Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Ο Θωμάς, στεκόταν όρθιος μπροστά στο τραπέζι, με τους τεντωμένους του αγκώνες να στηρίζουν το σώμα του. Πάνω στην ξύλινη επιφάνεια υπήρχαν τρόφιμα, καλλυντικά και φάρμακα. Οι περισσότερες συσκευασίες ήταν σκισμένες, ενώ το περιεχόμενο από τα προϊόντα ήταν πασαλειμμένο πάνω στα χέρια και στο πρόσωπό του. Το μέτωπό του ήταν κόκκινο, σαν να ξέβαψαν πάνω του τα παντζάρια που βρίσκονταν άθικτα στο πιάτο του. Η αναπνοή του ήταν σπασμωδική, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια ένδειξη δυσφορίας. Εδώ και ένα τέταρτο προσπαθούσε να μυρίσει τα προϊόντα, μα η παντελής έλλειψη όσφρησης το μόνο που του προκαλούσε ήταν περισσότερο άγχος. Με γρήγορα βήματα κατευθύνθηκε προς το ντουλαπάκι του σαλονιού, όπου είχε φυλαγμένο το θερμόμετρο. Το άρπαξε χωρίς να δώσει σημασία στα χάπια που έπεσαν στο πάτωμα, το τοποθέτησε στην αριστερή του μασχάλη και κάθισε στην πολυθρόνα. Έγειρε το σώμα του πίσω, έκλεισε τα μάτια του και περίμενε να περάσουν τρία λεπτά. Τότε τράβηξε το θερμόμετρο, το στριφογύρισε δύο φορές μέχρι η ένδειξη να γίνει ξεκάθαρη και τα μάτια του ευθύς σηκώθηκαν ψηλά. Το βλέμμα του όμως ήταν τρομακτικά κενό.

Είχε αναμφισβήτητα κολλήσει τον ιό που βασάνιζε την ανθρωπότητα εδώ και ένα χρόνο. Τα συμπτώματα που εμφάνιζε ήταν χαρακτηριστικά και γνωστά πλέον από την τόση ενημέρωση. Υποσυνείδητα κατευθύνθηκε προς το τηλέφωνο να ενημερώσει τη μητέρα του. Σταμάτησε όμως απότομα και θεώρησε ότι έπρεπε πρώτα να σιγουρευτεί. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν της το έκρυβε τελείως. Η υγεία της ήταν ήδη κλονισμένη και ένα τέτοιο νέο προφανώς θα την άγχωνε σε μεγάλο βαθμό. Μόνη της εκείνη στο χωριό και αυτός στο εξωτερικό, ακόμη πιο μόνος. Άφησε πίσω του μια άγνωστη μοίρα για να παλέψει για την επαγγελματική του σταδιοδρομία, σε μία πόλη όπου οι συνθήκες σαφώς έμοιαζαν ιδανικές. Πριν προλάβει να σκεφτεί το επόμενό του βήμα, θυμήθηκε την είδηση που άκουσε χτες το βράδυ από την τηλεόραση. Αμέσως έτρεξε προς τον υπολογιστή του και άρχισε να διαγράφει τις αναρτήσεις από τους προσωπικούς του λογαριασμούς. Όλο εκείνο το χρονικό διάστημα ήταν από αυτούς που αμφισβητούσαν την ύπαρξη του ιού. Με διάφορους τρόπους, όχι μόνο εξέφραζε την προσωπική του άποψη αλλά προσπαθούσε να πείσει τους συνανθρώπους του να δουν τη δική του αλήθεια. Έσβηνε, διόρθωνε, απέκρυπτε και τροποποιούσε κάθε του λέξη που πιθανά να ισοδυναμούσε με την καταδίκη του.

