Κείμενο: Αναστασία Μιχαήλ
Φοιτήτρια, Φωτογράφος και Καλλιτέχνιδα

Επιμέλεια: Σοφία Ποιμενίδου
Φιλόλογος


Είμαι στο πίσω μέρος της αίθουσας, ο καθηγητής ζητάει κάποιον να ανέβει στον πίνακα. 

– Να σηκωθώ;

– Όχι άστο.

– Μα θέλω να σηκωθώ. Σηκώθηκα.

Το παιδί αποφάσισε να σηκωθεί, ο δάσκαλος συνέχεια ζητάει να σηκώνεται κόσμος, το αποφεύγει, δεν του αρέσει να γίνεται στόχος. Δεν της αρέσει να γίνεται το επίκεντρο της προσοχής. Λένε για το “πίσω” της. Δεν της αρέσει. Για πολλούς το ότι σηκώνεται στον πίνακα πηγάζει από το ότι θέλει να τραβήξει την προσοχή. Κιμωλίες. Πάλι του πέταξαν κιμωλίες. Μία τον ακούμπησε. Ο καθηγητής δεν μίλησε, ή μάλλον μίλησε, είπε να μην λερώνουν την αίθουσα. Δεν κάνει να πετάμε κιμωλίες, λερώνεται η αίθουσα.

Γέλια. Πάλι γελάνε μαζί μου. Δεν άκουσα κάν τι είπαν. Αλλά μαζί μου γελάνε πάλι, με ποιον να γελάνε. “Συνήθισα, δεν πειράζει.” Πλέον είναι συνηθισμένο το να γελάνε μαζί του. Το να του σκίζουν πράγματα, να του πετάνε χαρτιά, να τον κοσμούν με επίθετα προσβλητικά – “σπασικλάκι” – γέλια. “Αδερφή” – γέλια. “Κοριτσάκι” – γέλια. “Κοίτα πως είναι” – γέλια. Αυτό γίνεται χρόνια τώρα.

“Γιατί κανείς δεν μιλάει; Κανέναν δεν τον ενοχλεί το ότι μου φέρονται έτσι; Ούτε η δασκάλα δεν μιλάει.”  Όλοι γελάνε εύκολα, διασκεδάζουν, χαίρονται. Τουλάχιστον περνάνε καλά.

– Πως είσαι έτσι; Κοίτα πως είναι. (Γέλια)

“Πως είμαι;” Αναρωτιόταν ξανά και ξανά. Δεν έβλεπε κάτι διαφορετικό, αλλά όλοι οι άλλοι κάποιο δίκαιο θα είχαν. Κάτι θα ξέραν για να γελάνε, μάλλον αυτή έχει πρόβλημα που δεν το έβλεπε. Που δεν γελάει με τα αστεία τους. Μάλλον θα έπρεπε να γελάει, μετά από λίγο άρχισε να γελάει και αυτή. Ακόμα την πόναγε, το κάθε γέλιο, αλλά γέλαγε. Είχε πλάκα. Είχε πολύ πλάκα.

– Μην κάθεστε δίπλα του, τι να κάνετε να κάτσετε εκεί;

Οι εκδρομές είναι πολύ καλές μέρες για τα παιδιά, μπορούν να παίξουν, να φύγουν από το βαρετό προαύλιο, να κάτσουν με την παρέα τους, να γελάσουν. Περνάνε καλά τα παιδιά στις εκδρομές. Δυστυχώς, όλο και κάποιο παιδί μέσα σε όλο το σχολείο δεν περνάει τόσο καλά όσο όλα τα άλλα.

