Κείμενο: Ευθύμης Μαυρεπής
Φοιτητής Ιστορίας και Αρχαιολογίας/ Ιστορίας της Τέχνης


Μια μικρή ιστορία, για να καταλάβεις πως μερικές φορές ο τρόπος που αγαπάς είναι λάθος:

«Η Αγάπη.  Έχεις μάθει να αγαπάς, με ποσότητα. Την οικογένεια σου, την αγαπάς πολύ. Τους φίλους σου, λιγότερο από το πολύ. Μπορεί και περισσότερο. Τους οικείους ή γνωστούς λιγότερο, από το λίγο. Τον εαυτό σου, πολύ πιο πολύ. Και τώρα εμένα, περισσότερο και από το, πολύ πιο πολύ. Περισσότερο, από τον εαυτό σου.  Δεν δίνεις δεκάρα, για κανέναν άλλον. Δεν αγάπησες, κανέναν τόσο, όσο εμένα. Κανέναν τόσο πολύ. Στο αναγνωρίζω. Εμένα, με αγάπησες πιο πολύ. Αλλά και πάλι έκανες λάθος. Δεν με ένοιαζε το πόσο, θα με αγαπήσεις. Αλλά το πώς, θα με αγαπήσεις. Παταγωδώς απέτυχες. Γιατί, ενώ ξέρεις να αγαπάς πιο πολύ ή πιο λίγο, πάντα αγαπάς με τον ίδιο τρόπο. Με το συνηθισμένο. Με αυτόν, που έχεις μάθει. Αλλιώς αγαπάς, την μαμά σου, αλλιώς τους φίλους σου,  αλλιώς εμένα.  Για άλλους λόγους και με άλλα κίνητρα. Η ποσότητα είναι η ίδια. Μην κάνεις τσιγκουνιές στην αγάπη.  Αυτό που διαφοροποιεί όμως την αγάπη, που τρέφεις για την μαμά σου, την αγάπη που τρέφεις για τους φίλους σου και βέβαια, την αγάπη που έτρεφες για μένα, είναι ο τρόπος.  Καμία αγάπη, δεν έγινε παντοτινή με το πολύ.  Μια αγάπη, κρατά για πάντα, όταν είναι διαφορετική. Όταν εμένα με αγαπάς, διαφορετικά. Με τρόπο διαφορετικό, που δεν αγάπησες άλλοτε κανέναν άλλο.  Με τι τρόπο με αγάπησες;

Έχεις μάθει να αγαπάς ότι θαρρείς πως σου ανήκει και ότι μένει ακίνητο για να το αγαπάς.  Πριν με γνωρίσεις είχες ένα σκύλο, θυμάσαι; Και πριν τον σκύλο, είχες ένα λουλούδι; Το θυμάσαι και αυτό; Τα αγαπούσες πολύ και τα δυο. Το ένα ήρθε διαδοχικά μετά το άλλο. Αγαπούσες το λουλούδι σου, το φρόντιζες, αλλά μαράθηκε. Μετά πήρες έναν σκύλο, τον αγαπούσες και τον φρόντιζες και αυτόν.  Και μετά γνώρισες εμένα. Εμένα με αγάπησες πιο πολύ, αλλά και εγώ έφυγα. Γιατί με αγάπησες το ίδιο…

Και πάλι δεν έχεις καταλάβει γιατί έφυγα.  Αγαπάς λιγότερο, τους φίλους σου. Αγαπάς εμένα πιο πολύ. Αγαπάς λιγότερο, την οικογένεια σου. Αγαπάς εμένα πιο πολύ. Αγαπάς λιγότερο, τον συνάνθρωπο σου. Τον άγνωστο.  Για χάριν μου έπαψες, να τους αγαπάς. Όχι, δεν στο ζήτησα.  Αγαπάς λιγότερο, και εκείνο το λουλούδι. Ανθοφορεί την άνοιξη, στον κήπο σου. Όμορφο. Πορφυρό. Με πέταλα. Τι ευωδία; Σαν έπιανε μια βροχή, έτρεχες να το προστατεύσεις. Πονούσες  σαν το έβλεπες, να τσακίζει κάτω από την δυνατή βροχή. Φοβόσουν , μην μαραζώσει. Τώρα πια όμως δεν σε νοιάζει.  Ξέρεις γιατί; Γιατί μ’ αγάπησες  πολύ.  Μου αρκούσε και το λίγο. Όμορφο λουλούδι. Το αγάπησες πιο λίγο, αφότου μ’ αγάπησες πολύ. 

