Άρθρο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος


Mια φορά και έναν καιρό, σε εκείνο το καταπράσινο μικρό χωριουδάκι της πιο γλυκιάς νοσταλγίας, κατοικούσε ένας ξεχωριστός άνθρωπος. Τα αραιά, άσπρα του μαλλιά, σα νιφάδες του χιονιού που σε αγκαλιάζουν στη θαλπωρή του χειμωνιάτικου τοπίου και τα μάτια του μπλε, σαν τους ωκεανούς που διασχίσαμε με τη βάρκα των ονείρων. Μα το ρολόι χτυπούσε τώρα 12 και εκείνος έπρεπε να φύγει. Μην κλάψεις για εμένα, με παρακάλεσε, όμως, δυστυχώς, δεν κατάφερα να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Και τώρα, του διηγούμαι ένα παραμύθι, σαν εκείνα που συντρόφεψαν τα παιδικά μου βράδια, με την ελπίδα ότι ίσως από εκεί ψηλά να με ακούει. Ακούς άραγε;

Θα σου διηγηθώ μια ιστορία, που ίσως δεν είναι αληθινή, ωστόσο, αν το καλοσκεφτείς, μια ακροβασία ανάμεσα στο όνειρο και το ρεαλισμό η ζωή, μια εύθραυστη ισορροπία τρομαχτικών δράκων και σωτήριων νεράιδων η καθημερινότητα. Και το “μια φορά και έναν καιρό” ίσως δικαιωθεί αν συνειδητοποιήσουμε ότι ναι, υπάρχει μονάχα ένας καιρός και αυτός μας ανήκει ολοκληρωτικά.

Θα σε ταξιδέψω. Λοιπόν, πολλά χρόνια πίσω, σε ένα μικρό βασίλειο, χαμένο στις καταπράσινες κοιλάδες της γιορτινής φύσης, κυβερνούσε μια ξεχωριστή γυναίκα, με το όνομα Αγάπη. Η Αγάπη είχε διαλέξει για σύζυγό της τον Ήλιο, έναν άντρα τόσο φωτεινό,  όσο και οι μέρες που πιστέψαμε στη μαγεία των ονείρων μας. Η Αγάπη και ο Ήλιος προσέφεραν καταφύγιο σε όλους τους κατατρεγμένους του τότε κόσμου και δημιούργησαν μια μικρή κοινότητα, στην οποία κυριαρχούσε η άνευ όρων αποδοχή της διαφορετικότητας.

Και έπρεπε να περπατήσεις σ’ εκείνον τον τόσο ξεχωριστό τόπο προκειμένου να αντιληφθείς τη δύναμη της ενέργειάς του και να νιώσεις βαθιά στον πυρήνα της ύπαρξης σου ότι μια εγκάρδια αγκαλιά διαλύει με το συναίσθημα την ομίχλη του πόνου. Στο βασίλειο της Αγάπης και του Ηλίου, η βροχή και η συννεφιά δεν χτυπούσαν την πόρτα του ουρανού και οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλή ή εθνικότητας, κρατούσαν σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου και πετούσαν στο σύμπαν που προσφέρει φτερά μονάχα στους ευαίσθητους ταξιδιώτες .

Ωστόσο, ίσως το ξέρετε καλύτερα από εμένα, η ευτυχία δεν διαρκεί ποτέ παντοτινά και κάποιες φορές, η αλήθεια δοκιμάζεται για να αποδείξει ότι είναι αρκετά δυνατή ώστε να ισορροπήσει στο τεντωμένο σκηνή των εναλλαγών της τύχης.

Μια μοιραία νύχτα, που λέτε, εμφανίστηκε στο βασίλειο μια μυστηριώδη γυναίκα, η Ζήλεια, με μαύρη, μακριά κάπα και μάτια τόσο σκοτεινά όσο και τα βαθύτερα πηγάδια των πιο ανομολόγητων φόβων μας. Η γυναίκα, κουβαλούσε στην αγκαλιά της ένα μικρό, τρομαγμένο αγόρι, με το όνομα Ρατσισμός.

Ο καιρός κυλούσε, το αγόρι μεγάλωνε και η Ζήλεια, μια μοναχική ύπαρξη που επέτρεψε στους εφιάλτες της πορείας να χαρακώσουν το άλλοτε αγνό πρόσωπο των ελπίδων της, ένιωθε μέρα με τη μέρα το κενό στη ψυχή  να την παρασύρει στη δίνη του. Κάποια πρωινά, κοιτούσε κλεφτά από το παράθυρο του σπιτιού της και αντίκριζε τα χαρούμενα βλέμματα των συγχωριανών της. Αλήθεια, πόσο τους φθονούσε. Μα περισσότερο από όλους φθονούσε την Αγάπη, τη βασίλισσα όλων, τη δίκαιη αρχηγό ενός τόπου που έμοιαζε να έχει λουστεί στα νερά της αιώνιας ευτυχίας. Μοναδική παρηγοριά της, το αγόρι της, ο Ρατσισμός, ένα παιδί ευάλωτο και ανασφαλές, που η ελαφριά αναπηρία του στερούσε το αγέρωχο περπάτημα.