Εκδρομή αύριο. “Θα βρώ με ποιον να κάτσω; Είναι η εκδρομή σήμερα.” Μπήκαμε στο πούλμαν, πάλι μόνος μου έκατσα. Περνάει η ώρα στο πούλμαν, δεν θα αργήσουν να θυμηθούν ότι υπάρχω. Τα παιδιά περνάνε καλά στις εκδρομές. Γελάνε, παίζουν, συχνά γελάνε και μαζί μου. Σε κάθε εκδρομή γελάνε μαζί μου. “Δεν μπορούν απλά να με αφήσουν ήσυχο; Δεν θέλω να ξαναπάω σε εκδρομή. Δεν γελάω. Δεν είναι αστείο πια.” Δεν είναι για όλους καλές οι εκδρομές. Κάποιοι την ώρα που άλλοι γελάνε και περνάνε καλά ακούνε συνθήματα για τον εαυτό τους. Κάποιοι κρύβονται, κάποιοι κάνουν ότι δεν τους ενοχλεί. Του τραγουδούσαν συνθήματα, γέλαγαν, φαίνονταν να περνάνε καλά. Κανείς δεν αντιδρούσε. Μάλλον όλοι πέρναγαν καλά, εκτός από αυτόν. Οι δάσκαλοι που ήταν στο πούλμαν δεν έλεγαν τίποτα. “Θα γελάνε και αυτοί μάλλον”.

– Κοίτα ήρθε και αυτή στο πάρτι.

– Τι κάνει εδώ; Κοίτα, χορεύει. (γέλια)

– Έλα να χορέψουμε. (γέλια)

– Για τρελό με περνάς;

Μετά από μια ηλικία τα παιδιά βγαίνουν, το σχολείο κάνει πάρτι για κάθε χρόνο που περνάει. Τα παιδιά χαίρονται να πηγαίνουν στα πάρτι. Για κάποια παιδιά δεν είναι τόσο ωραία τα πάρτι. Κάποιες κοπέλες δεν κάνουν για πάρτι. Έχουν λίγα παραπάνω κιλά, ή είναι μαζεμένες, ή δεν βάζουν πολύ κοντές φούστες, ή τις βάζουν αλλά δεν κάνει γιατί είναι “αυτές”. Την κορόιδευαν, ξανά, και ξανά, και ξανά. Κοίτα τι φοράει. Κοίτα την χοντρή που θέλει κ να χορέψει – γέλια. Της έλεγαν να χορέψουν και μετά γέλαγαν. Σιγά μην χόρευαν μαζί της. Τους φαινόταν τόσο αστείο αυτό. Άκου εκεί να χορέψουμε μαζί της. Δεν τρελάθηκαν ακόμα. Θα κόλλαγαν τίποτα. “Δεν μου αρέσει εδώ, θα φύγω, δεν θέλω να μιλάνε άλλο για μένα. Ας ασχοληθούν επιτέλους με κάτι άλλο. Φτάνει. Δεν αντέχω άλλο. Φτάνει.” Έφυγε. Πολύ νωρίς έφυγε από το πάρτι εκείνη τη μέρα.

– Α, νομίζαμε ότι άλλαξες σχολείο ή πέθανες. (γέλια)

Κάποιες μέρες έλεγε ψέματα, μέρες ολόκληρες, ότι πονάει η κοιλιά του για να γλιτώσει το σχολείο. Γύρναγε μετά από λίγο καιρό στην τάξη. “Παρατήρησε κανείς ότι ήμουν άρρωστος; Θα με ρωτήσει κανείς αν είμαι καλά; Μακάρι να με ρωτήσουν. Να ενδιαφερθούν”.  Δεν τον ρώταγαν ακριβώς αν είναι καλά. Προφανώς και δεν τον ρώτησε κανείς αν ήταν καλά. Ποτέ. “Νομίζαμε ότι άλλαξες σχολείο ή πέθανες” έλεγαν, γέλαγαν τόσο πολύ με αυτό. Μάλλον θα τους άρεσε. Θα τους φαινόταν αστείο. Τουλάχιστον περνάνε καλά. “Δεν αντέχω άλλο. Ας σταματήσουν. Φτάνει!”

Δεν είναι για όλους το σχολείο αστείο. Δεν είναι για όλους το σχολείο η αθώα περίοδος της ζωής τους. Δεν είναι για όλους τα αστεία διασκεδαστικά.

Κάποια γέλια είναι πέτρες. Κάποια γέλια είναι θάνατος. Ας σταματήσουμε να σκοτώνουμε παιδιά απλά και μόνο επειδή είμαστε ανίκανοι να μάθουμε σε άλλα παιδιά να γελάνε με τα σωστά πράγματα.

Φτάνει!