Άρθρο: Μαριέτα Δημουλά


Έχασκε μια λωρίδα ουρανού, έχυνε ο ήλιος 2-3 κουβάδες με αχτίδες κάθε μέρα, ύστερα τις μάζευε πίσω. Η Ηρώ τα καλοκαίρια νόμιζε ότι ο ήλιος έβαζε μια λάμπα πάνω απ’ τα κεφάλια όλων και τους ανέκρινε ανεξαιρέτως. Δεν ήταν και πολλοί εξ’ άλλου, η διαδικασία ανάκρισης ζήτημα θα ταν να κράταγε δυό ώρες. Δοϊράνης και Λαζαράδων γωνία, πολυκατοικία με μπετά του ’78, Κυψέλη. Τρείς όροφοι όλοι κι όλοι, η Ηρώ προνομιούχα στα άνω διαζώματα, άνοιγε αξημέρωτα το μακρόστενο παραθυράκι της κουζίνας κι έβλεπε ένα ωραίο κίτρινο, φωτεινό, παραλληλόγραμμο να αποτυπώνεται στον απέναντι τοίχο. Ξεσκέπαστος ο φωταγωγός, είχε τα λούσα του να μένεις στον τελευταίο όροφο. Για κάποιες ώρες διαγράφονταν η κάθε κοίλη του κτηρίου, η κάθε ρωγμή, οι τάτσες από το πρόχειρο σοβάτισμα, έφτανε πάτο το φως τα μεσημέρια, έκανε γκελ κι έπειτα πάλι πάνω. Ύστερα το παραλληλόγραμμο όλο έπαιρνε και μίκραινε σχήμα. Φωτάκι αναμμένο αυτός ο φωταγωγός, περίμενε να έρθει το φεγγάρι, να κατεβεί ο διακόπτης. Γκελ, επίσης, έκαναν και οι μυρωδιές από την κουζίνα των Κινέζων του πρώτου. Σόγια και τσίλι δίναν ρέστα, άκουγε η Ηρώ τα κινέζικα σαν εξωτικά κύμβαλα, δεν ήξερε ακόμα πώς τους λένε ετούτους τους Κινέζους, δεν χαιρετιόντουσαν και ποτέ, είχε μάθει όμως να διακρίνει ένα προς ένα τα συστατικά των φαγητών τους. Όσα χτύπαγαν στη μύτη της, δηλαδή.

Στο δεύτερο έμενε ένας παππούς. Αόσμος παππούλης, δεν άνοιγε ποτέ του το παράθυρο, μια λουλουδιαστή κουρτίνα μονίμως τεντωμένη, η Ηρώ τον είχε κατατάξει στο ημερίσιο-μενού- άγευστης σούπας.

Τα τελευταία τρία χρόνια, η Ηρώ, τα χρόνια δηλαδή που είχε στην Αθήνα, έβγαζε το λαιμό της στο φωταγωγό και κατασκόπευε τους γείτονες. Επέλεγε τί θα μαγειρέψει, βάση των μυρωδιών που ανέδιδαν τα φαγητά των Κινέζων του πρώτου. Κοτόπουλο με πορτοκάλι εκείνοι, ψαρονέφρι με λεμόνι η Ηρώ. Γιορτή στα εσπεριδοειδή, ημέρα Τετάρτη! Τελειόφοιτη σχολής μαγειρικής, η Ηρώ τσιμπούσε μυρωδιές απ’ τον φωταγωγό, κι έριχνε το κράμα της στην κατσαρόλα.

Μια μέρα, το παραθυράκι του δευτέρου άνοιξε, άκουγε φωνές η Ηρώ κι έπιπλα να μετακινούνται. Στήθηκε στο περβάζι να κατασκοπεύει, η λουλουδιαστή κουρτίνα σάλευε ανα διαστήματα, η φιγούρα ενός κυρίου πηγαινοερχότανε. Δεν ήταν ο παππούς, τον είχε δει εξ’αλλου αυτόν στη πυλωτή κάποιες φορές να σέρνει τα βήματά του, ο κύριος πίσω απ’ την κουρτίνα είχε μια σπιντάδα στις κινήσεις. Μέρες μετά έμαθε από τον κύριο Στέλιο, τον ψιλικαντζή, πως ο παππούλης πέθανε.

“Αστείο κορίτσι μου, να ρωτάς εμένα τί κάνει ο δικός σου γείτονας! Η αστικοποίηση μάς έφαγε… Ο παππούλης πέθανε κι άφησε το σπίτι στο γιο του. Ήρθε να μείνει με την οικογένειά του. Αλλά μη μπλέξεις με δαύτους…Πιο δεξιοί δεν πάει.”

Η Ηρώ αντιλήφθηκε την έννοια της άκρα δεξιάς άμεσα, ο τύπος του δεύτερου, φύτεψε σ’ όλα τα μπαλκόνια του βυζαντινές κι ελληνικές σημαίες, από μακρυά η πολυκατοικία τους ήταν σαν κύβος μ’ ένα πολύχρωμο κολάρο σφινωμένο στη μέση, ύστερα ακολούθησαν οι μελωδίες, ο φωταγωγός αντιλαλούσε τη μισή μέρα κλαρίνα, και την υπόλοιπη τις ομιλίες του Μιχαλολιάκου και των υπόλοιπων χρυσαυγιτών· μέσα κι έξω απ’ τη Βουλή. Μα το χειρότερο απ’όλα για την Ηρώ ήταν τα φαγητά που μαγείρευαν, τα τηγανισμένα ψάρια πήγαιναν κι ερχόντουσαν, η ψαρίλα είχε ταγκίσει τους τοίχους, αηδιαστικό παχύρευστο υγρό αναδυότανε και προκαλούσε εμετό. Ήταν τόσο έντονο, που υπερκάλυπτε τις φίνες κι ελαφριές μυρωδιές της κινέζικης κουζίνας του πρώτου κι αυτό έκανε τη μύτη της Ηρούς να υποφέρει. Μαζί και την έμπνευσή της.

