Άρθρο: Σπανουδάκης Στράτος
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας

Επιμέλεια: Δημήτρης Αλεξόπουλος Τσώρας
Φιλόλογος


Όλη αυτή τη περίοδο της δεύτερης καραντίνας, η μουσική μου έχει κρατήσει αρκετά καλή παρέα και προσωπικά πιστεύω ότι είναι το πιο αθώο και το πιο δυνατό ναρκωτικό για τον άνθρωπο. Μπορεί να σε εξυψώσει και να σε βυθίσει, να σε καταλάβει και να σε ταξιδέψει μέσα σε λίγα λεπτά. Αυτή είναι εξάλλου και η μαγεία της. Μέσα στα πολλά τραγούδια που άκουσα, συγκράτησα το παρακάτω τετράστιχο:

Τα όνειρα που σέρνω απ’ τα 20,
παρκάρουν στον ακάλυπτο νωρίς,
μα εσύ που με κοιτάς σαν λύτρωση,
ζωή παρκαρισμένη μη δεχτείς.

Το συγκεκριμένο τετράστιχο μου μοιάζει ελπιδοφόρο και στενάχωρο μαζί. Από τη μία η παραδοχή μιας ζωής με ξεφτισμένα και παρκαρισμένα όνειρα, που μοιάζει κενή και απαισιόδοξη, χωρίς θέληση για εξέλιξη. Βαλτωμένη βάση απόφασης και όχι συγκυριών, σαν αυτό να είναι μία θυσία για μια ασφαλέστερη ζωή. Με σαφή την αποδοχή αυτής της κατάστασης σαν κάτι μόνιμο και δεδομένο.

Η δεύτερη σημείωση, αφορά την ανάγκη ενός ατόμου να ψάχνει στο/στη σύντροφο του τη λύτρωση. Η αναζήτηση δηλαδή της λύσης έξω από εμάς που θα έρθει να διορθώσει τα πάντα και να μας αφαιρέσει τα προβλήματα και τις δυσκολίες. Άραγε υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι; Πώς μπορεί μια σχέση που βασίζεται σε συνθήκες λύτρωσης να είναι υγιής και με προοπτική και πάνω σε ποια θεμέλια χτίζεται;

Από την άλλη υπάρχει και το αισιόδοξο μήνυμα και η συνειδητοποιημένη απάντηση ότι δεν αξίζει σε κανένα άτομο να δεχτεί μία παρκαρισμένη ζωή, όσο και αν αυτή η περίπτωση φαίνεται σαν λύτρωση. Όσο και αν αυτή η επιλογή οδηγήσει μακρυά από τη μοναξιά.

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν τέτοιες σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και κυρίως τέτοιοι γάμοι, που μοιάζουν με συμφωνίες και συνεργασίες μεταξύ του ζευγαριού. Όπως γράφει ο Ματθαίος Γιωσαφάτ στο βιβλίο του “Να παντρευτεί κανείς ή να μη παντρευτεί?”, δεν υπάρχει συγκεκριμένη απάντηση για το γάμο, καθώς κάθε άνθρωπος και κάθε ζευγάρι είναι διαφορετικό. Αυτό όμως που πραγματεύεται κυρίως ο Γιωσαφάτ, είναι πως το πιο χρήσιμο δεν είναι να βρούμε τον τέλειο και ιδανικό σύντροφο βάση κοινωνίας και αντικειμενικών προτύπων. Το βασικό είναι να βρούμε το άτομο που ταιριάζει στο δικό μας στυλ, στα δικά μας μοτίβα και ιδιαιτερότητες. Το χρηστικό είναι λοιπόν να βρούμε το άτομο που να ταιριάζει με τα παραπάνω και όχι με τα κοινωνικά πρέπει ή τα πρότυπα των γονιών μας.

Οι καιροί έχουν αλλάξει και οι σχέσεις των ανθρώπων έχουν διαφοροποιηθεί αρκετά, με διάφορους παράγοντες να έχουν βοηθήσει προς αυτή τη κατεύθυνση. Σημαντικότερος παράγοντας θεωρείται η χειραφέτηση και η ανεξαρτητοποίηση της γυναίκας, κυρίως μέσω του φεμινιστικού κινήματος. Έτσι πλέον στις μέρες μας, ο γάμος θεωρείται φυσιολογικό βήμα, συνήθως στη περίπτωση που το ζευγάρι θέλει να αποκτήσει παιδιά. Είναι ωραίο και αισιόδοξο οι άνθρωποι να θέλουν να δημιουργούν οικογένειες, παιδιά και απογόνους. Εκτός όμως από τη θέληση των ανθρώπων, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι παράγοντες (και σίγουρα όχι οι μοναδικοί) που φαίνεται να επηρεάζουν την δημιουργία οικογένειας:

