Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος Δικηγόρος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 4

Δίπλα στη θεία Ζηνοβία. Ποιος Θεός τον τιμωρούσε; Πέντε αδέλφια ο παππούς του, συνολικά δεκαπέντε θείοι και θείες, μαζί με τους συζύγους τριάντα, τα ξαδέρφια, τα πρώτα ακόμα, αναρίθμητα, και μια μαύρη μοίρα τον έκατσε εκεί. Δίπλα στη Θεία Ζηνοβία. Αν υπήρχαν μέχρι χθες τέσσερις λόγοι για να τερματίσει τη ζωή του, σήμερα αυτοί ήταν πέντε. Αν τους πολλαπλασίαζες δε και με τα χοντρά της δάχτυλα, που του τσιμπούσαν τα μάγουλα, οι λόγοι αυτοί γρήγορα γρήγορα γίνονταν διψήφιος αριθμός.

Απ’ την ώρα που κάθισε δίπλα της, του ‘ρθε το χνώτο της γυναίκας καπνίστριας, ανακατεμένο με την εμετική τσίχλα τριαντάφυλλο που τη θυμάται από τα πέντε του να μασάει. Σήμερα, όμως, σ’ αυτό το γλέντι έπρεπε να υπομείνει και το τρελό συνδυασμό των παραπάνω με σαμπάνια, ευχή για τους νεόνυμφους, με διάφορα είδη τυριών, όταν κάθισε δίπλα της είχε ήδη αδειάσει το πιάτο με τα ορεκτικά, ενώ η κολόνια της, μια πανάκριβη που υποχρέωνε κάθε δύσμοιρο συγγενή που ταξίδευε μ’ αεροπλάνο να της την προμηθεύει, έκανε το τραπέζι να θυμίζει επιτάφιο. Σίγουρα θα ‘χε ψεκάσει κρυφά τα χέρια της κάτω απ’ το τραπέζι για πολλοστή φορά, αγαπημένη συνήθεια της θείας και μισητή όλων των υπολοίπων, που όμως πάντα προσποιούνταν ότι δεν καταλάβαιναν τίποτα.

Με μια τελείως παράταιρη του χαρακτήρα του βουλιμία ρίχτηκε σε ένα φιλέτο που του ‘βαλαν μπροστά του. Έπρεπε κάπως να ξεχάσει που βρισκόταν. Τσίμπησε τη σαλάτα και κατασπάραξε τρία ψωμάκια. Μόνο όταν σήκωσε το κεφάλι του κατάλαβε την αλλαγή, την άδεια θέση δίπλα του.

Η θεία Ζηνοβία πάνω στην πίστα χόρευε, κουνώντας πάνω κάτω τα τεράστια στήθη της. Φανταζόταν τα ιδρωμένα χέρια της και κοιτούσε με οίκτο τους διπλανούς της. Λυπόταν τα ξύλινα σανίδια που με το τακούνι της πλήγωνε. Πάνω στη δεύτερη στροφή σταμάτησε η μουσική. Έμφραγμα. Τα παραπανίσια κιλά, η κακή ζωή και η ξαφνική άσκηση του χορού την ‘σκασαν.

Το γλέντι διαλύθηκε και το σόι έδωσε ραντεβού για αύριο. Θα πήγαινε με μεγαλύτερη χαρά απ΄ ό,τι στο σημερινό γάμο. Τουλάχιστον, δε θα φοβόταν για το ποιος θα κάτσει δίπλα του.