Το πράγμα χειροτέρεψε, όταν ο τύπος του δεύτερου κόλλησε στην εξώπορτα ένα χαρτί-διαμαρτυρία για τους αλλοδαπούς ενοικιαστές του πρώτου. Να φύγετε, να πάτε αλλού και τα ρέστα. Έστεκε η Ηρώ και κοίταζε τα γράμματα· σα γραφολόγος προσπαθούσε να διακρίνει ποιο γράμμα απ’ όλα περισσότερο έσταζε μίσος. Ενάντια στον ήπιο χαρακτήρα της, πήρε κι τράβηξε το χαρτί, αφήνοντας να χάσκουν τα δυό κομματια σελοτέιπ σαν αποδεικτικά της επαναστατικής της πράξης. Εκείνη την ώρα όμως έβγαινε από το ασανσέρ η γυναίκα του ακροδεξιού με τα μάτια της να γυαλίζουν και να πετάνε υγρό πυρ προς την Ηρώ. Δεν ειπώθηκε καμία κουβέντα μεταξύ τους. Τα γόνατα της Ηρούς ήταν κομμένα, φοβότανε τα αντίποινα, έτρεξε να μπει στο ασανσέρ και αισθάνοταν μια μυρωδιά γαύρου να την τυλίγει.

Τελικά, όπως και σε κάθε ιστορία μίσους, υπάρχει και μια πιο άσχημη εκδοχή που δεν τρέπεται σε φυγή αλλά κάθεται στο σβέρκο και δίνει τη χείριστη διάσταση. Η οικογένεια του δεύτερου έβαλε τα δυνατά της να διώξει τους Κινέζους. Άφηναν σκουπίδια έξω απ’την πόρτα τους, ώς κι ένα σκοτωμένο περιστέρι πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας τους είδε η Ηρώ ένα πρωί που κατέβαινε χοροπηδώντας τις σκάλες. Μια μυρωδιά γαύρου πήρε πάλι να την τυλίγει. Η αποκορύφωση των τεχνασμάτων τους ήταν ένα τεράστιο μαύρο πανό που κόλλησαν από την ταράτσα ως το πάτο του φωταγωγού με βρισιές για αλλοδαπούς. Τραγελαφικό της υπόθεσης ήταν πώς στο πανό υπήρχε και μετάφραση των μηνυμάτων στα κινέζικα.

Δυσανασχετούσε η Ηρώ, το φως που εμπαινε πλέον σε τούτη την τρύπα της Κυψέλης χάνοταν, ρούφαγε το μαύρο το λευκό και η ακουστική πολλαπλότητα των κλαρίνων, σφυρί στο μυαλό της. Οι συνταγές της πλέον ήταν άνευρες, Πιάτα χλιαρά, συγκαταβατικά, τα χαρακτήριζαν οι δάσκαλοί της.

Από ένα αυτοκόλλητο “Ενοικιάζεται” στην πιλωτή, η Ηρώ αντιλήφθηκε ότι οι Κινέζοι του πρώτου λιγοψύχησαν. Στην καρδιά της βαρούσαν καμπάνες από εκνευρισμό. Αμφιταλαντεύοτανε αν αυτό το αίσθημα προερχόταν από μία αίσθηση δικαίου ή από την απώλεια μιας δημιουργικής έμπνευσης.

Δεν πρόλαβε να αναρωτηθεί πολύ. Το ίδιο βράδυ καθώς γύρναγε απ’ τη Σχολή, ένα όχημα της πυροσβεστικής και καπνοί, έσπασαν τη γκρίζα μονοτονία της Κυψέλης. Έξτρα χρώμα προσέθεσε ένα Εκαβ στη Λαζαράδων να ουρλιάζει. Μια πανδαιμονία επικρατούσε, άνθρωποι πέρα-δώθε κι άλλοι να κρέμονται από τα μπαλκόνια. Τρία φορεία σα παρέλαση βγήκαν από την πολυκατοικία. Σε τρία φορεία η οικογένεια του δεύτερου, τυλιγμένα στα στόματα οι μάσκες οξυγόνου.

Το ανακοινωθέν ήταν πως ένα κρεμασμένο πανό στο φωταγωγό πήρε μυστηριωδώς φωτιά και οι φλόγες τύλιξαν σχεδόν αμέσως το στενό, κοινόχρηστο χώρο της πολυκατοικίας με αποτέλεσμα οι καπνοί να πνίξουν τα διαμερίσματα και να υποστούν μερική καταστροφή. Ευτυχώς η πυροσβεστική πρόλαβε να γλιτώσει πλήρως τον τρίτο όροφο.

Μια συνταγή καπνιστού σολωμού με μπασμάτι, καρφώθηκε στο μυαλό της Ηρούς.