Κείμενο: Αντώνης Κοντάκης
Φυσικοθεραπευτής

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Από τη στιγμή που άνοιξε τα μάτια, μία σκέψη τριγύριζε στο μυαλό του. Ο τρόπος με τον οποίο θα κατέβαινε στο κέντρο της πόλης. Ήταν αυτή η επίσκεψη στον γιατρό, που τον ανάγκαζε να αφήσει τη ζεστασιά του σπιτιού του και να ανταμώσει με τον αχταρμά των αλλοφρόνων συμπολιτών του. Αν για ένα πράγμα ευγνωμονούσε την πανδημία, ήταν για τις μοναχικές του βόλτες στους δρόμους της πόλης, μακριά από επιτηδευμένους αστούς, αυτάρεσκες γυναίκες οι οποίες αντιμετωπίζουν το γούστο όπως ο διάολος το λιβάνι και bon viveur άντρες μεγαλωμένους με τις αράδες του Κωστόπουλου, οι οποίοι ζέχνουν ξεθυμασμένο γαλλικό άρωμα με essence από αλμυρό ιδρώτα γεμάτο βαρβατίλα.

Οι επιλογές του ως προς τα μέσα συγκοινωνίας ήταν ανάλογες με αυτές που υπήρχαν πριν από σαράντα χρόνια. Μοναδική εξαίρεση στην ομοιότητα ήταν η δυνατότητα του πατέρα του να μετακινείται και με τραμ. Η αστική αναβάθμιση πέρασε, τίναξε τις μπούκλες της στον αέρα, κόρδωσε την πλάτη της, κάπνισε ένα τσιγαράκι και έφυγε δίχως να ακουμπήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κρατικής αδιαφορίας, μέσα σε ένα περιβάλλον υποτιθέμενης ανάπτυξης, κατάλληλης για ανθρωπόμορφα πρόβατα. Πάντα πολιτικοποιημένος, λίγο έλειψε με αυτές του τις σκέψεις να αισθανθεί μεγαλύτερο θύμα, βλέποντας το σχήμα του αμνού πάνω στη συσκευασία του γάλατος.

Πριν από δυο μέρες άφησε το αυτοκίνητό του στο συνεργείο και αυτά που έπρεπε να αλλαχθούν ήταν τόσο πολλά, που ακόμη δεν είχε αποφασίσει αν θα το παραλάμβανε. Αν δεν ήταν τα στοιχεία του γνωστά, το πιο πιθανό θα ήταν να τους το άφηνε αμανάτι, μια προσφορά διακόσμησης για το κατάστημα. Ήταν αμέτρητα τα χιλιόμετρα που διένυσαν μαζί και ατελείωτοι οι αναστεναγμοί που ακούστηκαν από τα μισόκλειστα παράθυρά του. Μια ολόκληρη ζωή, εκείνος αραχτός στην άνετη δερμάτινη καρέκλα και τα υπόλοιπα καθίσματα να αποτελούν πάντα μια φθηνή εναλλακτική λύση των ξενοδοχείων. Εξαιτίας αυτών των εμπειριών, οι τύψεις τον βασάνιζαν κάθε φορά που σκεφτόταν αρνητικά για την κινούμενη κρεβατοκάμαρά του.

Η εναλλακτική λύση του ταξί δε φάνταζε δελεαστική. Ειδικά εκείνο το πρωί δεν είχε καμία όρεξη για συζήτηση. Και με έναν ταρίφα υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα να αναγκαστείς να ακούσεις προσωπικές αναλύσεις επί παντός επιστητού. Πολύπειρος και πολυπράγμων κλάδος. Το θέμα είναι να μην σταθείς άτυχος. Γιατί αν ο Ερμής σου το παίξει αναρχικός και ανάδρομος, τότε εσύ θα είσαι αναγκασμένος να συμβιώσεις άλλοτε με έναν συνωμοσιολάτρη, αναλυτή πολιτικών ειδήσεων, άλλοτε με έναν παρακμιακό πρώην μπουζουξή και φανατικό οπαδό της ελληνικής βλαχομαγκιάς και καφρίλας και άλλοτε με μια ανισόρροπη προσωπικότητα που ψάχνει τον προσωπικό του ψυχαναλυτή. Τις φορές που η μοίρα τού χαμογέλασε με τα σάπια της δόντια, ό,τι και αν επιχείρησε πάντα αποτύγχανε. Ο πολυμήχανος οδηγός έβρισκε τον τρόπο να περάσει τα μηνύματά του, σε σημείο που ακόμη και ο Μεγάλος Αδερφός θα ένιωθε ιδιαίτερα λιλιπούτειος.

