Άρθρο: Γιώργος Παραδείσης
Ψυχολόγος


Γιατί επικοινωνούμε;

Πολλές φορές όταν μιλάω με ανθρώπους που τους απασχολεί η επικοινωνία, τους φέρνω αντιμέτωπους με αυτή την ερώτηση. Οι απαντήσεις που παίρνω είναι πολλές και διαφορετικές.

«Για να μπορούμε να έχουμε πολιτισμό.»
«Επειδή είμαστε κοινωνικά όντα»
«Για να δείξουμε στον άλλο τι πιστεύουμε και πως νιώθουμε για κάποια κατάσταση»
«Για να μην είμαστε μόνοι»

Αυτές αποτελούν μερικές μόνο από τις απαντήσεις που ακούγονται συχνότερα και παρουσιάζουν αρκετές διαφορές, αλλά και ένα κοινό σημείο: Οι άνθρωποι θεωρούν ότι επιλέγουμε να επικοινωνήσουμε. Πάνω σε αυτό το αξίωμα βασίζουν και τις απαντήσεις τους.

Η Θεωρία Συστημάτων βλέπει τα πράγματα εντελώς διαφορετικά και μας δίνει την παρακάτω απάντηση:

 «Επικοινωνούμε επειδή δεν μπορούμε να μην επικοινωνήσουμε.»

Η θεωρία Συστημάτων ορίζει την ανθρώπινη επικοινωνία, ως την ανταλλαγή μιας πληροφορίας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους.

Βλέποντας τα πράγματα από αυτή τη σκοπιά, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ότι όντως από τη στιγμή που υπάρχει δεύτερος άνθρωπος στο χώρο, δεν είναι εφικτό το να μην επικοινωνήσουμε μαζί του. Όλη η ανθρώπινη συμπεριφορά, σε κάποιο επίπεδο, συνιστά επικοινωνία. Όταν λέμε ότι δεν μπορούμε να μην επικοινωνήσουμε λοιπόν, δεν εννοούμε ότι δεν θα αντέξουμε να μην το κάνουμε, αλλά ότι είναι κάτι το οποίο δεν είναι νομοτελειακά εφικτό.

Δεν μπορούμε να μην επικοινωνήσουμε όπως ακριβώς δεν μπορούμε να μην πεθάνουμε, να τηλεμεταφερθούμε ή να γίνουμε αόρατοι.

Μπορούμε αν θέλουμε να μην μιλήσουμε στον άνθρωπο απέναντί μας, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ανταλλάσσουμε πληροφορίες μαζί του. Κάθε πράγμα πάνω μας, από το βλέμμα, την στάση σώματος και την έκφραση του προσώπου, μέχρι τον ρυθμό της ανάσας μας, αποτελεί πληροφορία η οποία διακινείται διαρκώς από εμάς στον δέκτη. Μπορούμε φυσικά να προσπαθήσουμε να ελέγξουμε όλα τα παραπάνω ώστε να μη μεταφέρουν καμία πληροφορία. Δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Σκεφτείτε ότι, για παράδειγμα, επαγγελματίες παίκτες του Πόκερ και παρεμφερών παιχνιδιών προσπαθούν επί χρόνια να τελειοποιήσουν την τέχνη της μη επικοινωνίας και πάλι δε τα καταφέρνουν.

Ακόμη στην περίπτωση που καταφέρουμε να μην επικοινωνήσουμε εξωλεκτικά μηνύματα, ο άνθρωπος στο δωμάτιο παίρνει δεκάδες πληροφορίες. Η εμφάνισή μας, ο τρόπος με τον οποίο είμαστε ντυμένοι, ακόμα και η προσπάθειά μας να μην επικοινωνήσουμε, αποτελούν τελικά πληροφορία και άρα επικοινωνία.

Από τα παραπάνω, γίνεται προφανές ότι η επικοινωνία, δεν είναι ούτε επιλογή, ούτε ανάγκη. Είναι απλώς μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Μια φυσική νομοτέλεια πάνω στην οποία μπορούμε να έχουμε κάποια ελάχιστη επιρροή (μπορώ να επιλέξω να μιλήσω για ένα θέμα), αλλά τελικά η πλειοψηφία των πληροφοριών που επικοινωνούμε μεταξύ μας, μεταδίδονται αυτόματα, χωρίς την βούληση μας και πολλές φορές χωρίς να τις έχουμε αντιληφθεί καν. Σε ποιον από εμάς δεν έχει τύχει να τον κατηγορήσουν ότι ήταν θυμωμένος ενώ εκείνος επέμενε ότι ήταν μια χαρά;

