Άρθρο: Ευθύμης Μαυρεπής
Φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας/ Ιστορίας της Τέχνης

Επιμέλεια: Μαρία Κασσεροπούλου
Φιλόλογος 


Μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να μιλήσεις. Να μιλήσεις σε κάποιον που σε πλήγωσε, σε αδίκησε, σου είπε ψέματα, σε εξαπάτησε… σε κάποιον που μαζί του είχες μια δύσκολη στιγμή. Δεν έχεις το κουράγιο, δεν έχεις την διάθεση, δεν έχεις την υπομονή να του μιλήσεις. Να του πεις για το πώς νιώθεις. Ίσως πιστεύεις πως δεν ωφελεί… δεν πρόκειται να σε καταλάβει…  Ποτέ δεν σε άκουσε. Μόνο μιλούσε.  Κουράστηκες.

Επώδυνες στιγμές διαλόγου, που συνθέτουν ένα φαύλο κύκλο παλλόμενων στομάτων που εναλλάσσονται και συρρικνωμένων  ώτων που  κωφεύουν. Όμως εσύ έχεις την ανάγκη να μιλήσεις. Επιζητάς λύτρωση από κάποιον που θα σε ακούσει. Κανείς δεν είναι διαθέσιμος στο δωμάτιο. Είσαι μόνος. Όσα από την μνήμη θες να ξεδιαλύνεις, με μολύβι και χαρτί μπορείς και να τα σβήσεις….

Το μολύβι γράφει ασταμάτητα, το χαρτί συνθλίβεται συνεχώς. Το σκίζεις και το ξανασκίζεις. Θαρρείς πως καμία λέξη δεν αποτυπώνει πιστά όσα θες να πεις. Γράφεις διαρκώς λέξεις πολλές αλλά συνάμα τόσο λίγες. Δεν είναι εκείνες που θες να πεις. Φοβάσαι να τις πεις. Φοβάσαι γιατί ξέρεις πως μόνο εσύ θα τις ακούσεις. Επώδυνος ο μονόλογος. Μιλάς και ακούς ταυτόχρονα. Γράφεις και διαβάζεις όσα δεν θα θελες ποτέ σου να γράψεις… Όσα ποτέ σου δεν θα θελες να διαβάσεις. Λέξεις, λέξεις, λέξεις. Σκέφτεσαι και γράφεις. Σκέφτεσαι τι γράφεις; Μάλλον δεν έχει σημασία τίποτα άλλο πέρα από αυτό που αισθάνεσαι.

Όταν γράφεις, πρέπει να αισθάνεσαι με το μυαλό και να σκέφτεσαι με την καρδιά. Έτσι είναι ο μονόλογος…

Πίσω στο χαρτί πάλι. Αλλάζεις το μολύβι που χρησιμοποιείς. Θαρρείς πως για όλα αυτά που γράφεις και διαβάζεις, φταίει το μολύβι .Αυτό μάλλον θα πρέπει να φταίει! Πιάνεις την ξύστρα. Αρχίζεις να περιτριγυρίζεις μέσα της το μολύβι. Όσο πιο έντονη η σκέψη σου, τόσο πιο γρήγορες οι περιστροφές του μολυβιού μέσα στην ξύστρα. Το μένος, ο θυμός σου, η θλίψη σου  συμπυκνώνονται σε εκείνες τις κινήσεις. Μυτερό όπως είναι το μολύβι σου, αρχίζεις να γράφεις σε εκείνες τις λευκές κόλλες. Πιο πολύ θα σου ταίριαζε, άναρχα, χωρίς δομή, χωρίς καμία περίσσια συνοχή να αρχίσεις να μουτζουρώνεις. Να μαυρίσεις το άσπρο της σελίδας. Σπιθαμή προς σπιθαμή να γίνει μαύρο.  Ίσως τότε η σκέψη σου θα αποτυπωθεί πιστά πάνω στο χαρτί. Ατόφια και γνήσια. Ατάκτως ειρημένη.

Τα πάντα και το τίποτα. Όλα και κανένα. Τα λίγα, τα πολλά. Το ποτέ και το πάλι.

Μολαταύτα, δεν μουτζουρώνεις το χαρτί. Δεν το μαυρίζεις. Έχεις ανάγκη από το λευκό. Έχεις ανάγκη από χώρο πάνω στο χαρτί. Να εκφραστείς ελεύθερα. Έχεις ανάγκη από χώρο για να μιλήσεις και να σε ακούσουν. Ένα χώρο που σου στέρησαν. Το χαρτί νοερά γίνεται ο χώρος αυτός. Το μολύβι όσα θέλεις να πεις. Και οι γραμμές γίνεται η ζωή σου.  Κάθε γραμμή και μια ξεχωριστή ιστορία. Αρχίζει και τελειώνει μέσα σε μερικά βήματα από την μια άκρη της σελίδας στην άλλη. Το  μολύβι μυτερό. Η σκέψη ακονισμένη.

Τα λόγια κοφτερά. Λόγια που πληγώνουν.