Η στάση ήταν άδεια και αυτό ήταν ένα ιδιαίτερα αισιόδοξο προμήνυμα. Η γρήγορη άφιξη του λεωφορείου τον έκανε να πιστεύει πως εκείνη η ημέρα ήταν σίγουρα η τυχερή του. Ήταν από τα καινούργια οχήματα που είχαν αφιχθεί στην πόλη εδώ και δύο μήνες και τα οποία προκαλούσαν την περιέργεια με την ανυπαρξία παραθύρων. Ανέβασε τη μάσκα του πάνω από τη μύτη και ταυτόχρονα γέλασε όταν θυμήθηκε πως τη χρησιμοποίησε πρώτη φορά στα γενέθλιά του, πέντε μήνες πριν. Αναμφισβήτητα ήταν μια μάσκα με συναισθηματική και ιστορική αξία, η οποία φρόντιζε για τη δική του προστασία από πρόστιμα και ταυτόχρονα για την ανεμπόδιστη εξάπλωση της πανδημίας. Δέκα άτομα, ακριβώς μετρημένα στα δάκτυλα των χεριών του, υπήρχαν μέσα και έξι στάσεις έμεναν μέχρι τον τελικό του προορισμό. Οι υπολογισμοί άρχισαν να πυκνώνουν στο κεφάλι του. Μέσα στην καραντίνα ο αριθμός των πέντε ατόμων που θα ανέβαινε σε κάθε στάση φάνταζε ικανοποιητικός. Σίγουρα θα κατέβαιναν δύο άτομα ανά στάση.  Πέντε επί έξι μας κάνει τριάντα και αν αφαιρέσουμε τα δώδεκα άτομα μέχρι να κατέβει και ο ίδιος, ο τελικός αριθμός γίνεται δεκαοκτώ. Πρόσθεσε και τους δέκα που ήδη υπήρχαν μέσα και ο μέγιστος συνολικός αριθμός της διαδρομής δεν ξεπερνούσε τις καρέκλες που υπήρχαν στο λεωφορείο. Επομένως θα μπορούσε να μείνει απομονωμένος στη γωνία πίσω από το μηχάνημα των εισιτηρίων, μακριά από ενοχλητικά ακουστικά και από διάσπαρτα σακίδια που τον χτυπούσαν όπου τον έβρισκαν χωρίς οι ιδιοκτήτες τους να αντιλαμβάνονται τα φονικά όπλα που κουβαλούσαν. Πόσες φορές δεν είχε σταθεί όρθιος, σαν στύλος της ΔΕΗ, με τα χέρια κολλημένα στον κορμό του, για να αποφύγει είτε ατίθασα στήθη είτε επιτήδεια φουσκωμένους πισινούς είτε ανεξέλεγκτες τσάντες και τα επακόλουθα αγριεμένα βλέμματα που τον περνούσαν για διεστραμμένο, φετιχιστή ή ληστή. Από το κακό στο χειρότερο και ο ίδιος γεμάτος κράμπες, μέχρι τη στιγμή που θα ξεδιπλωνόταν, όταν με καμάρι θα ακουμπούσε το πέλμα του στο πεζοδρόμιο. Ένα μικρό βήμα για την ανθρωπότητα, μα ένα μεγάλο βήμα για εκείνον.

