Κείμενο και Μετάφραση ποιήματος: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος


“… Σ’ όλη του τη ζωή, ο πατέρας μου έμεινε πιστός στο πρόγραμμα αυτό. πέθανε νέος, απένταρος, κι όχι ιδιαίτερα σοφός, νομίζω. Μετά από αυτή τη διαπίστωση, απέρριψα τις συμβουλές του κι έτσι αργά έπεφτα στο κρεβάτι κι αργά ξυπνούσα: το μεσημέρι. Δεν ισχυρίζομαι ότι κατέκτησα τον κόσμο αλλά απέφυγα τουλάχιστον τα πρωινά μποτιλιαρίσματα, γλίτωσα από κάμποσες παγίδες γνώρισα παράξενους, υπέροχους ανθρώπους ένας από τους οποίους ήταν ο εαυτός μου – κάποιος που ο πατέρας μου δεν γνώρισε ποτέ.”

Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι

Ο Άντρας με τα Όμορφα Μάτια

“Όταν ήμασταν παιδιά
υπήρχε ένα παράξενο σπίτι
όλες οι κουρτίνες ήταν
πάντα
κλειστές
και ποτέ δεν ακούγαμε φωνές
μέσα
και ο κήπος ήταν γεμάτος
καλάμια
και μας άρεσε να παιζουμε
μέσα στα καλάμια
προσποιούμενοι ότι ήμασταν
ο Ταρζάν
(παρόλο που δεν υπήρχε Τζέιν)
και εκει υπήρχε
μια λίμνη με ψάρια
μεγάλη
γεμάτη από τα πιο
μεγαλόσωμα χρυσόψαρα
που είδες ποτέ
και αυτά ήταν
εξημερωμένα.
Αναδύονταν
στην επιφάνεια του νερού
και έπαιρναν κομμάτια
ψωμιού
από τα χέρια μας.

Οι γονείς
μας είχαν πει
Μην πλησιάσετε ποτε εκείνο
το σπίτι
έτσι, φυσικά,
πήγαμε.
Αναρωτηθήκαμε εαν κάποιος
έμενε εκει.
Εβδομάδες πέρασαν
και δεν είδαμε
κανέναν.

Ώσπου, μια μέρα
ακούσαμε
μια φωνή
από το σπίτι
“Αναθεματισμένη
πόρνη”

Ήταν η φωνή
ενός άντρα.

Έπειτα, η πόρτα
του σπιτιού
άνοιξε μεμιάς,
διάπλατα,
και ο άντρα
βγήκε έξω.

Κρατούσε ένα
μικρό μπουκάλι ουίκσι
στο δεξί του
χέρι.
Ήταν περίπου
τριάντα χρονών.
Είχε ένα τσιγάρο
στο στόμα του
και χρειαζόταν ξύρισμα.
Τα μαλλιά του
ατίθασα και
αχτένιστα
και ο ίδιος
ξυπόλυτος
με φανελάκι
και παντελόνι.
Ωστόσο, τα μάτια του
ήταν
φωτεινά.
Έκαιγαν
από
φως
και εκείνος είπε:
Νεαροί μου κύριοι,
ελπίζω
να περνάτε όμορφα;

Έπειτα, εμείς,
γελάσαμε λίγο
και επιστρέψαμε
στο σπίτι.

Φύγαμε
και πήγαμε πίσω
στην αυλή των γονιών
και το σκεφτήκαμε.

Οι γονείς μας,
αποφασίσαμε,
επιθυμούσαν
να μείνουμε μακριά
από εκείνο το σπίτι
καθώς
δεν ήθελαν ποτέ
να αντικρίσουμε
έναν τέτοιο
άντρα,
έναν δυνατό, απλό
άντρα
με όμορφα
Μάτια.

Οι γονείς μας
ντρέπονταν
γιατί δεν ήταν
σαν εκείνον
τον άντρα
για αυτό ήθελαν
να μείνουμε
μακριά.

Όμως, εμείς,
επιστρέψαμε
σε εκείνο το σπίτι
και στα καλάμια
και στα εξημερωμένα
χρυσόψαρα.
Επιστρέφαμε
πολλές φορές
για πολλές εβδομάδες
αλλά ποτέ
δεν είδαμε
ή ακούσαμε
τον άντρα
ξανά.

Οι κουρτίνες ήταν
κλειστές,
όπως πάντα
και υπήρχε
ησυχία

Ύστερα, μια μέρα,
όπως γυρίζαμε
από το σχολείο
αντικρίσαμε
το σπίτι.

Είχε ολοσχερώς καεί,
δεν είχε απομείνει τίποτε
μονάχα ένα στραβωμένο
θεμέλιο
που σιγόκαιε
και πήγαμε
στη λίμνη με τα ψάρια
και δεν υπήρχε
νερό
μέσα
και τα παχιά,
πορτοκαλί ψάρια
κείτονταν νεκρά
εκει.

