Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος


Στο δάσος του πεπρωμένου, ένα κοριτσάκι περπατά αμέριμνο. Στη διαδρομή, συναντά κακούς Λύκους και καλούς Κυνηγούς μα, κάπου στην πορειά, αρχίζει να αναρωτιέται μήπως έφτασε η στιγμή για την αναδιανομή των ρόλων…

‘Κανείς δεν μπορεί να σε σώσει παρά
ο Εαυτός σου.
Και αξίζει να σωθείς.
Είναι ένας πόλεμος που δεν κερδίζεται
εύκολα. Αλλα αν κάτι
αξίζει να νικηθεί
είναι ακριβώς αυτό.”

Χένρι Τσαρλς Μπουκόβσκι

Και ήταν η Κοκκινοσκουφίτσα εκείνη που παρακαλούσε τον κακό Λύκο να την ακολουθήσει και ήσουν εσύ, που χαμένος στο δάσος των πιο ανομολόγητων φόβων, ένιωθες βαθιά στη ψυχή ότι τα άγρια θηρία μας ακολουθούν μονάχα μόλις αντιληφτούν το συγκαταβατικό μας νεύμα. Ποιος είσαι και στο σκοτάδι ποιας νύχτας αναζητάς τον εαυτό σου; Και όταν πια ξημερώσει, θα γνωρίζεις καλά πως η ηρωίδα μας μπορεί να διακινδύνευσε τη ασφάλεια για την περιπέτεια, ωστόσο εαν ταξίδευε πίσω στο χρόνο, τίποτα δεν θα άλλαζε…

Ορισμένες φορές, το καλαθάκι της αθωότητας δεν αντέχει άλλα ροζ ψέματα, οι συμβουλές της μαμάς , σαν παράφωνες μελωδίες απειλούν την αυθεντικότητα της μπάντας και εσύ, οφείλεις να περπατήσεις μονάχος στο δάσος της ενηλικίωσης. Ξέρω, μοιάζει τόσο τρoμαχτικό, με αχορτογράφητες λακούβες να προκαλούν το σταθερό βηματισμό σου και άγρια πάθη να τυλίγουν στις φλόγες τις νουθεσίες του σεξουαλικού πουριτανισμού.

Και ο κακός ο Λύκος θα συμβολίζει αιωνίως τη σκοτεινή μας πλευρά και εμείς μια ζωή θ’ αγωνιούμε να την κρύψουμε… Κάτω από το χαλί της κοινωνικής ευπρέπειας, μέσα στη ντουλάπα των πιο ανομολόγητων επιθυμιών, στις ίδιες μας τις ανάσες που τρέμουν την αλήθεια.

Και εαν δεν εξερευνήσουμε ποτέ τη μυστηριώδη φύση και εαν κλειδαμπαρωθούμε στο καταφύγιο της επίπλαστης αθωότητας, ενδεχομένως δεν ανταμώσουμε το άγριο θηρίο και δεν βιώσουμε τη ζωώδη σκληρότητά του. Ωστόσο, αναρωτιέμαι… Θα ζήσουμε;

Και εκείνο το κορίτσι, με το καλαθάκι στα χέρια, περπατά ολομόναχο στη ζούγκλα του πεπρωμένου. Ο ήλιος δεν λάμπει πάντα εκει και ο ουρανός κάπου κάπου συννεφιάζει απειλητικά. Η ομπρέλα των κηδεμόνων δεν σώζει αιωνίως από τη βροχή των επιλογών και το νερό του κυνισμού παραβιάζει την απατηλή ζεστασιά των ψευδαισθήσεων.

Και εσύ τρέχεις, τρεχεις για να ξεφύγεις από τον Λύκο που ο ίδιος προσκάλεσες, τρέχεις για να χωθείς στη γνώριμη αγκαλιά της γιαγιάς. Μα κάποτε το αντιλαμβάνεσαι. Η γιαγιά σε αποχαιρέτησε οριστικά και ο κακός ο Λύκος ουδεμία ευθύνη φέρει για αυτό. Ο κυνηγός σε κοιτά τώρα με συμπόνια. Και το υποψιάζεσαι, έχει τη δύναμη να σε σώσει. Θα βάλει μια τάξη στη ζωή σου, το δίχως άλλο. Ενδεχομένως σου βρει μια καλή θεσούλα στο Δημόσιο, το συνετό παιδί που ονειρεύεται η μαμά, τον φανταχτερο γάμο που θα επιτρεψει στους συγγενείς να ξετρυπώσουν από τη ναφθαλίνη τα αστραφτερά τους ρούχα.

Και ο Κακός ο Λύκος, συνεχίζει να σε παρατηρεί επίμονα από μια γωνιά, καθώς προβάρεις το νυφικό του καθωσπρεπισμού. Με το τσιγάρο στο στόμα, σε τυλίγει ξανά στη σαγήνη του και, σε κάνει ν’ αναρωτιεσαι αν αξίζει να φωτίσεις κάθε γοητευτική σκιά σου. “Πρόσεχε όταν εξορκίζεις τους δαίμονες, μην πετάξεις ό,τι πιο καλό έχεις μέσα σου“, είπε κάποτε ο Φ. Νίτσε.

Και πια επιστρέφεις, στο μοιραίο Δάσος. Όμως τώρα όλα τα ενδεχόμενα παραμένουν ανοιχτά. Ποιος ξέρει; Μπορεί τελικά να μην το επιθυμείς και τόσο πολύ να σωθείς από τον Κυνηγό ή ακόμη και να ανακαλύψεις ότι ο κακός ο Λύκος υπήρξε ένας πολύ παρεξηγημένος τύπος στο βάθος του.
Και το παραμύθι αυτό φτανει στο τέλος του μα κάθε λεπτό, σε κάθε γωνιά του γνωστού μας κόσμου, χιλιάδες νέα παραμύθια γράφονται και αμέτρητα δάση μας γνέφουν να τα εξερευνήσουμε..

Και εσύ, πρόσεχε… Ποτέ μην βιάζεσαι να φιμώσεις τα άγρια θηρία που σου διδάσκουν την αλήθεια σου.