Και έφτασε η θλιβερή μέρα που ο Ρατσισμός θα πήγαινε στο σχολείο. Η μαμά του τον ετοίμασε με σχολαστικότητα, τον πήρε από το χέρι και μαζί τράβηξαν την ανηφόρα που οδηγούσε στο φωτεινό εκπαιδευτήριο “Μόρφωση”. Στην πόρτα του εκπαιδευτηρίου, στεκόταν μια αξιοπρεπής μεσόκοπη γυναίκα, με κομψό ντύσιμο, μαύρα κυματιστά μαλλιά και πράσινο διεισδυτικό βλέμμα. Πρότεινε εγκάρδια το χέρι της στην Ζήλεια και με μια φωνή αποφασιστική και καθαρή, της είπε: “Κυρία μου, χαίρομαι πολύ που με εμπιστευτήκατε για τη διερεύνηση των πνευματικών οριζόντων του γιού σας. Ονομάζομαι Παιδεία και θα σταθώ δίπλα σε αυτά τα θαυμάσια αγόρια και κορίτσια σε όλα τα χρόνια της σχολικής τους σταδιοδρομίας”.

Η Ζήλια χάρισε ένα υποκριτικό χαμόγελο στην ενάρετη δασκάλα ενώ από μέσα της σκεφτόταν πόσο προτιμότερο θα ήταν να δώριζαν σε εκείνη και τον κανακάρη της ένα σακούλι χρυσά φλουριά αντί για ένα τσουβάλι άχρηστες γνώσεις.

Και θα ήταν μια ακόμη, συνηθισμένη μέρα στο βασίλειο εάν ένα ξανθό κοριτσάκι που αποκαλούσαν Επιπολαιότητα,  δεν σάστιζε παρατηρώντας το ασταθές βάδισμα του Ρατσισμού και δεν ξεστόμιζε αυθόρμητα: “Αχ αυτό το παιδάκι είναι κουτσό. Θα του φέρω τη μαγκούρα του παππού αύριο, μπας και καταφέρει να περπατήσει καλύτερα το καημένο”.

Μια στιγμή στέκεται ικανή ν’ αλλάξει τον ρου του πεπρωμένου, ένα τσούρμο λέξεων  γυρίζει τον τροχό της μοίρας και απειλεί να τινάξει στον αέρα τη θρυλική φράση “και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα”.

Ο Ρατσισμός κουλουριάστηκε ντροπιασμένος στο φουστάνι της μαμάς του και η Ζήλεια, που ξέχασα να στο αναφέρω, είχε κληρονομήσει τις σκοτεινές δυνάμεις της υποχθόνιας γιαγιάς της, έβγαλε από τον σάκο της ένα πελώριο ραβδί και ορθώνοντάς το ψηλά στον ουρανό φώναξε:

O τόπος αυτός δεν θα ξαναδεί το φως. Η Αγάπη και ο Ήλιος θα ξυπνήσουν με αλυσίδες στα χέρια και το πελώριο κάστρο τους θα μετατραπεί σε μια σκοτεινή σπηλιά του τρόμου που θα περιφρουρεί ένα μαύρο, πελώριο σκυλί με το όνομα Φόβος. Όσο για εσένα, αξιοσέβαστη Παιδεία, θα γίνεις τώρα  μαρμάρινο άγαλμα. Το ξόρκι θα λυθεί μονάχα όταν το όνειρο αγγίξει την πραγματικότητα”.

Με αυτήν την αινιγματική πρόταση, η Ζήλεια έσβησε τα χαμόγελα από τα πρόσωπα των συγχωριανών της και βύθισε το βασίλειο στη συννεφιά της θλίψης. Το φως δεν ξαναφάνηκε στον άλλοτε μαγικό μικρόκοσμο, η βλάστηση έδωσε τη θέση της σε ένα ξερό τοπίο και η αποδοχή εγκλωβίστηκε στη φυλακή της καχυποψίας.

Τα χρόνια πέρασαν και το άλλοτε φοβισμένο αγόρι μεταμορφώθηκε σε ένα ενήλικα με πετρωμένη καρδιά, σε ένα άνθρωπο που δίστασε να αναμετρηθεί με τις πληγές τις ψυχής και αποφάσισε να τις καλύψει με την βαριά κουβέρτα της σκληρότητας. Ο Ρατσισμός διαδέχτηκε τη γριά μητέρα του στη διεύθυνση του μοναδικού σχολείου που υπήρχε στο άλλοτε φωτεινό βασίλειο και άρχισε, σταδιακά, να φωλιάζει τον σπόρο της αμφιβολίας και του διχασμού στις αθώες παιδικές συνειδήσεις. Στο πλάι του, η μνηστή του με το όνομα ‘Αποστήθιση’, μια ξερακιανή γυναίκα με λεπτά, μονίμως στραβωμένα χείλη και αυστηρό, ελαφρώς επικριτικό βλέμμα που χτυπούσε συχνά με βρόντο το χέρι στο τραπέζι και επαναλάμβανε μονίμως την ίδια φράση:

“Δεν θέλω να καταλαβαίνετε τι διαβάζετε, απαιτώ, όμως, να το απομνημονεύσετε λέξη προς λέξη.”