1. Βιολογικό ρολόι περί μητρότητας: Οι γυναίκες σε σχέση με τους άντρες, έχουν πεπερασμένη ηλικία όσον αφορά την ικανότητα φυσικής τεκνοποίησης, η οποία πλέον έχει ανέλθει κοντά στα 40 έτη. Ένας συχνός παράγοντας πίεσης στο γυναικείο φύλο φαίνεται πως είναι το βιολογικό ρολόι, καθώς βλέποντας ότι τα χρονικά περιθώρια μειώνονται, η πεποίθηση για δημιουργία οικογένειας αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις με γυναίκες οι οποίες ήταν πολύ αντίθετες ακόμα και με τη σκέψη της γέννας, που όταν πλησιάζουν στο παραπάνω ηλικιακό όριο, αντιστρέφουν τελείως τη θέληση τους.

Χαρακτηριστική φράση: Εγώ πότε θα γίνω μάνα;

2. Κοινωνικά πρέπει: Η κοινωνία μας είναι χτισμένη πάνω στο θεσμό της οικογένειας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα, ακόμα και σήμερα, μια γυναίκα χήρα ή χωρισμένη, θεωρείται πιο αποδεκτή από μία γυναίκα που δεν έχει παντρευτεί ακόμα, ιδιαίτερα στην επαρχεία. Όσο και αν έχει όντως υπάρξει εξέλιξη στο συγκεκριμένο τομέα, εντούτοις χρειαζόμαστε ακόμα αρκετή βελτίωση και σίγουρα περισσότερη αποδοχή.

Χαρακτηριστική φράση: Στο ράφι θα μείνεις εσύ.

3. Οικογενειακές πιέσεις: Ο συγκεκριμένος παράγοντας έχει μεγάλη σχέση και με τον παραπάνω (κοινωνικά πρέπει). Πολλές οικογένειες θεωρούν μειονέκτημα κάποιο μέλος της οικογένειας τους να μη παντρεύεται. Έτσι γενικεύουν το μειονέκτημα από το άτομο σε ολόκληρη την οικογένειας, διογκώνοντας το. Δημιουργείται έτσι ένας εντονότερος μοχλός πίεσης στο μέλος που δε προχωράει σε γάμο, με συνήθη εργαλεία τον ηθικό και ψυχολογικό πόλεμο.

Χαρακτηριστική φράση: Εμείς πότε θα δούμε εγγόνια;

4. Αίσθημα ζήλιας: Ο φθόνος από μόνος του είναι ένα βαθύ αρνητικό συναίσθημα, έχοντας και εξέχουσα θέση μέσα στα 7 θανάσιμα αμαρτήματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που η ζήλια τρυπώνει στο μυαλό των ανθρώπων. Ειδικά αν η τεκνοποίηση γίνει από κάποιο άτομο του κύκλου μας που είναι νεότερο και το θεωρούμε για κάποιο λόγο και κατώτερο μας, τότε το αίσθημα της ζήλιας μπορεί να είναι αρκετά έντονο.

Χαρακτηριστική φράση: Καλά έκανε παιδί ο τάδε/η τάδε πριν από μένα;

5. Αίσθημα αναπλήρωσης κενού (κυρίως σε υφιστάμενη σχέση): Κάποιες σχέσεις μετά από αρκετά χρόνια συμβίωσης, νιώθουν συχνά ένα συναισθηματικό κενό, καθώς η ρουτίνα και η καθημερινότητα έχει μπει για τα καλά στη ζωή τους. Ενώ υπάρχει αγάπη μεταξύ τους, μοιάζει να έχει χαθεί ο ενθουσιασμός και το πάθος και όλες οι μέρες πλέον μοιάζουν να είναι ίδιες. Η συχνή σκέψη είναι ότι το ζευγάρι οφείλει να κάνει κάτι για να αναζωπυρωθεί η σχέση του. Δυστυχώς, συνήθως η απόφαση καταλήγει σε μία εξωτερική παρέμβαση και όχι κάτι που να αφορά την ίδια τη σχέση μεταξύ τους. Αποτέλεσμα να μπαίνει συχνά το δίλημμα “χωρίζουμε ή παντρευόμαστε”, θεωρώντας ότι η μεγάλη αλλαγή του ερχομού ενός παιδιού, θα διορθώσει από μόνη της τα θέματα.

