Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 25

Τις μάζευε από τα πάρκα, τα δέντρα, τα πεζούλια που ‘χαν τα πεζοδρόμια έξω από την πολυκατοικία του· μία μάλιστα την είχε βρει στο ιδιο του το μπαλκόνι.

Άλλες φορές δεν ήταν εύκολο να τις πετύχει μέσα στην πόλη, και τότε άρπαζε την απόχη του, νοίκιαζε από το ίντερνετ ένα μικρό αυτοκίνητο ή δανειζότανε το κόκκινο ποδήλατο του ξαδέλφου του και πήγαινε σε μέρη κοντινά που ήξερε ότι υπήρχαν αρκετές πεταλούδες.

Τις περισσότερες φορές αρκούσαν τα χέρια του για να τις πιάσει. Με τα δυο του δάχτυλα σαν τσιμπίδα τις έπιανε από τα φτερά και τις τοποθετούσε στις γυάλες που κουβαλούσε μαζί του.

Πίσω στο σπίτι του είχε μετατρέψει την κουζίνα του σε εργαστήριο. Τις έβγαζε από τις γυάλες και τις τοποθετούσε σε μικρότερα βάζα, και εκεί καθόταν να τις κοιτάει πόσο μπορούσαν να αντεξουν χωρίς οξυγόνο. Όταν ζαλίζονταν για τα καλά, άνοιγε λίγο το καπάκι στη άκρη να τις ξεγελάσει με ελευθερία και μετά το έκλεινε πάλι ή τις εβαζε μαζί με το βάζο στο ψυγείο ή με νερό στην κατάψυξη.

Πάντα, όμως, τη στιγμή πριν ψοφήσουν φρόντιζε να ξεριζώνει με τα χέρια του τα φτερά τους, και αυτά με ένα ψαλίδι τα έκοβε σε μικρότερα κομμάτια και τα συγκέντρωνε σε μια σακούλα. Κάποτε ξεγελούσε τα ψάρια του ότι ‘ναι τροφή γι’ αυτά, και τους τα έδινε και εκείνα χαζά τα κατάπιναν και γίνονταν πολύχρωμες οι ουρές τους.