Κείμενο: Αλεξάνδρα Δεδικούση
Ψυχολόγος

                                                                                                                                                Επιμέλεια: Δάφνη Τσιουκανά
Φοιτήτρια Φιλοσοφίας


 

Χτύπησε το κουδούνι αναπάντεχα, είχα επισκέψεις. Ξέρεις, από αυτές που δεν τις έχεις επιδιώξει και προγραμματίσει, από αυτές που ουσιαστικά δεν θέλεις, από αυτές που πρέπει να “κεράσεις” από ευγένεια. Ήταν ο Τρόμος, ο μουσαφίρης και έφερε για κέρασμα ένα κιλό φόβο φρεσκοστυμμένο.

Τον κάθισα απέναντι στο σαλόνι και κοιταζόμασταν για ώρα. Πίστευα ότι αν μείνω αμίλητη θα σηκωθεί και θα φύγει, θα καταλάβει ότι ήταν ανεπιθύμητος. Μα αυτός ξάπλωσε στον καναπέ, κουλουριάστηκε και έμεινε εκεί, απέναντι μου, με μάτια ορθάνοιχτα, να με κοιτά. Καθώς, γέμιζε η ψυχή μου κρύο και μοναξιά, φώναξα, έκλαψα, ζήτησα βοήθεια, αλλά κανείς δεν ήρθε.

Τους είχε κλείσει όλους τα αυτιά, Αυτός πριν έρθει, ήξερε τι έκανε, δημιούργησε μια συνθήκη χωρίς διαφυγή. Και έτσι με τον Τρόμο συντροφιά, συστήθηκα πλέον με την μοναξιά, την εγκατάλειψη, το θυμό, το φόβο. Και ενώ ευχόμουν να πεθάνω για να τελειώσει το μαρτύριο, συνέχιζα να ζω. Αυτό ήταν και το πρώτο σοκ, το πρώτο φως της φρεσκοαναδυόμενης Ύπαρξης μου. Γεννήθηκα μες τον τρόμο, με το σπαρακτικό κλάμα μου και άφησα το αποτύπωμά μου στον κόσμο αυτό.

Ένα πρωί ξύπνησα και ο Τρόμος είχε φύγει νυχτοπερπατώντας το βράδυ. Τέτοια χαρά δεν είχα ξανανιώσει, «λυτρώθηκα» σκέφτηκα. Και τώρα τι; Περίμενα το κουδούνι να χτυπήσει, να έρθει κάποιος, αλλά τίποτα. Οι μέρες περνούσαν και εκεί στον καναπέ απέναντι μου, μέσα στη σιωπή, άρχισε να σχηματίζεται σιγά σιγά μια σκιά. Δεν μου χτύπησε καν την πόρτα, δε θυμάμαι να την άνοιξα καν. Και δεν προσπάθησα ποτέ να τη διώξω. Μη με ρωτήσεις γιατί δεν ξέρω.

Ήταν ο Πόνος αυτή η σκιά, δεν είχε μορφή ούτε και πρόσωπο. Ήταν μια μάζα αδιευκρίνιστη, άμορφη που ένοιωθα να με στοιχειώνει. Μπήκε μέσα μου και έκανε την καρδιά μου να λυγίζει σαν ελατήριο, ένα διαρκές άνοιξε-κλείσε, μια επώδυνη ταλάντωση, αυτή ήταν η ζωή μου πλέον. Ο Πόνος ήταν βουβός και έτσι δεν ενόχλησα τους γείτονες με τις φωνές μου. Μόνο καθόμουν εκεί, με σκισμένη την καρδιά μου, μουδιασμένη από την αιμορραγία, κολλημένη στο παρελθόν, το μασούσα και το έφτυνα και το έγλυφα και το ξανακατάπινα και μετά ξανά το ίδιο. Τον μηρύκασα τον Πόνο, του έκανα κηδείες πολλές με την ελπίδα ότι δεν θα αναστηθεί με την αυγή του ήλιου. Και ήταν πάντα εκεί το πρωί, ήταν πάντα εκεί μέσα μου, να με διαλύει και να με δημιουργεί, να με αλλάζει και να με αναπτύσσει.