Την ίδια ώρα στο διαμέρισμά του, ο διάσημος επιδημιολόγος Obbier τακτοποιούσε τη γραβάτα του και ετοιμαζόταν να φύγει για το έκτακτο υπουργικό συμβούλιο. Εκεί, έχοντας πλήρη συναίσθηση της ευθύνης του, θα έθετε την πρότασή του για την αντιμετώπιση της έλλειψης κρεβατιών στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Κάποια σημεία είχαν ήδη διαρρεύσει στον Τύπο, αλλά αυτό δεν τον προβλημάτιζε καθόλου ούτε άλλαζε στο ελάχιστο την αξία της εισήγησής του. Ποτέ η ατομική ευθύνη δεν είχε τόσο μεγάλη αξία όσο εκείνη τη χρονιά. Και πλέον ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ανταμειφθεί η υπευθυνότητα. Πήρε τον δερμάτινο φάκελο που είχε αφημένο στην κουνιστή καρέκλα και άνοιξε την πόρτα γεμάτος αυτοπεποίθηση. Όσο κράτησε η διαδρομή του ανελκυστήρα, θυμήθηκε την αδιαφορία που και ο ίδιος έδειξε στην αρχή αυτής της κρίσης. Με ένα μειδίαμα έδωσε τέλος στην επιφανειακή αυτοκριτική του, κατέβασε τη μάσκα και ανέπνευσε ελεύθερα μέσα στον μοντέρνο θάλαμο.

Ο Θωμάς είχε από ώρα τελειώσει τις διαγραφές αναρτήσεων και οδηγούσε πλέον προς την κλινική, όπου είχε κλεισμένο ραντεβού για τον μοριακό έλεγχο. Θεωρούσε πως η παραμονή του σπίτι, αφήνοντας τον χρόνο να περνάει, ήταν η χειρότερη δυνατή επιλογή και εφόσον οι δυνάμεις του δεν τον είχαν εγκαταλείψει, θα πήγαινε μόνος του με τις κατάλληλες προφυλάξεις να κάνει το τεστ. Έπρεπε να βεβαιωθεί, πριν σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις του. Τα μάτια του έκαιγαν, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήταν από τον πυρετό ή από την κούραση. Σκεφτόταν το νησί του, τους φίλους που άφησε πίσω του, τις νυχτερινές τους οινοποσίες και τις ευκαιρίες που ποτέ δεν του προσφέρθηκαν, ώστε να μείνει στον τόπο που αγαπούσε. Η σκέψη του πήγε και στη μάνα του, η οποία προσπάθησε με όλες τις δυνάμεις της να κρύψει τη στεναχώρια της όταν της ανακοίνωσε ότι θα έφευγε.

Ήταν τόσο απορροφημένος στην ενθύμηση της τελευταίας τους αγκαλιάς, που τελευταία στιγμή είδε την ηλικιωμένη κυρία, η οποία πέρασε αμέριμνη και απρόσεχτη τον δρόμο. Για να την αποφύγει, έστριψε απότομα το τιμόνι προς τα αριστερά, μπήκε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και συγκρούστηκε με την πλαϊνή επιφάνεια ενός πολυτελούς αυτοκινήτου. Εκείνο, από το ξαφνικό χτύπημα αναποδογύρισε και τυλίχτηκε αμέσως στη φωτιά. Ο Θωμάς πρόσεξε τον εγκλωβισμένο άντρα, που με μανιασμένες κινήσεις ζητούσε βοήθεια. Δίχως να το σκεφτεί, βγήκε από το αυτοκίνητο, άρπαξε το μπαστούνι ενός κυρίου που βρισκόταν δίπλα του και όρμησε προς το λουσμένο στις φλόγες όχημα. Έσπασε τα τζάμια της μπροστινής πόρτας και τράβηξε προς τα έξω τον περιποιημένο, μουσάτο και φαλακρό οδηγό. Τον έσυρε μακριά από τον τόπο του ατυχήματος και κατάκοπος, ξάπλωσε δίπλα του, σηκώνοντας τα μάτια ψηλά στον ουρανό. Παρατήρησε κάτι ολόλευκα σύννεφα και σκέφτηκε να τους δώσει σχήμα, όπως συχνά έκανε μικρός. Το ένα δεν του θύμιζε τίποτε. Το δεύτερο όμως, το πιο μεγάλο, ήταν σίγουρος ότι έμοιαζε με το αγαπημένο του νησί. Στην προσπάθειά του να σκεφτεί το ακριβές σημείο του χωριού του, έκλεισε τα μάτια του και κοιμήθηκε.