Αποφάσισες, πως η κηπουρική δεν σου ταιριάζει. Πάντα ήθελες ένα σκύλο. Τον φρόντιζες. Ήσουν ευτυχισμένος μαζί του. Η μουσούδα του, να εισβάλει στα χουχουλιάρικα στρωσίδια σου. Ένα χειμωνιάτικο πρωινό, μαζί του. Το ένα διαδέχεται το άλλο. Είναι κιόλας Κυριακή. Σε μια βόλτα με τον σκύλο σου, εκεί σε ένα πάρκο, σε συνάντησα.  Κυριακή. Είχα βγει να περπατήσω.  Θυμάσαι; Τον σκύλο σου, τον αγαπούσες πολύ. Τον τάιζες. Τον έπλενες. Τον κοίμιζες μαζί σου. Τον αγαπούσες πολύ, σου λέω. Αλλά μετά αγάπησες εμένα πιο πολύ. Δεν είχες χρόνο, τον έδωσες τον σκύλο σου.

Θυμάσαι, κλαψούριζε για ώρες. Μελαγχολούσε τα βράδια, που τον άφηνες μόνο του. Κοιμόσουν σπίτι μου. Σαν ξημέρωνε, επέστρεφες. Σε περίμενε ακόμα ξύπνιος. Στις σκάλες, με τα σπινθηροβόλα μάτια του. Γεμάτα χαρά και προσμονή. Απ την γωνία, που έστριβες.  Αναγνώριζε το αυτοκίνητο. Τέσσερα χρόνια το ίδιο είχες. Το χε συνηθίσει. Είχε μάθει κάθε μυρωδιά σου. Κάθε κίνηση σου.  Γάβγιζε από χαρά, σαν άνοιγες την πόρτα. Ο σκύλος, αν και είχε ξαγρυπνήσει, έτρεχε. Ήθελε τα χάδια σου. Ήθελε παιχνίδια.  Πόσο σου άρεσαν τα παιχνίδια μαζί του; Αλλά από τότε που μ’ αγάπησες πολύ,  τον παραμέριζες. Σχεδόν αδιαφορούσες.  Δεν είχες όρεξη, για τα καπρίτσια του. Έγιναν καπρίτσια, τα παιχνίδια του.  Ξαπλώνεις. Κλειδώνεις την πόρτα. Για εκείνον αρκεί, που επέστρεψες. Πλαγιάζει και εκείνος, έξω απ το δωμάτιο σου. Έχει την ελπίδα πως θα του ανοίξεις. Κάπου κάπου, γρατζουνάει  την πόρτα. Θέλει να του ανοίξεις. Κοιμάσαι. Δεν θα σου χαλάσει το ύπνο. Χτυπά το τηλέφωνο. Είμαι εγώ. Απαντάς. Εγώ δεν σου χάλασα τον ύπνο; Δεν του ανοίγεις την πόρτα. Μένει έξω. Του αρκεί, όμως που σαι εκεί. Κοιμάται και εκείνος. Το επόμενο πρωινό, τον έδωσες. Δεν τον άντεχες. Ξέρεις γιατί; Γιατί μ’ αγάπησες πολύ. 

Μπορεί πάλι, να με αγάπησες τόσο, όσο αγάπησες  τον σκύλο. Όπως ακριβώς, τον σκύλο σου. Αλλά με αγάπησες, σαν να αγαπούσες τον σκύλο σου. Με αγάπησες, σαν τον το σκύλο σου. Πίστευες πως μπορώ να γίνω και γω σκύλος.  Σαν τον σκύλο σου, ένα κτήμα σου. Ένα πλάσμα, που αγαπάς. Ο σκύλος. Τον φροντίζεις, ξυπνάτε μαζί. Κοιμάστε μαζί. Τον βγάζεις βόλτες. Καμία φορά σε βγάζει και εκείνος. Ξέρεις όταν, εσύ δεν έχεις όρεξη. Εκείνος όμως επιμένει. Να πάτε βόλτα. Στέκει με το λουρί στην πόρτα. Μοιάζω με τον σκύλο. Είμαι και εγώ ανιδιοτελείς.  Δεν μ αγάπησες γι αυτό, όμως. Μ’ αγάπησες, σαν τον σκύλο σου. Μ αγάπησες γιατί σου άνηκα.  Νόμιζες, πως σου άνηκα. Μ αγάπησες, σαν σκύλο. Η αγάπη σου, είναι επιβεβαίωση ιδιοκτησίας. Επιβεβαίωση, της κυριαρχίας σου. Μ αγάπησες, σαν σκύλο. Όταν όμως εγώ, έγινα αδέσποτος. Έπαψες να μ αγαπάς. Έχασες τον σκύλο. Γιατί αγάπησες εμένα. Έχασες εμένα. Γιατί μ αγάπησες, σαν σκύλο. Σκύλους, έχεις μάθει να αγαπάς.

