Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 37

Στο πιάτο είχε 32 τηγανιτές πατάτες. Μόνη της τις είχε μαγειρέψει. Πρώτα τις καθάρισε, δεν είχε μαχαίρι. Τις έβαζε πλευρά πλευρά στο στόμα της να μουλιάσει το ξεραμένο χώμα και το έγλυφε μέχρι αυτό να απομακρυνθεί και από κάτω να φανεί το κίτρινο χρώμα, και σε κομμάτια τις έκοψε με τα δόντια της. Σκληρές. Κίτρινες. Σε κάθε δαγκωνιά άλλαζαν σχήμα. Δεν ήταν στρόγγυλες, δεν ήταν κίτρινες. Το αίμα από τα δόντια που πόνεσαν και μάτωσαν πότισε την τροφή που πήρε να μοιάζει με παντζάρι. Αφού έφτιαξε ένα σωρό από ακανόνιστες πατάτες τις έριξε στο λάδι που ‘χε βάλει να κάψει, κι όταν ρόδιζαν με τα δάχτυλα ενωμένα σαν δίχτυ τις έβγαζε απ’ αυτό γιατί δεν είχε καμιά κουτάλα. Κι ο πόνος από το κάψιμο δεν την ένοιαζε γιατί δεν τον κατάλαβε παρά μόνο όταν έπιασε το αλάτι να το ρίξει στις πατάτες κι αυτό μπήκε στις ανοιχτές πληγές και στις φουσκάλες. Κι έκατσε στο τραπέζι μόνη και τις έφαγε, πονούσε σε κάθε μπουκιά. Τις έφαγε και τις 32.