Η επόμενη ημέρα βρήκε τον Θωμά σε θάλαμο νοσηλείας. Με τον πυρετό να μην υποχωρεί, τον βήχα έντονα ενοχλητικό και τον κορεσμό του σε οξυγόνο συνεχώς να πέφτει, η διασωλήνωσή του έμοιαζε να είναι η μόνη λύση. Άλλωστε ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε μεσολαβήσει και είχε απαιτήσει την καλύτερη φροντίδα. Η αυτοθυσία και η ατομική του ευθύνη έπρεπε να ανταμειφθούν. Χωρίς την ηρωική του πράξη, ο βασικός του σύμβουλος για την αντιμετώπιση της πανδημίας, ίσως να μην ήταν ζωντανός.

Ο Θωμάς μέχρι το βράδυ δεν εμφάνισε κάποια ιδιαίτερη αλλαγή. Η κατάστασή του όμως ήταν τόσο κρίσιμη που δεν του επέτρεπε να ακούσει την ενημέρωση μετά από την ολοκλήρωση του υπουργικού συμβουλίου. Ο επιδημιολόγος κ. Obbier θα έκανε τις σχετικές ανακοινώσεις. Λίγο πριν τις  εννιά, εμφανίστηκε μπροστά στις κάμερες με ένα περισπούδαστο ύφος. Η εικόνα του ήταν αψεγάδιαστη, με εξαίρεση δύο μικρές αμυχές στο δεξί τμήμα του προσώπου του. Η αλαζονική χροιά στη φωνή του δεν άφηνε κανένα περιθώριο για τη σπουδαιότητα των λεγομένων του.

«Ποτέ η ατομική ευθύνη δεν είχε τόσο μεγάλη αξία όσο αυτή τη χρονιά. Ο περιορισμένος αριθμός κρεβατιών στις μονάδες εντατικής νοσηλείας μάς αναγκάζει να πάρουμε αποφάσεις που αλλιώς δε θα λαμβάναμε. Αναγνωρίζουμε ότι πολλοί γιατροί θα υποχρεωθούν να καταπατήσουν τον όρκο τους. Δεν έχουμε όμως άλλη επιλογή. Η διεύθυνση δίωξης ηλεκτρονικού εγκλήματος θα ενισχύσει άμεσα τις υπηρεσίες του συστήματος υγείας. Έτσι κάθε πολίτης, υποψήφιος να νοσηλευτεί στη μονάδα εξαιτίας του ιού, θα αξιολογείται βάσει των δημοσιοποιημένων του αναρτήσεων και απόψεων. Αν ανήκει στους αρνητές της πανδημίας, θα του στερείται το δικαίωμα για νοσηλεία. Ζούμε ιστορικές στιγμές και αν μέχρι χτες διατηρούσα ελάχιστες επιφυλάξεις, ένα ατύχημα που είχα μου απέδειξε ξεκάθαρα την αξία της ατομικής ευθύνης. Σας ευχαριστώ».

Η πλειοψηφία των πολιτών, όλοι υποψήφιοι νοσούντες από τον ιό, με εσωστρέφεια πανηγύρισαν για την απροσδιόριστα μικρή αύξηση της πιθανότητάς τους να διακομιστούν στις μονάδες. Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερή τους ικανοποίηση οφειλόταν στη λογική και επιβεβλημένη, όπως θεωρούσαν τιμωρία, όσων για μεγάλο χρονικό διάστημα περιγελούσαν τη δική τους πειθαρχία.

Τις επόμενες ημέρες, ούτε ο Θωμάς ο οποίος διασωληνωμένος πάλευε για τη ζωή του ούτε όμως οι υπόλοιποι πολίτες μπόρεσαν να συνειδητοποιήσουν ότι εκείνη η απόφαση ήταν απλά η αφορμή για περαιτέρω ενοχοποίηση της ατομικής ευθύνης. Αυτές οι δύο λέξεις τότε σήμαιναν την αντίληψη μιας υπευθυνότητας σε σχέση με το κοινωνικό σύνολο. Κανένας όμως δε σκέφτηκε ότι στα χέρια των κυβερνήσεων αυτού του κόσμου οι λέξεις αυτές θα μπορούσαν να μετατραπούν σε αφορμή για μια παγκόσμια ασυδοσία. Αυτό όμως είναι το ξεκίνημα μιας άλλης ιστορίας.