Στο δρόμο προς
την αυλή των γονιών μου
το συζητήσαμε
και καταλήξαμε στο συμπέρασμα
ότι οι γονείς μας
έκαψαν
το σπίτι
και τους σκότωσαν όλους,
σκότωσαν και
τα χρυσόψαρα
γιατί ήταν όλα
τόσο όμορφα,
ακόμη και το δάσος
από καλάμια
είχε καεί.

Φοβήθηκαν τον άντρα
με τα όμορφα
μάτια.

Και εμείς
φοβηθήκαμε,
έπειτα
ότι
σε ολόκληρη τη ζωή μας
παρόμοια πράγματα
θα
συνέβαιναν,
ότι κανείς
δεν ήθελε
κανέναν να είναι
έτσι δυνατός
και όμορφος
like that,
και ότι οι άλλοι
δεν θα το επέτρεπαν
και ότι
πολλοί άνθρωποι
θα έπρεπε
να πεθάνουν.

Τα παιδικά χρόνια του αντισυμβατικού συγγραφέα Τσαρλς Μπουκόφσκι σημαδεύτηκαν από τον πόνο, οπώς πιθανότατα και όλων εκείνων των ιδιαίτερων ανθρώπων που δεν συμμορφώνονται με ανιαρούς κανόνες και δεν προσκυνούν μικροαστικές αντιλήψεις. Ο ίδιος, θα μοιραστεί, κάποτε με το αναγνωστικό κοινό του : ‘Ο πατέρας μου έλεγε πάντα: «νωρίς στο κρεβάτι και νωρίς στο πόδι, ο άντρας γίνεται υγιής, πλούσιος και σοφός». τα φώτα στο σπίτι μας έσβηναν στις οχτώ σηκωνόμασταν χαράματα από τη μυρωδιά του καφέ, του τηγανιτού μπέικον και των χτυπητών αυγών. Σ’ όλη του τη ζωή, ο πατέρας μου έμεινε πιστός στο πρόγραμμα αυτό. πέθανε νέος, απένταρος, κι όχι ιδιαίτερα σοφός, νομίζω. Μετά από αυτή τη διαπίστωση, απέρριψα τις συμβουλές του κι έτσι αργά έπεφτα στο κρεβάτι κι αργά ξυπνούσα: το μεσημέρι. Δεν ισχυρίζομαι ότι κατέκτησα τον κόσμο αλλά απέφυγα τουλάχιστον τα πρωινά μποτιλιαρίσματα, γλίτωσα από κάμποσες παγίδες γνώρισα παράξενους, υπέροχους ανθρώπους ένας από τους οποίους ήταν ο εαυτός μου – κάποιος που ο πατέρας μου δεν γνώρισε ποτέ.

Και αναρωτιέμαι, αν, τελικά, αντέχουμε να είμαστε διαφορετικοί, σε μια κοινωνία που εξοστρακίζει τους ξεχωριστούς και υμνεί τους μέτριους. Πόσοι ακόμη, άραγε θα θυσιαστούν για την ελευθερία μιας ανθρωπότητας που ευλογεί τις αλυσίδες των σκλαβωμένων χεριών γιατί τρέμει τις επιπτώσεις της λύτρωσης;

Ο Νίκος Καζαντζάκης πολεμήθηκε από τους δήθεν σταυροφόρους μιας θρησκείας που δεν λάτρεψε κανέναν ευσπλαχνικό Θεό, ο Τσε Γκεβάρα εκτελέστηκε εν ψυχρώ καθώς ο καπιταλισμός ανέκαθεν καταβρόχθιζε τους τύπους που του εναντιώνονταν και ο Μαρτιν Λούθερ Κινγκ πλήρωσε με τη ζώη του την αγωνιστική του δράση, αφου το σύστημα τιμωρεί παραδειγματικά τους ονειροπόλους.

Και όλοι οι υπόλοιποι προχωρούμε, σαν ηθοποιοί στο θέατρο του παραλόγου, μέλη ενός θιάσου που αποστηθίζει τους στίχους του συμβιβασμού. Και αν αντιδράσουμε; Τι θα μπορούσε, άραγε, να συμβεί; Τότε, ίσως, ουδέποτε βρούμε τη θέση που μας αναλογεί στο θλιβερό σπήλαιο του Πλάτωνα και, ενδεχομένως, οι δεσμώτες επιχειρήσουν, αρχικά, να μας συνεφέρουν. Εαν συναντήσουν αντίσταση, θα κουνήσουν αποδοκιμαστικά το κεφάλι μέσα στο οποίο κατοικοεδρεύει το στενόμυαλο μυαλό τους και όλοι μαζί θα συμφωνήσουν ότι αποτελούμε χαμένη υπόθεση, καθώς όσους δεν μπορούνε να φτάσουνε χρειάζεται πάση θυσία να τους πείσουνε να χαμηλώσουν λίγο.

