Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


I

Τα μεσημέρια του λίβα, παιδί του δημοτικού, παιδί του γυμνασίου κι ακόμα τώρα, που παιδί δε με λες, παιδί μεγάλο, όταν όλοι σέρνονταν κι έβρισκαν απάγκιο κι ανακωχή από την καύσο στις ανήλιαγες κάμερες με τα παντζούρια κλειστά και τις γρίλιες μισάνοιχτες, εγώ τότε λοιπόν, κάτω από το υπόστεγο, προνοούσα και μου έφτιαχνα εφόδια για την επόμενη μέρα, για την εβδομάδα που θα ακολουθούσε, για τους καιρούς τους δίσεχτους που ‘χουν ένα πόδι και γι’ αυτό ανυπόμονα, γοργά έρχονται, με την ορμή του συνειδητά συμπλεγματικού, καλπάζοντας πάνω μας και δεν υπολογίζουν ούτε αυτό που έχεις χτίσει ούτε την ελπίδα που νομίζεις πως βλέπεις σταθερά να καταφθάνει στον ορίζοντα, όπως λευκό πανί στο πέλαγος.

 

II

Τα μεσημέρια λοιπόν, μάζευα χώμα. Χούφτες – χούφτες κι έφτιαχνα μια λακκούβα, όπως Θεός πρωτομάστορας στη Γένεση του Κόσμου. Κι έριχνα νερό κι έκανα λάσπη. Η στιγμή του τελετουργικού πάντα είναι μυστική. Δεν τραγουδούν φόρμουλες οι μύστες, αντίθετα δεν παρίσταται κανείς, δεν υπάρχουν θιασώτες, δαίμονες. Η Κλωθώ, η Άτροπος και η Λάχεσις, οι τρεις αδερφές, πολυάσχολες, έχουν μπλεχτεί με τα ίδια τους τα κουβάρια. Κόβουν τους κόμπους στους ανθρώπους, τους γόρδιους δεσμούς, τους ομφάλιους λώρους, τις αλυσίδες του διαβόλου, χωρίς να σκέφτονται τις επιπτώσεις για εμάς τους θνητούς. Χωρίζουμε και τελειώνουμε. Μας μένει η απορία. Και σε αυτήν ακριβώς κλεινόμαστε, όπως έντομο παγιδευμένο σε σαρκοβόρα πέταλα. Μερικοί λέμε πως ήτανε γραφτό, άλλοι πάλι βυθίζονται χωρίς ερωτηματικά στο γλιστερό χωνί του, κλείνουν πεισματικά τα μάτια και σταυρώνουν άπραγοι τα χέρια, περιμένοντας να αγγίξουν πάτο, τα στόματα – στήμονες, να φάνε στο τέλος αυτούς και τη σιωπή τους.

 

III

Κι έπλαθα, λοιπόν, λασποβόμβες. Στρογγυλές και μεγάλες, όσο φτάνει η παιδική παλάμη μου. Η πρωτόγονη Δημιουργία, η κατασκευή, είτε από το Θεό είτε από τον Άνθρωπο, είναι μια σφαίρα. Στα χέρια του θεού η Γη, στα χέρια της γιαγιάς μου ένας κεφτές, στα δικά μου μια χειροβομβίδα, και τώρα που σκύβω πιο χαμηλά να δω εσωτερικά μέσα μου καθώς άλλος κόσμος μου εμφανίζεται, ένα σκαθάρι σπρώχνει ένα σφαιρικό σβώλο από περιττώματα. Ένας κύκλος ατέρμονος που περνάει από τη δύση στην ανατολή, από πάνω προς τα κάτω, από τη ζωή στο θάνατο, είτε αυτός είναι βιολογικός είτε συμβολικός.

 

IV

Οι δικές μου βόμβες όμως είναι κούφιες, όπως και οι δειλές απειλές μου. Τις λιάζω στον ήλιο απλωμένες μία – μία σε τάβλα.  Στα κοιλώματα έχω βάλει το δόλο και μια δυο πρέζες στάχτη. Μόλις σε δω να πλησιάζεις απειλητικά, κρυμμένος πίσω από μισοχτισμένο τοίχο, σε γιαπί που έχω οχυρωθεί, απειλούμενο οχταπόδι στη φωλιά του, θα στις σβουρίξω χαμηλά στα πόδια. Θα σου σκάσουν δίπλα. Θα σε πιάσω εξαίφνης. Θα λακίξεις ανάμεσα από καπνούς. Κι η στάχτη θ’ αφήσει σε εμένα την ανάμνηση της οπισθοχώρισής σου, την τροχιά της φυγής σου κι ένα πόνο κρυφό, μία απογοήτευση για το πόσο λίγος, εν τέλει, κι ανίσχυρος ο εχθρός μου.

 

V

Και μου ‘μεινε κουσούρι τα μεσημέρια να μην κοιμάμαι. Ακόμα και τώρα. Αλλά να τα περνάω γράφοντας ιστορίες και παραμύθια και να τραγουδώ αυτοσχεδιάζοντας για να ξορκίσω το κακό και το ληστή που σα να φαίνεται να ξεπροβάλλει η μύτη του παπουτσιού στο κατώφλι μου ή σε τυχαία αντάμωση στο δρόμο. Μου γράφω λοιπόν, φτερωτά λόγια και αποτροπαϊκούς ύμνους για το άδικο. Γιατί τώρα έμαθα να σε καίω και να σε εξατμίζω σε χαρτί. Δεν πιάνουν πια τα χέρια μου το χώμα. Τώρα καπνίζουν οι λέξεις κι ορθός, όπως σηκώνεται ή πλάγια όπως πέφτει, κακοαναμμένο τσιγάρο στα χέρια μου, ο καπνός, μαντεύω τα μελλούμενά σου, τα στρατιωτικά σου σχέδια, τις επόμενες κινήσεις. Πόσο τρύπιος, στενάχωρα προβλέψιμος, διάτρητος όπως επαρχιακή πινακίδα από σκάγια κυνηγού.

 

VI

Κι η στάχτη που τότε διέγραφε την άτακτη οπισθοχώριση, τον τόπο της συμπλοκής, τώρα, από τούδε και στο εξής θα το γράφουν οι καπνισμένες λέξεις μου. Εγώ σου διηγούμαι την προσωπική σου Ιστορία ως άλλος αρχαίος, βιβλικός βιογράφος και φυσιοδίφης των Έργων και των Ημερών σου.