Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος


“Μια αστραπή είναι η ζωή, μα προλαβαίνουμε’
-Νίκος Καζαντζάκης

Ρώτησαν, κάποτε, τον Δαλάι Λάμα τι τον εκπλήσσει περισσότερο στον κόσμο και εκείνος δεν στάθηκε σε κάποιον περίτεχνο πίνακα ζωγραφικής, στο αξιοθαύμαστο γεωφυσικό φαινόμενο ή στο τοπίο που χαράζεται αιωνίως στη μνήμη εξαιτίας της σπάνιας ιδιαιτερότητάς του. Ο Δαλάι  Λάμα επέλεξε τον άνθρωπο, τον δημιουργό της τέχνης και τιμωρό της φύσης, αυτόν που θυσιάζει την υγεία του στο βωμό του χρήματος για να επενδύσει, ύστερα, όλα του τα υλικά αποκτήματα στο κυνήγι της χαμένης ευρωστίας. Ο άνθρωπος, που αγχωμένος για το μέλλον αδυνατεί να απολαύσει το παρόν και προχωρά σα να είναι αθάνατος ενώ, αργότερα, πεθαίνει χωρίς να έχει ζήσει, αποτελεί αντικείμενο έρευνας όσων αντιλήφθηκαν νωρίς ότι το τώρα ταυτίζεται με τη μοναδική προοπτική που ορθώνεται με ελπίδα μπροστά μας.

Δεν σε φοβίζει, άραγε; … Η σκέψη ότι ο χρόνος κυλά αντίστροφα καθώς εσύ πασχίζεις να αποκωδικοποιήσεις τις κρυμμένες έννοιες της λέξης ‘ευτυχία’, αγωνιάς να ικανοποιήσεις τις ναρκισσιστικές φιλοδοξίες σου και ξυπνάς ιδρωμένος στη μέση της νύχτας, αδυνατώντας να ξεφύγεις από φαντάσματα του παρελθόντος, από μνήμες που ουδέποτε επέτρεψες να λησμονηθούν…

Κλαις για τις άστοχες επιλογές, μα γιατί δεν βλέπεις πως τα δάκρυα σκεπάζουν με την ομίχλη τους τον ουρανό της στιγμής;

Και τρέχεις, προκειμένου να εξασφαλίσεις τα γερά θεμέλια του μέλλοντος, αφού ξεχνάς ότι το πρώτο τούβλο για το οικοδόμημα των ονείρων σου το κρατάς ακόμη, διστακτικά, στα χέρια σου.

Και έτσι, συνεχίζεις να βαδίζεις σε ένα σύμπαν που δεν συγχωρεί όσους σπαταλούν το δώρο της ζωής, σε μια παράσταση που τελειώνει προτού καλά καλά αρχίσει. Στη δική σου παράσταση είσαι ο θεατής και το αντίτιμο ενός έργου που δεν παίχτηκε αποδεικνύεται συνήθως βαρύ, αυτό μη ξεχνάς…

Χρόνια πριν, γνώρισα έναν ηλικιωμένο άντρα με μάτια τόσο ζωηρά όσο και τα καλοκαιρινά πρωινά της παιδικότητάς μας. Ευλογημένο θα τον χαρακτήριζα.  Με μυαλό σαν ξυράφι και όρεξη για δημιουργία, δούλευε ακόμη στις επιχειρήσεις που με τόσο κόπο είχε στήσει και περιτριγυριζόταν από μια οικογένεια ανεπιτήδευτα ευτυχισμένη ( ξέρεις, από αυτές που δε διστάζουν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, που αγαπιούνται μα και καυγαδίζουν ενίοτε, για να αγαπηθούν, ύστερα, λίγο περισσότερο).

Και όπως κάθε άνθρωπος που σέβεται την αγωνιώδη ανάγκη του για έλεγχο, γύρευα να κλέψω το μυστικό του, λες και υπάρχει συγκεκριμένος μαθηματικός αλγόρυθμος που σε κατευθύνει με ασφάλεια στον παράδεισο της ψυχικής ευφορίας.

Για λίγο, με περιεργάστηκε προσεχτικά και έπειτα χαμογέλασε συγκαταβατικά, σα να αντιλήφτηκε ότι ανήκω σε εκείνους τους αμετανόητους ορθολογιστές, που αναλύουν εξονυχιστικά το παρελθόν και υφαίνουν λεπτομερώς το μέλλον, αφήνοντας, κάπου στο ενδιάμεσο, το παρόν να ξεγλιστρά.

Θα σου πω μια ιστορία, κορίτσι μου. Κάποτε, είχα έναν φίλο. Χρυσό παιδί, όμως πολύ αγχώδης, βρε αδερφέ… Δούλευε με μανία, αγωνιούσε, θαρρείς, να προβλέψει όλες τις παραμέτρους του ορμητικού ποταμιού της ζωής, μα το ποτάμι λαχταρά ελευθερία και όχι φράγματα, αυτό να θυμάσαι. Κάθε φορά που τον προέτρεπα να χαλαρώσει και να απολαύσει τη μαγεία της διαδρομής προς την Ιθάκη, αποκρινόταν ακριβώς αυτό: “Λίγο ακόμη Κώστα, λίγο ακόμη. Που θα πάει, θα βγώ στη σύνταξη και τότε, αγαπητέ μου, θα χαρώ όσα τόσο καιρό στερήθηκα”.

Περίεργο, σα να ηχεί και τώρα η κουρασμένη του φωνή στα αυτιά μου… Καλά το ψιλιάστηκες… Δεν πρόλαβε να βγει στη σύνταξη και άρα δεν πρόλαβε και να ζήσει. Μη γίνεις, λοιπόν, εκείνος. Μην αναβάλλεις το γέλιο και τις αγκαλιές, μην κρατάς ένα δώρο στα χέρια σου, αρνούμενη πεισματικά να το ξετυλίξεις. Τι στην ευχή αξίζει και το πιο πολύτιμο δώρο του σύμπαντος εαν δεν  απαλλαγείς με ενθουσιασμό από τις περιττές του  κορδέλες, εαν δε βυθιστείς με ορμή στο περιεχόμενό του;’

Την ιστορία εκείνου του ηλικιωμένου άντρα θυμήθηκα σήμερα. Ενδεχομένως, το μπαλκόνι των χειρότερων φόβων μου να ισοδυναμεί με την απραξία του σήμερα. Ίσως, τελικά, εμείς οι ίδιοι  επιλέγουμε τα μπαλκόνια που μας ταιριάζουν,  τα μεταμορφώνουμε στους χειρότερους εφιάλτες ή στους πιο ανθισμένους μας κήπους…