Ο καιρός περνούσε και εγώ και ο Πόνος γίναμε φίλοι. Τον έπαιρνα μέσα μου όταν ένιωθα κενή. Άρχιζε να μου αρέσει αυτό το μούδιασμα, ένιωθα σαν να το κυοφορώ, σαν να είναι το παιδί μου. Του χάιδευα τα μαλλιά, τον αγκάλιαζα και σκέφτηκα «τελείωσαν τα δύσκολα πια».Λεχώνα ήμουν ακόμα όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου και απρόθυμα το σήκωσα. Βιαζόμουν να θηλάσω τον Πόνο μου, βλέπεις. «Έχεις λίγο Χρόνο και για μένα;», με ρώτησε μια φωνή, γέρικη ακουγόταν και κουρασμένη. Μου θύμισε τη μάνα μου η φωνή, «Έχω», του απάντησα και να σου ο Χρόνος στο κατώφλι μου. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα, ήταν όντως μια μεγάλη γυναίκα, αλλά όχι η μάνα μου. Ήμουν εγώ. Εγώ μετά από σαράντα χρόνια, εκεί απέναντί μου, να με κοιτώ στα μάτια. «Δεν έχω όρεξη για αυτά», σκέφτηκα και πήγα να του κλείσω την πόρτα. Σταμάτησε απαλά την πόρτα με τα δάχτυλα του και με κοίταξε τρυφερά στα μάτια. «Ως πότε θα μπορείς να με αγνοείς;», ρώτησε. «Ως πότε θα με φοβάσαι;». Παρέλυσα, πολύ αλήθεια για να την αντέξω, οπότε του άνοιξα την πόρτα αμίλητα και τον άφησα να μπει μέσα. «Όμορφο το μωρό σου», είπε κοιτώντας τον Πόνο «και σου μοιάζει». «Κάποια στιγμή θα μεγαλώσει, το ξέρεις, θα φύγει από κοντά σου. Και τότε, κοριτσάκι μου, θα έχεις μόνο εμένα. Θα έχεις μόνο εσένα». Δεν ήταν ενοχλητικός ο Χρόνος, δεν ζητούσε πολλά, μόνο καθόταν στη γωνία και με κοιτούσε. Με τα μελιά του γερασμένα μάτια, με τις ρυτίδες που έχω ήδη γύρω από τα χείλη, απλά πιο βαθιές. Με το κορμί κυρτό και αδύναμο, με τα μαλλιά γκρίζα και πιασμένα κότσο. Πιο πολύ με ενοχλούσε, συνεχίζει να με ενοχλεί που δεν ξέρω τι να τον κάνω. Τον Τρόμο τον έκανα μαμή και τον Πόνο γιό μου. Είχα μάθει να μετουσιώνω ό,τι με βρίσκει, να το κάνω μια μορφή παραγωγική, να το «δουλεύω». Ο Χρόνος δεν μπορεί να δουλευτεί, δεν μπορεί να μετουσιωθεί σε κάτι άλλο.

Είναι εκεί απέναντί μου και έχει φοβερή υπομονή. Υπομονή και ευγένεια. Και δεν έχει σκοπό να φύγει.  Πρέπει να μάθω να ζω μαζί του, να αποδεχτώ ότι δεν μπορώ να τον αλλάξω, να αποδεχτώ ότι θα αλλάζω εγώ μαζί του. Ότι κάθε μέρα θα λέω αντίο σε κάτι πάνω μου και μέσα μου και κάθε νύχτα θα καλωσορίζω κάτι άλλο, όχι απαραίτητα επιθυμητό. Πρέπει να σταματήσω να τον διαστρεβλώνω, να προσπαθώ να τον βάλω στο μπουκάλι σαν να είναι λάδι. Πρέπει, θέλω, να τον αφήσω να υπάρχει γύρω μου όπως είναι. Έχουν κάτι να μου πουν αυτά τα μάτια, κάτι σημαντικό, που ακόμα δεν το γνωρίζω. Κάθε μέρα προσπαθώ να τα κοιτάξω λίγο περισσότερο και, πιστεύω, ότι κάθε μέρα τον αγαπώ και λίγο παραπάνω.

Ο Τρόμος, ο Πόνος και ο Χρόνος ήρθαν στο σπίτι μου. Και τίποτα πια δεν είναι το ίδιο.