Γιατί μας απασχολεί το θέμα της εξωλεκτικής επικοινωνίας;

Κάποια από τα κύρια προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουμε στην επικοινωνία στις σχέσεις μας, οφείλονται στην εστίασή μας, στο υψηλότερο-επιφανειακότερο, επίπεδο επικοινωνίας: Το περιεχόμενο του προφορικού λόγου. Έτσι, συχνά καταλήγουμε να θεωρούμε ότι ο σύντροφός μας «δεν επικοινωνεί πλέον μαζί μας», ή ότι δεν συνεννοούμαστε, ενώ αν κοιτάξουμε προσεκτικότερα, θα βρούμε ότι επικοινωνούμε σε όλα τα βαθύτερα επίπεδα, απλώς δε το συνειδητοποιούμε.

Μια δεύτερη βασική αρχή που συναντάμε στην ανθρώπινη επικοινωνία είναι η εξής:

Η επικοινωνία μπορεί να συμβαίνει ταυτόχρονα, σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Αυτά τα επίπεδα επικοινωνίας μπορούν να περιλαμβάνουν την γλώσσα του σώματος, τις χειρονομίες, το ηχόχρωμα και τον τόνο της φωνής, και φυσικά το περιεχόμενο των λόγων που εκφέρουμε.

Η συνειδητοποίηση της παραπάνω αρχής είναι εξαιρετικά σημαντική διότι πολύ συχνά, και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, όταν μιλάμε σε κάποιον τα πράγματα τα οποία επικοινωνούμε σε ένα επίπεδο είναι αντιφατικά με αυτά τα οποία επικοινωνούμε σε κάποιο άλλο.

Μπορούμε να χωρίσουμε τα επίπεδα στα οποία επικοινωνούμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: Το επίπεδο των περιεχομένων των λόγων μας, το οποίο μπορούμε να το ονομάσουμε Επικοινωνία, και το εξωλεκτικό, το οποίο μπορούμε να ονομάσουμε Μέτα-επικοινωνία.

Όταν αυτά που επικοινωνούμε σε κάποιον στο καθένα από τα δύο επίπεδα είναι αντιφατικά μεταξύ τους, ξεκινούν τα προβλήματα.

Σκεφτείτε ότι συναντάτε στο δρόμο ένα φίλο σας και του εκφράζετε πόσο σας έλειψε, ενώ ταυτόχρονα δείχνετε βιαστικός να πάτε κάπου. Στο επίπεδο του περιεχομένου των λόγων σας, επικοινωνείτε ότι θέλετε να τον δείτε, ενώ στο επίπεδο της εξωλεκτικής επικοινωνίας, επικοινωνείτε ότι θέλετε να φύγετε όσο το δυνατόν συντομότερα. Πως θα νιώσει ο φίλος σας; Πως θα ανταποκριθεί σε αυτό που του λέτε, και πως θα ανταποκριθεί σε αυτό που νιώθει; Στη συνέχεια, εσείς που δεν είχατε συνειδητοποιήσει ότι του επικοινωνήσατε αυτή την αντίφαση, αλλά έχετε μείνει στο περιεχόμενο της φράσης που εκφέρατε («μου έλειψες), πώς θα εκλάβετε την απάντησή του, η οποία μπορεί να μην απευθύνεται σε αυτό αλλά στο εξωλεκτικό σας;

Μπορούμε εύκολα να φανταστούμε, πως η παραπάνω κατάσταση μπορεί να εξελιχθεί σε ένα μικρής διάρκειας δράμα.

Αντιφάσεις στα επίπεδα της επικοινωνίας, όπως αυτές που είδαμε παραπάνω, αποτελούν την συχνότερη αιτία τεράστιων παρεξηγήσεων και συγκρούσεων ανάμεσα στα ζευγάρια. Οι θεραπευτές του Πάλο Άλτο, οι οποίοι ανακάλυψαν τις παραπάνω αρχές, διαπίστωσαν ότι προβλήματα τα οποία ταλαιπωρούσαν ζευγάρια επί χρόνια και πολλές φορές τα είχανε φτάσει μέχρι και στα πρόθυρα του χωρισμού, μπορούσαν να λυθούν μέσα σε ελάχιστες συναντήσεις, εφαρμόζοντας απλές μεθόδους αποκατάστασης της επικοινωνίας.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Goldenberg, H., & Goldenberg, I. (2013). Family Therapy, An Overview. Eighth Edition. Belmont: Brooks/Cole