Και στους σκλαβωμένους ποτέ δεν θα είναι αρκετό το δικό τους σκοτάδι, καθώς το φως σαν απειλή ηλίου σκιάζει τον γκρι ουρανό τους. Πρέπει να το εξαφανίσουν και κυρίως πρέπει να εξααφανίσουν όσους το είδαν, από φόβο μήπως αυτοί οι λίγοι γίνουν κάποτε πολλοί και ανατινάξουν το σπήλαιο της αιώνιας ψευδαίσθησης.

Και κάπως έτσι όλα ξεκινούν. Γεννιέσαι σε μια οικογένεια με συγκεκριμένες πεποιθήσεις και προκαθορισμένους ρόλους. Εσύ, ή θα βολευτείς στο κοστούμι του καλού παιδιού ή θα επιλέξεις να προβάρεις τα δικά σου ρούχα. Μα τότε, ένας τοίχος θα ορθωθεί μπροστά σου καθώς, θα αγωνιστούν να σε πείσουν ότι τα ρούχα που υφαίνονται με τις κλωστές της αυθεντικότητας είναι φθαρμένα.

Θα μεγαλώνεις, λοιπόν, σε ένα σύστημα που αντιπαθεί όσους δε σέβονται τους κανόνες του. Θα σπουδάσεις, θα βρεις μια σταθερή δουλειά, θα παντρευτείς, θα κάνεις παιδιά, θα διαβάσεις παραμύθια στα εγγόνια σου. Έπειτα, φυσικά, είσαι ελεύθερος να πεθάνεις. Μια σειρά, καμμιά διέξοδος. Και πιθανότατα θα την ακολουθήσεις, χωρίς ποτέ να γνωρίζεις αν η επιλογή υπήρξε δική σου. Εξάλλου αυτο που έχει σημασία είναι ότι οι γείτονες σε σέβονται και οι φίλοι σε καλούν στα οικογενειακά τραπέζια της επίπλαστης ευτυχίας. Είναι όμορφα εκει. Όλοι μαζί πάιρνετε θέσεις στις καρέκλες της σκλαβιάς, πασχίζετε να πείσετε τους υπόλοιπους ότι οι δικές σας δουλείες είναι οι υψηλότερα αμειβόμενες, οι δικοί σας σύζυγοι οι πιο πιστοί εραστές, τα δικά σας παιδιά οι άριστοι μαθητές. Και έπειτα, επιστρέφετε στο σπίτι, άδειοι μετά από την παράσταση… Και πια, στην οδυνηρή ασφάλεια του σπηλαίου, αγωνιάτε για τις απλήρωτες επιταγές, τις απαγορευμένες σχέσεις, τα ανεκπλήρωτα όνειρα και τους ατίθασους απογόνους.

Το πρωί ξυπνάτε και στο δρόμο για την εταιρία, προσπερνάτε βιαστικά τους ρακένδυτους άστεγους, ανασαίνοντας με μια κάποια ανακούφιση. Ναι, κρίμα που δεν έχουν σπίτι αλλά πόσο τυχεροί νιώθετε που εσείς δεν βρίσκεστε στη θλιβερή τους θέση.

Και το σύμπαν μας συνεχίζει να βαδίζει στον ίδιο μονότονο ρυθμό, μα κάπου κάπου ορισμένοι τρελοί ορθώνουν το ανάστημά τους, παλεύουν να ζήσουν πριν πεθάνουν, να εξαλέιψουν τις κοινωνικές ανισότητες, να πολεμήσουν τον ρατσισμό, να δημιουργήσουν τέχνη και να υλοποιήσουν πολύχρωμα όνειρα.

Θα είναι πάντοτε καταδικασμένοι να αποτύχουν, όμως… Βλέπεις, οι άνθρωποι ανέκαθεν προτιμούσαν όσους ανάβουν κεριά για να ζητήσουν χάρες, αντιπαθούν τη μόρφωση μα υμνούν τις δημόσιες σχέσεις, συμφωνούν με τα κατάλληλα πρόσωπα, παντρεύονται για να τιθασεύσουν τις ανασφάλειες τους, κάνουν παιδιά μπας και γλιτώσουν το γηροκομείο και συμβιβαζονται με τις αδικίες του κόσμου, αφού δεν αξίζουν κάτι καλύτερο

Κάπως έτσι, που λες, ζήσαμε εμείς με υποκρισία και εκείνοι πέθαναν, μόνοι μέσα στο φως της ελευθερίας τους…