Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Ασκούμενος δικηγόρος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 15

Η Μάρθα· μόνο αυτή είχε μείνει στο γραφείο εκείνη την ώρα. Πάντα η Μάρθα έμενε τόσο αργά στο γραφείο. Όλοι ‘φευγαν πρώτοι.  Να μαζέψουν παιδιά από σχολικά. Να κατεβάσουν χύτρες από τα μάτια.  Έστω να βγάλουν σκυλιά για το μεσημεριανό κατούρημα. Η Μάρθα μόνο έμενε τόσο αργά στο γραφείο. Δεν είχε παιδιά σε κίτρινα λεωφορεία να περιμένει. Μαγείρευε μόνο γι’ αυτήν. Ακόμα και η γάτα της ανεξάρτητη ανακουφιζόταν όποτε ήθελε στην άμμο της.

Συνήθως κι αυτός έφευγε με τους άλλους και άφηνε πίσω τη Μάρθα. Η Μάρθα έμενε μόνο τόσο αργά στο γραφείο.

Την έβλεπε καθώς έφευγε να κοιτάζει τα χαρτιά της με τα γυαλιά της. Ώρες ώρες πίστευε πως δεν τα χρειαζόταν, ότι τα φορούσε σαν ένα απαραίτητο αξεσουάρ, απ’ αυτά που πάνε υποχρεωτικά με τις μακριές κακοχυμένες φούστες, τα πουκάμισα και τους κότσους.

Συνήθως έφευγε νωρίς και άφηνε πίσω τη Μάρθα, σήμερα όμως έπρεπε να τελειώσει οπωσδήποτε αυτό που έγραφε. Φαντάστηκε την Μάρθα να σηκώνεται πριν απ’ αυτόν, να τον κοιτάζει πίσω από τα ψεύτικα γυαλιά της και να φεύγει. Τα δάχτυλά του κινήθηκαν ακόμα πιο γρήγορα στο πληκτρολόγιο.

Έκανε σκέψεις. Δύσκολα συγκεντρωνόταν. Να περνάει η ώρα, αυτός να μην έχει τελειώσει. Η Μάρθα να φεύγει. Να μη γυρνάει όμως στο σπίτι της. Το γατί κατουρούσε μόνο του. Δυο στενά πέρα απ’ το γραφείο, να πηγαίνει σε ‘κείνη την παράνομη μπαρμπουτιέρα. Και η Μάρθα να ‘βγαζει τα γυαλιά, δε τα χρειαζόταν άλλωστε. Την φαντάστηκε να βγάζει από την μεγάλη καφέ γεροντίστικη τσάντα της το μισθό της. Η διαίρεση με το ένα αφήνει μεγάλο πηλίκο. Η Μάρθα έχανε, κέρδιζε, έβριζε και βλασφημούσε, σκυμμένη πάνω από το τραπέζι με τους άλλους. Θα ‘χανε μηνιάτικα, και τιμαλφή, όταν θα στέγνωνε από ρευστό. Τη σκεφτόταν να ζει τη διπλή της ζωή δυο μόνο τετράγωνα από ‘κει που τώρα καθόταν και τακτοποιούσε τους φακέλους της, με τα μικρά στρόγγυλα γράμματά της πάνω. Δυο στενά και τα γυαλιά της την χώριζαν μόνο από την άλλη Μάρθα.

Αποθήκευσε το κείμενο που έγραφε. Το έστειλε με μέιλ στον εαυτό του για να προσθέσει από το σπίτι τους αριθμούς που θα ήξερε το βράδυ και μάζεψε τα πράγματά του. Μπήκε στον πειρασμό να κρυφτεί και να περιμένει τη Μάρθα. Να την ακολουθήσει όταν θα ‘βγαινε. Δυο στενά είναι μικρή παράκαμψη. Μετάνιωσε όμως στη σκέψη. Χαιρέτησε και έφυγε. Όχι τελευταίος, όπως αρχικά είχε φοβηθεί. Είχε μείνει η Μάρθα τόσο αργά στο γραφείο.