες δυνάμεις της λογικής και της θέλησης. Αυτό ήταν όμως, ξεμπέρδευες. Το καλοκαίρι έσβηνε, όπως η λάμπα που ήρθε ο καιρός της και είναι πια στα τελευταία της, τρεμοσβήνει και χλωμιάζει, καθώς πέφτει στο αιώνιο σκοτάδι της ανυπαρξίας της. Τώρα, σαν να μπερδεύτηκαν λιγάκι οι εποχές. Τις μολύναμε και αυτές με τα χαμένα όνειρά μας. Τη μία μέρα καλοκαίρι, την άλλη μπαίνει ο χειμώνας και εσύ να πρέπει να κάνεις προσπάθειες να προσαρμοστείς, αφού δεν είσαι χαμαιλέων. Άντε να το κάνεις ύστερα από έρωτες που έζησες δυνατά, αλλά τους πήρε το κύμα και από στιγμές ονειρεμένες πασπαλισμένες με την ανάλογη καλοκαιρινή σου τρέλα. Πως να γυρίσεις απότομα πίσω και να βρεθείς από την μια μέρα στην άλλη σε μια ουρά για διευθετήσεις κάθε είδους, ψάχνοντας και το μπουφανάκι σου το ελαφρύ, αυτό που μυρίζει ακόμα ναφθαλίνη, αφού δεν πρόλαβες να το αερίσεις έγκαιρα. Οι αντιθέσεις και οι αντιφάσεις έγιναν οι πιο προσφιλείς θαμώνες της δικής μας πραγματικότητας.

Κάνει κρύο έξω, αλλά εγώ βλέπω μόνο καλοκαίρια και επιζητώ αυτή τη ζέστη που μου τύλιγε, όπως άλλοτε όμορφα το κορμί να επιδρά παρηγορητικά στον εγκέφαλό μου τώρα. Αυταπάτη φίλε μου, μια σκέτη αυταπάτη. Το κρύο του χειμώνα μας θυμίζει την αλήθεια, το καλοκαίρι την ψευδαίσθηση. Μεταλλάσσονται διαρκώς τα πράγματα σε μια άχρονη διαδικασία, όλα στο μυαλό μας είναι επαναλαμβάνω, σαν να θέλω να με πείσω. Το καράβι μου συνεχίζει μακρυά πια το ταξίδι του στου ορίζοντα τη νοητή γραμμή, όπως ο χειμώνας που ξεκίνησε πάνω στο χρόνο. Ρίχνω απότομα τη κουβερτούλα μου λίγο πιο ψηλά στους ώμους, να μην αφήσει χώρο να περάσει η παγωνιά. Το χιόνι έξω από το παράθυρο δυναμώνει, αρχίζει να καλύπτει αυτά που πιάνει το μάτι και θυμίζουν μοναξιά. Οι άνθρωποι, βλέπεις, ζεσταίνονται με κάθε τρόπο, υπάρχουν όμως και κάποιοι που νιώθουν τόσο μόνοι που η ψυχή τους υποφέρει, καθώς σκύβουν το κεφάλι μην τύχει και διακρίνουν οι άλλοι το κενό που θέλουν να κρύψουν μέσα τους.

Αυτό το “εποχιακό” μεταίχμιο πάντως είναι εντελώς άχαρο, σου δίνει λίγο και στα νεύρα γιατί δεν εγκαταλείπεις εύκολα κάτι που σου έδινε χαρά ακόμα και στη σκέψη. Είναι φορές σαν την αποψινή, που, έστω και για λίγο, είναι όμορφα να τρυπώνεις στους κόσμους σου, σε αυτούς που έζησες, ξοδεύτηκες, γέμισες, πήρες και έδωσες. Να έχεις την αυταπάτη εκείνων των ανέμελων στιγμών, που έχωνες με χάρη το κεφάλι σου στην άμμο σε mood «δεν ξέρω και δεν σου απαντώ, εγώ μονάχα χαίρομαι το τώρα», ενώ ξέρεις πολύ καλά τι σε περιμένει πίσω σαν γυρίσεις. Σκέφτεσαι τέλος για να ρεφάρεις, πως ο χρόνος κυλάει γρήγορα, άλλωστε «από Μάρτη καλοκαίρι» δεν λένε; Σε παρηγορεί προς στιγμή αυτή η σκέψη, σκοντάφτεις όμως και πάλι αφού συνειδητοποιείς πως μαζί με τα καλοκαίρια κυλάει γρήγορα και… ο χρόνος! Το ξέρεις άλλωστε καλά, πως κάθε καλοκαίρι σου δεν θα είναι ποτέ το ίδιο. Εσύ μηδενίζεις πάντα το κοντέρ, αλλά η μνήμη καταγράφει και προσθέτει αμείλικτα τα χρόνια και όσα θέλει εκείνη να στοιβάξει στο βαλιτσάκι διακοπών της. Ακουμπώ το φλυτζάνι μου στο τραπέζι και ανακάθομαι πιέζοντας ελαφρά το πρόσωπό μου στο τζάμι, για να κοιτάξω έξω. Ακόμα και από μέσα τα χνώτα μου έμοιαζαν να κρυσταλλώνουν στον παγωμένο αέρα! Φευγαλέες μόνο εικόνες απέμειναν πια, το καράβι μου χάθηκε πέρα στον ορίζοντα οριστικά μέσα στο δειλινό. Αφήνομαι να πέσω χαλαρά πίσω στην αγαπημένη μου πολυθρόνα. Η νύχτα και η κούραση με νίκησαν κι απόψε, μου έμεινε όμως ένα αδιόρατο χαμόγελο που, όπως θέλεις εσύ μπορείς να το ερμηνεύσεις, εγώ μονάχα όμως θα ξέρω την αλήθεια!