Κείμενο: Μαριέτα Δημουλά


Πατάω το off στην τηλεόραση την ώρα που ανακοινώνουν για πολλοστή φορά τον αριθμό των προσφύγων στη χώρα. Λες και τα νούμερα υπογραμμίζουν την απελπισία αυτών των ανθρώπων. Ο ένας, δηλαδή, σημαίνει κανένας; Η παλινωδία αυτής της φρίκης είναι ότι η εξατομίκευση έχει πνιγεί από τη μαζικοποίηση. Κι αν ήταν μόνο δέκα οι πρόσφυγες; Θα ήταν λιγότερη τραγική η θέση τους; Θα αντιμετωπίζονταν με την ίδια ένταση από τα μέσα ο θρήνος της ζωής τους;

Πατάω το off στην τηλεόραση κι απλώνω πλοκάμια στον κυβερνοχώρο. Σκουντουφλάω πάνω σε αποσπάσματα του Henry Miller για τις προσφυγικές πολυκατοικίες της Αθήνας.

“Σκοτώσαμε την ώρα μας τριγυρνώντας μέσα στη γειτονιά, απορώντας όχι τόσο για τη βρωμιά, όσο για τη συγκινητική προσπάθεια των ανθρώπων να στολίσουν τα άθλια καλύβια τους. Μόλο που ήταν φτιαγμένα από σκουπιδαριό, έβρισκες εδώ πιότερη χάρη και χαρακτήρα παρά σε μια καινούρια πόλη. Σου έφερνε στο νου βιβλία, εικόνες, όνειρα, θρύλους, σου θύμισε ονόματα σαν του Λιούς Κάρολ, Ιερώνυμου Μπος, Μπρέγκελ, Μαξ Ερνστ, Χανς Ράιχελ, Σαλβαντόρ Νταλί, Γκόγια, Τζιόττο, Πάουλ Κλεε, για να αναφέρω μερικούς μόνο. Μέσα από τη φοβερή φτώχεια και τον πόνο έβγαινε μια φλόγα που ήταν ιερή, σου έδινε αμέσως ένα αίσθημα σεβασμού. Δε σου ερχόταν καθόλου να γελάσεις σαν έβρισκες μια μισογερμένη παράγκα να χη ένα λιακωτό φτιαγμένο από τενεκέδες.”

Ύστερα σπαρταράω στο μπαλκόνι, βράδυ Μάρτη. Γδάρτη. Η Άνοιξη που μάς κάνει τσαχπινιές, μας γεμίζει ελπίδα την ημέρα και τη νύχτα γκρεμοτσακιζόμαστε απότομα στην άσφαλτο ενός ψευδοχειμώνα. Έχουν τα βράδια μια ψύχρα επικίνδυνη, έτοιμη να σε κολλήσει γρίπη όσο εσύ σνιφάρεις τα χρώματα των αμυγδαλιών, προσδοκάς για λίγα γραμμάρια χαράς, μακριά από τοξικές οθόνες που κάθε στιγμή σε καταπίνουν, σε πιέζουν, σε σπρώχνουν να βυθιστείς σε βάλτο.

Σπαρταράω στο μπαλκόνι και κλέβω εικόνες από τις άλλες ζωές, από την απέναντι πολυκατοικία. Ανοιγοκλείνουν τα φώτα και είναι σαν να αλλάζω κανάλι.  Όλους τους κατοίκους της -αν ρωτήσω- ξέρω, θα μου πουν πώς δεν είναι καλά, και όμως οι κινήσεις τους οφείλουν να είναι ίδιες, τελετουργικά να ζεστάνουν το φαί τους το βράδυ, να μιλήσουν στο τηλέφωνο, να πούνε δυο κουβέντες. Γιατί, κατά βάθος, η ρουτίνα είναι κι ένα πιστοποιητικό υγείας.

Και βλέπω ένα κοριτσάκι να χοροπηδάει στο σαλόνι του σπιτιού, εκεί στον 4ο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας, τυλιγμένο με μια κουβέρτα να φέρνει σβούρες. Σα πυγολαμπίδα κλεισμένη σε σπιρτόκουτο, το φως -σκέφτομαι- θα ναι πάντα καλοδεχούμενο. Σίγουρα θα ονειρεύεται πως τη μια στιγμή είναι μπαλαρίνα και την άλλη πολεμίστρια με μαγικές δυνάμεις που σαν χώνεται κάτω από την κουβέρτα θα γίνεται αόρατη, θα μεταφέρεται στο κάστρο της που θα έχει όλα τα παιχνίδια του κόσμου και τριγύρω της μια κοιλάδα με σπαρμένα ζαχαρόδεντρα. Γιατί, στην ουσία, η φαντασία που πάλλεται είναι κι ένα πιστοποιητικό νέας ζωής.

Και πέφτω για ύπνο αυτό το βράδυ του Μάρτη και πιάνω στα χέρια μου τις λέξεις του Χειμωνά. Και δεν ελπίζω τίποτα περισσότερο γι’ αυτόν τον κόσμο από αυτόν τον Κρότο.

‘Έτσι θέλω να υπερασπισθώ την ξαφνική Αφύπνιση: μ’ ένα συνταρακτικό βίωμα. Η μουσική γεννήθηκε από τον Κρότο. Και προς αυτόν τείνει διαρκώς. Έτσι θεωρώ την Ξαφνική Γλώσσα: ένα νέο όργανο, μια νέα χρήση οργάνου -αφού η χρήση είναι το όργανο. ΕΛΗΞΕ Η ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΗ. Αποφανατίσθηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε ”πρωτοπορίας”. Μια οργιαστική Σιγή εβλάστησε σε όλες τις ρωγμές. Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς των δεκαπέντε-δεκαφτά χρόνων. Κοιτάξτε τους καλά. Προσέξτε την Κατήφειά τους. Τη νευρική τους απάθεια, τη σιωπή τους, τη δύσαρθρη ομιλία τους, τη δύσθυμη σκληρότητά τους. Προσέξτε πόσο Ακίνητος είναι αυτός ο Νέος Άνθρωπος. Πόσον Αμίλητο Φόβο κουβαλάει μέσα του. Κι αν ακόμα δεν είναι αυτοί ο Συναγερμός, θα έρθουν παιδιά και έφηβοι που θα είναι προορισμένοι για το Νέο Λόγο. Απλά, για το Λόγο. Για λέξεις που ποτέ δε διαπράχθηκαν, για νοήματα που ποτέ δεν ορθολογήθηκαν, για εικόνες που ποτέ δε μιλήθηκαν. Φοβηθείτε τους.”


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Μίλερ, Χ. (2004). Ο Κολοσσός του Μαρουσιού και Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα. Εκδόσεις Μεταίχμιο