Κείμενο: Αλίκη Κατσαρού


Περιμέναμε το καλοκαίρι με λαχτάρα. Θα παίρναμε άδεια και οι δυο τις ίδιες ημέρες. Του Αυγούστου, γιατί όπως είχες πει είναι θεός ο Αύγουστος.

Λεφτά πολλά δεν υπήρχαν. Βρήκαμε όμως ένα δωμάτιο στο νησί για μια εβδομάδα, αρκετά κοντά στη θάλασσα, καθαρό και γουστόζικο. Η βέσπα σου υπέστη το απαραίτητο σέρβις, τα νύχια μου επίσης, το καράβι που μας μετέφερε στο νησί καθόλου σέρβις.

Ήμουν σίγουρη, μετά από αυτές τις διακοπές θα το αποφασίζαμε να ζήσουμε μαζί.

Εγώ το είχα ήδη αποφασίσει, εσένα περίμενα, μα χωρίς να σου λέω τίποτα, μόνος σου να το διάλεγες.

Στο καράβι σε φιλούσα και σε αγκάλιαζα, μας έβγαζα φωτογραφίες και πάσχιζα να τις ποστάρω στη σελίδα μου. Δεν είχε καλή σύνδεση μεσοθαλασσίς και δεν τα κατάφερα. Όσο προσπαθούσα είπες ‘φτάνε πια με τις φωτογραφίες’. Μα αφού εσύ βάζεις δικές σου, σκέφτηκα, αλλά δεν είπα τίποτα.

Στο νησί εγώ πετούσα. Πιο ανάλαφρη και απ’ το άσπρο μου φουστανάκι αισθανόμουν όπως διάβαινα τα καλντερίμια.

Σου κρατούσα το χέρι, σε έπιανα από τον ώμο και σου χαμογελούσα.

Στο νερό, ξέρεις πόσο μου αρέσουν οι βουτιές, σου τράβαγα συνέχεια τις πατούσες να σε βουλιάξω.

Στην ταβέρνα σε τάιζα. Παράλληλα έβρισκα χιλιάδες θέματα να σε απασχολήσω, όπως κάνουν οι μαμάδες με τα μωρά, τα απασχολούν.

Τις νύχτες περίμενα το άγγιγμα σου.

Αλλά είχε πολλά κουνούπια. Είχε πολλή υγρασία. Είχε θόρυβο. Είχε… Είχες…

Ο καλύτερός μου φίλος, ο ύπνος, Πέμπτη βράδυ με εγκατέλειψε στα μισά. Στριφογύριζα, κουλουριαζόμουν, προσπαθούσα. Με τα μάτια μου κλειστά κοίταξα το γυμνό μου σώμα από πάνω ως κάτω. Στεγνό. Αφυδατωμένο. Νόμισα πως θα σκίσει τα σεντόνια.

Άπλωσα το χέρι μου πάνω σου για να ξεδιψάσω. Έλειπες.

Σηκώθηκα ζαλισμένη, σε έψαξα στο μπάνιο, δεν ήσουν, βγήκα στη μικρή βεράντα του ‘room to let’.

Το ipad σου έσταζε όσους χυμούς έλειπαν από το δικό μου σώμα, ακουμπισμένο στα πόδια σου, όπως καθόσουν γυμνός στην πλαστική καρέκλα.

Μάλλον πρώτα με είδε εκείνη όταν πρόβαλα πίσω από την πλάτη σου.

Έχει επιλογές ο άνθρωπος. Κι εσύ. Γιατί δεν τις έκανες πριν μ’ αφήσεις να ονειρευτώ, πριν κλείσουμε το ‘room to let’, πριν νιώσω σαν τη γη του νησιού, άνυδρη και ραγισμένη;

Έχει επιλογές ο άνθρωπος. Κι εγώ. Γιατί δεν έβλεπα τη μεγάλη εικόνα που είχαν ολοκάθαρα τα μάτια μου μπροστά τους;

Το ίδιο παλιό καράβι με γύρισε πίσω. Το άσπρο φουστανάκι λερώθηκε με γράσο από κάποιο συρματόσκοινο. Το φουστάνι δε θα καθαρίσει ποτέ. Αλλά μπορώ να το πετάξω. Κάποτε, θα ντυθώ ένα καινούργιο λευκό, ολοκάθαρο… το ξέρω, τώρα ξέρω.