Εκείνη την ημέρα όμως, όλα ήταν διαφορετικά. Ο ίδιος, απορροφημένος στην ευτυχία εκείνων των στιγμών δεν αντιλήφθηκε άμεσα τον κύριο που ανέβηκε στην επόμενη στάση και ο οποίος δε φορούσε μάσκα. Όταν έγινε αντιληπτός από τους υπόλοιπους επιβάτες και τον οδηγό, ήταν ήδη αργά για τη δική του ψυχική προετοιμασία. Όλοι εξαγριωμένοι, ζητούσαν από τον οδηγό να τον κατεβάσει, ενώ ο οδηγός τον παρακαλούσε να φορέσει μάσκα όσο άκουγε στο ραδιόφωνο του λεωφορείου την ανάλυση του ποδοσφαιρικού αγώνα της Κυριακής. Ο άντρας ακλόνητος, σήκωσε ψηλά τα χέρια και απευθύνθηκε στους υπόλοιπους με ένα μεγαλοπρεπές βέλασμα. Ο ήρωάς μας κατάλαβε πως η μοίρα του πλέον ήταν προδιαγεγραμμένη. Μέσα σε μία στιγμή, στο λεωφορείο επικράτησε πανικός. Οι νομοταγείς επιτέθηκαν στον απείθαρχο, κάποιοι από αυτούς τον ακολούθησαν στην επανάστασή του και έβγαλαν τις μάσκες, οι απείθαρχοι ξεκίνησαν όλοι να βελάζουν, ενώ το λεωφορείο ακολουθούσε την πορεία του δίχως κάποιος να ξεχωρίζει αν αυτή ήταν προς κάποια κεντρική πλατεία ή προς μία στάνη. Και επειδή πάντοτε στη ζωή, χειρότερο από κακό είναι το ακόμη χειρότερο, όταν ο οδηγός σταμάτησε το λεωφορείο για να κατέβουν οι αντιρρησίες πανδημίας, διαπίστωσε πως το υδραυλικό σύστημα του λεωφορείου χάλασε και οι πόρτες δεν άνοιγαν.

Το θέαμα φάνταζε συναρπαστικό από όσους βρίσκονταν εκτός λεωφορείου. Μαλλιοτραβήγματα, τσιρίδες, σπρωξιές, κλωτσιές, αναπαραγωγικές θρησκευτικές προσταγές, κατάρες και φτυσίματα αποτελούσαν μια θεατρική υπερπαραγωγή, δωρεάν προσφερόμενη σε όσους έτυχε να διασχίζουν εκείνο τον δρόμο. Οι λάτρεις των συμβολισμών θεώρησαν πως το συμβάν ήταν η πρώτη πράξη της επιστροφής στην κανονικότητα. Δίχως μάσκες, δίχως αποστάσεις και κοινούς στόχους. Μια πανδαισία από χειραψίες, σφιχταγκαλιάσματα και σωματικές επαφές.

Οι διερχόμενοι σταματούσαν, άνοιγαν τις κάμερες των κινητών τους και κατέγραφαν την κωμική τραγωδία που εξελισσόταν μπροστά τους. Τον οδηγό, ιδρωμένο μέχρι τα μπούνια και ταλαιπωρημένο, να επιχειρεί με τα χέρια του να ανοίξει τις πόρτες. Τον στρουμπουλό κύριο, που προσπαθούσε να ξεφύγει από τα μανιασμένα χέρια της κυρίας με τα χείλη που είχαν απομείνει ροζ, αφού το κόκκινο κραγιόν είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο το πρόσωπό της. Τον νεαρό και τη νεαρή, οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι την αδιαφορία των πάντων, χουφτώνονταν μεταξύ τους μέσα στην πιο απίθανη φαντασίωση του Καλιγούλα. Τον κύριο χωρίς τη μάσκα, που τραβολογούσε από τη μύτη έναν ηλικιωμένο άντρα, όσο εκείνος τον χτυπούσε στην πλάτη με το μπαστούνι. Και στη μέση, ένας αχταρμάς από σώματα, ρούχα και μέλη να αναμειγνύονται σαν σε πρόγραμμα στύψης στο πλυντήριο. Μονάχα ένας άνθρωπος δε συμμετείχε σε εκείνο το σκηνικό, παρά μόνο έστεκε όρθιος σαν στύλος της ΔΕΗ, με τα χέρια κολλημένα στον κορμό του, ένα βλέμμα απελπισίας και δύο χείλη που ξεκάθαρα σχημάτιζαν τη φράση “την τρέλα μου μέσα”.