Ξέρεις ποίο είναι το πρόβλημα σου;  Αγαπάς με τον ίδιο τρόπο. Αγαπάς το λουλούδι, γιατί είναι στον κήπο σου. Όμορφο δεν λέω. Έναν μπαξέ όμως, δίπλα στον δικό σου, υπάρχει και άλλο ένα λουλούδι. Σχεδόν ίδιο. Όχι ίδιο. Τίποτα δεν είναι ίδιο, απ την φύση του. Λουλούδι όμορφο και αυτό, σαν το δικό σου. Ανοίγει τα πέταλα, του κάθε πρωί, σαν το δικό σου. Του κρατάει συντροφιά, τις ώρες που εσύ του λείπεις. Δεν το αγαπάς όμως το ίδιο. Σκέφτηκες γιατί;  Μάλλον, γιατί δεν είναι στον δικό σου κήπο.

Κάποτε μάλιστα, ένα καλοκαίρι. Όταν ο γείτονας, είχε φύγει για διακοπές, σου ζήτησε, να προσέχεις τον κήπο του. Ήταν όμορφος κήπος. Καλοδουλεμένος με μεράκι.  Είχε πολλά δέντρα. Φυτά και άνθη. Είχε και το λουλούδι, που μοιάζει με το δικό σου. Το λουλούδι, που αγαπάς πιο πολύ. Όμορφο λουλούδι. Δεν το αγαπάς όπως το δικό σου. Δεν είναι στον κήπο σου. Ο κήπος του γείτονα, είναι μια πραγματική Εδέμ. Στολίδι, για την γειτονία. Τον χάζευαν, με τις ώρες, οι περαστικοί. Πόσες μυρωδιές; Τα λουλούδια του ήταν ευτυχισμένα. Πολύ ευτυχισμένα. Πιο ευτυχισμένα από το δικό σου. Το δικό σου ήταν λιγάκι μοναχικό. Δεν είχες, βλέπεις, φυτέψει κάποιο άλλο λουλούδι στον κήπο σου. Τα λουλούδια του γείτονα σου, άκουγαν συχνά το λουλούδι σου, να θλίβεται που είναι μόνο του. Αποφάσισαν, να του κρατήσουν συντροφιά όμως. Μην μαραζώσει, μέσα στον κήπο σου, από μοναξιά. Δεν ήθελαν, να ναι μόνο του. Κάναν, όμορφη παρέα, κάτω από τον ανοιξιάτικο Ήλιο. Ο κήπος του γείτονα σου, είχε γίνει καλύτερος τώρα. Τα λουλούδια του, είχαν μεγαλώσει αρκετά. Έφεραν, πολλά μπουμπούκια. Θα ανθοφορούσαν και αυτά σύντομα. Έπρεπε να σαι χαρούμενος, που το λουλούδι σου, θα χε νέους φίλους. Δεν θα μένε μόνο του, όσο εσύ θα έλειπες στην δουλεία. Εσύ όμως ζήλεψες. Βάλθηκες να χεις το πιο όμορφο λουλούδι, της γειτονίας. Το αγαπούσες πιο πολύ. Το αγαπούσες πιο πολύ, γιατί ήταν στον κήπο σου. Ήταν κτήμα σου. Ιδιοκτησία σου. Είχες υψώσει και μια μεγάλη μάντρα ολόγυρα του. Τάχα μου για να το προστατέψεις.  Ψηλός ο φράχτης. Το αγαπούσες, γιατί ήταν το λουλούδι σου. Δεν νοούσε το ξεροκέφαλό σου, να αγαπήσει το ίδιο-σχεδόν ίδιο- λουλούδι στον κήπο του γείτονα σου. Δεν ήταν δικό σου. Αγαπάς, μόνο ότι είναι δικό σου.»

ΜΕΡΟΣ Β’
στις 16 Νοεμβρίου 2016