Το σουβλερό μολύβι αρχίζει να γράφει πάλι. Πιο έντονα, πιο βίαια. Θαρρείς πως αν δεν βιαστείς, δεν θα τα προλάβεις. Δεν μιλώ για σκέψεις πια. Μιλώ για συναισθήματα. Αυτά που δεν πρόλαβες να πεις.  Εκείνα είναι που γράφεις τώρα. Η μύτη του μολυβιού αραδιάζει τα συναισθήματα σου. Μια αστείρευτη πηγή συναισθημάτων, που αναβλύζει από τα άδυτα της ψυχής σου. Αγωγός το μολύβι σου. Σχεδόν τα ξερνάει στο χαρτί.. Οι λέξεις μισοτελειωμένες. Καμία φορά κενές. Χωρίς τελείες, χωρίς κόμματα. Με κεφαλαίο, τα σημαντικά, τα κομβικά. Το μολύβι…. το όπλο που δεν είχες ποτέ πραγματικά. Το “μαχαίρι” που δεν θέλησες ποτέ σου να χρησιμοποιήσεις, μην τάχα και τους πληγώσεις. Όπλο γίνεται το μολύβι σου. Δες πόσο έντονα γράφεις. Γράφεις για κείνους. Όταν καμία φορά, σταματάς σε κάποιο όνομα, πιέζεις πιο πολύ με το μολύβι. Το μολύβι είναι το όπλο σου.

Το μολυβένιο όπλο σου. Ανηλεή, βίαιο. Εκδικητικό. Ονόματα ανθρώπων, σε πλήγωσαν, σε πόνεσαν. Σε αδίκησαν ή μπορεί και να αδίκησες.

Στο χαρτί της ιστορίας σου, δεν αδικείς κανέναν!

Αλλάζει η έκφραση σου όταν γράφεις. Η θύμηση ενός ανθρώπου που σε αδίκησε. Η ανάμνηση ενός γεγονότος που σε σημάδεψε. Όλα αρκούν για να νιώσεις τον πόνο διπλά. Γίνεσαι σκληρός. Πιο σκληρός από όσο ήσουν πριν. Από όσο είσαι πραγματικά. Θαρρείς πως το όνομα γίνεται πρόσωπο. Το πρόσωπο, που με το κοφτερό μολύβι σου, μπορείς τώρα να πλήξεις. Έχεις την ευκαιρία μια φορά να το πονέσεις. Έστω και έτσι. Κάνε το! Πλήγωσέ το! Δεν είναι στα αλήθεια. Εξάλλου, μόνο στο χαρτί και μόνο με μολύβι θα το κάνεις. Δεν σου ταιριάζει να το πληγώσεις αλλού και αλλιώς. Δεν σου αρμόζει.  Μόνο με χαρτί και μόνο με μολύβι. Είσαι καλός κατά τα άλλα. Περνούν ένα, δύο, τρία ονόματα. Πρόσωπα. Έχεις βγάλει κάθε μένος. Έχεις γράψει ό, τι αισθάνεσαι. Η μύτη του μολυβιού, μετά από τρία πλήγματα, φθίνει. Αρχίζει από την ένταση που της ασκείς να ατονεί. Δεν είναι πλέον καλός αγωγός του συναισθήματος. Και ξαφνικά σπάει. Μολύβι χωρίς μύτη. Δεν ακουμπά το συναίσθημα στο χαρτί.

Νιώθεις μετέωρος.

Αφήνεις το μολύβι στην άκρη. Δεν πιάνεις την ξύστρα, δεν θες άλλο μολύβι. Σωριάζεις τα χέρια σου δεξιά και αριστερά. Αναλογίζεσαι το κακό που έχεις κάνει. Τα πλήγματα που προκάλεσες με το μολύβι. Τον πόνο που έσπειρες πάνω σε μερικές σελίδες. Το πόσο πλήγωσες το χαρτί. Πονάς τώρα και συ. Κουράστηκες με τόση ένταση. Με τόσο συναίσθημα και τόση σκέψη. Στην αρχή ήταν το χαρτί. Εκείνο θέλησες να μεφθείς για την αστοχία “σκέψης”. Το χαρτί ήταν υπεύθυνο, που δεν κατάφερε να αποτυπώσει όσα σκεφτόσουν. Στην συνέχεια ήταν το μολύβι. Εκείνο μάλλον έπρεπε να φταίει που δεν έγραφε όλα όσα ένιωθες.

Χαρτί είναι οι σκέψεις μας. Μολύβι, τα συναισθήματα μας.

Τώρα έχεις ανάγκη από φως. Πραγματικά, το σκοτεινό δωμάτιο πρέπει να φωτιστεί. Η στοιβάδα από τα χαρτιά. Πιο δίπλα τα πολυκαιρισμένα σου μολύβια. Τα χαρτιά και όσα έχεις γράψει πάνω τους. Όσα σκεφτόσουν και όσα ένιωθες. Τα χαρτιά, ιδανικό προσάναμμα για την φωτιά σου. Όσα γράφουν μάλιστα φαντάζουν τόσο εύφλεκτα. Εύφλεκτα όσα νιώθεις και όσα σκέφτεσαι. Ικανά όμως να δώσουν φως. Αρκούν ώστε να σε ζεστάνουν. Δεν κωλυσιεργείς. Ευθύς  παίρνεις τα χαρτιά. Τους βάζεις μια φωτιά. Λαμπαδιάζουν αμέσως. Ό, τι γράφεις να το καις. Στο τέλος έχεις ανάγκη από φως. Έτσι για να μάθεις πως και οι πιο σκοτεινές σκέψεις… τα πιο σκοτεινά αισθήματα, μπορούν πάντα να φωτίσουν το δωμάτιο που βρίσκεσαι.  Φωτιά από χαρτιά. Φωτίζεσαι και ζεσταίνεσαι, καθώς εκείνα καίγονται. Ενώ τα αποκαΐδια τους σε βρίσκουν στην λησμονιά. Η μνήμη ξέγραψε. Με μολύβι και χαρτί.

Μην σκίζεις ό, τι γράφεις. Ίσως κάποτε μπεις στο πειρασμό να ενώσεις τα κομμάτια. Να τα διαβάσεις. Να θυμηθείς…