Και τα παιδιά ασφυκτιούσαν κάτω από το ζυγό του πνιγηρού, καθημερινού προγράμματος ενώ η Αγάπη και ο Ήλιος, αλυσοδεμένοι στο σπήλαιο που φρουρούσε ο Φόβος, αδυνατούσαν να φέρουν ξανά τα λουλούδια στον κήπο του παρόντος.

Κάποτε, όμως, η γριά Ζήλεια αρρώστησε βαριά και ο γιος της, που πάντοτε της έτρεφε παθολογική αδυναμία, εδώ που τα λέμε, αποφάσισε να αφήσει για λίγο στην άκρη τις επαγγελματικές του υποχρεώσεις και να αφοσιωθεί στη φροντίδα της. Η Αποστήθιση , ψάχνοντας την τέλεια ευκαιρία για να δραπετεύσει, έστω και προσωρινά, από μια δουλειά που σιχαινόταν, του ανακοίνωσε με υποκριτικό ενδιαφέρον ότι επιθυμεί να σταθεί πλάι του.

Ξεκίνησαν, λοιπόν, μια σειρά συνεντεύξεων που στόχο είχαν την εξεύρεση της προσωρινής αντικαταστάτριας τους.

Ένα απόγευμα εμφανίστηκε μπροστά τους μια αέρινη, γοητευτική γυναίκα με ξανθά, σγουρά μαλλιά και μπλε, ονειρικό βλέμμα. Τους μαγνήτισε από την πρώτη στιγμή και, έτσι, της εμπιστεύτηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη τα καθήκοντα τους.

Τη γυναίκα αυτήν την λέγανε Τέχνη και όταν μπήκε για πρώτη φορά στη γκρίζα, ασφυκτική, αίθουσα, αντίκρισε κάτι τρομαγμένα προσωπάκια που πάλευαν να καταπιούν σαν χάπι τις φράσεις των τεράστιων βιβλίων τους. Αποξενωμένα το ένα από το άλλο, κλεισμένα στο δικό τους μικρόκοσμο, τον χτισμένο με τα θεμέλια της αμφιβολίας και της αυτοϋπονόμευσης.

Η ξανθιά δασκάλα τους κοίταξε γλυκά και τους παρακάλεσε να αφήσουν στην άκρη τα σχολικά τους βοηθήματα και να την ακολουθήσουν έξω, στην άγονη φύση. Και τότε τους διηγήθηκε ένα παραμύθι για ιππότες εγκλωβισμένους στα τείχη που οι ίδιοι όρθωσαν και για βασίλισσες παγιδευμένες στα στερεότυπα που βάφτισαν πραγματικότητα. Κατόπιν, τους ζήτησε αναπαραστήσουν την ιστορία, να κρατήσουν εκείνοι τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και να νιώσουν την αγωνία των άγνωστων, μέχρι πρότινος, χαρακτήρων.

Και τότε, κάτι μαγικό σα να συνέβη. Για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, το φως πλημμύρισε την πλάση, η Παιδεία εγκατέλειψε το μαρμάρινο σώμα της η βλάστηση αγκάλιασε το ξερό τοπίο και η Αγάπη και ο Ήλιος βρήκαν το κουράγιο να αποδεσμευτούν από τις αλυσίδες της σκλαβιάς, κοίταξαν τον Φόβο κατάματα και απέδειξαν στον εαυτό τους ότι εκείνο το μαύρο, πελώριο σκυλί λαμβάνει αιωνίως την εξουσία που εμείς του παραχωρούμε.

Η γριά Ζήλεια διαισθάνθηκε αμέσως ότι το ξόρκι λύθηκε και έκλεισε για πάντα τα θλιβερά της μάτια, ο Ρατσισμός και η Αποστήθιση τυφλώθηκαν από το φως της πλάσης και το βασίλειο γέμισε από χαρούμενες νότες και πολύχρωμα μπαλόνια.

Και αν η Παιδεία διαπλάθει χαρακτήρες, αν η Τέχνη μπορεί να μας σώσει από το δυσβάσταχτο φορτίο της θνητής μας φύσης, τότε γιατί αυτές οι δύο να μην βαδίσουν χέρι χέρι στο καταπράσινο τοπίο ενός ονείρου που αντάμωσε την πραγματικότητα;