Χαρακτηριστική φράση: Τόσα χρόνια είμαστε μαζί, δε κάνουμε και ένα παιδί;

6. Ο φόβος της μοναξιάς: Ο Υπαρξισμός είναι ένα φιλοσοφικό κίνημα που έχει συνδεθεί στενά και με τη ψυχολογία, μέσω της Υπαρξιακής Ψυχοθεραπείας. Στην Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία, ο Yalon D. Irvin, εστιάζει σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες υπαρξιακών ζητημάτων, που αφορούν όλους τους ανθρώπους εν δυνάμει και αυτές είναι ο θάνατος, η μοναξιά/απομόνωση, η ελευθερία και η απουσία νοήματος. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα (φόβο της μοναξιάς) συναντάμε τις 2 από αυτές. Όσο γερνάει ο άνθρωπος, έρχεται πιο κοντά στο θάνατο αλλά και στη σκέψη ότι αυτό θα το περάσει μόνος και αβοήθητος, κάτι που όντως ακούγεται σκληρό. Τους φόβους αυτούς, έρχεται να καλύψει, η παρουσία συζύγου και παιδιών, που έστω σε νοητικό και θεωρητικό επίπεδο, μπορούν να τα νικήσουν και τα δύο.

Χαρακτηριστική φράση: Θέλω κάποιον να μπορεί να μου φέρει ένα ποτήρι νερό, όταν γεράσω.

Φαίνεται από τα παραπάνω ότι οι εξωτερικοί παράγοντες είναι αρκετοί και μπορεί να προκαλέσουν μια πιεστική και αγχωτική κατάσταση. Ο άνθρωπος που έχει προσωπικούς ενδοιασμούς για το γάμο, αλλά ταυτόχρονα αποδέχεται και τα παραπάνω σαν κάτι φυσιολογικό, έχει ανοίξει μέσα του μια εσωτερική μάχη. Μία διαμάχη του θέλω και του πρέπει, που αρχίζει και του θολώνει τη κρίση. Μπαίνει σε ανασφαλείς σκέψεις ότι ίσως δε πρέπει να θέλει αυτό που επιθυμεί και ότι ίσως το σωστό είναι αυτό που λέει η πλειοψηφία. Εξάλλου γιατί αυτό το άτομο να είναι η εξαίρεση; Το χειρότερο κομμάτι στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η αμφισβήτηση της προσωπικής άποψης, όχι από γεγονότα που μπορούν να αλλάξουν μία πεποίθηση αλλά από κοινωνικούς κανόνες και αυτοματισμούς.

Πολλές φορές λοιπόν οι εξωτερικοί παράγοντες υπερισχύουν. Έρχεται έτσι ο ένας σύντροφος και λυτρώνει τον άλλον από αυτή την αγωνία, αυτή τη περιπέτεια και με συνήθως μεγάλη υποχώρηση εσωτερικών θέλω και προτιμήσεων. Γιατί έχουν αποφασίσει ότι έτσι πρέπει να γίνει, θέλουν δε θέλουν. Στην Ελλάδα θεωρείται ότι η τεκνοποίηση και η δημιουργία οικογένειας είναι κάτι σαν πάγια υποχρέωση, σαν το υπέρτατο αγαθό και μπορεί να είναι και έτσι. Το θέμα είναι αυτό να μην γίνεται σαν υποχρέωση αλλά σαν επιλογή βάση πραγματικής επιθυμίας.

Όλα τα παραπάνω έρχονται συχνά και μέσα στις συνεδρίες, μιας και οι σχέσεις και οι επιλογές που γίνονται μέσα σε αυτές, απασχολούν αρκετά τους ανθρώπους. Φαίνεται πως προσπαθούμε καλοπροαίρετα και ίσως μηχανικά, να αναπαράγουμε ότι ζήσανε οι προηγούμενες γενιές. Αυτό μοιάζει να γίνεται με διαφορετικά πλέον δεδομένα και συνθήκες, με αποτέλεσμα συχνά η πραγματικότητα να υπερισχύει της θέλησης.

Το ζητούμενο λοιπόν δεν είναι να παντρευτεί κάποιος ή όχι, αυτή η απάντηση δε μπορεί να είναι γενική για όλους τους ανθρώπους. Το ζήτημα είναι πως όταν το κάνει κάποιος, αυτό να είναι μια συνειδητή επιλογή. Βασισμένη σε αληθινά συναισθήματα, ποιοτική σύνδεση ανθρώπων και αξίων και όχι με υπολογιστικές μεθόδους και κοινωνικές ανάγκες.

Γιατί κανένας άνθρωπος δεν αξίζει να δεχτεί μια ζωή με παρκαρισμένα όνειρα και κυρίως αυτή η επιλογή να γίνει λόγω φόβου ή υπακοής.


Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

Γιωσαφάτ, Μ. (2014). Να παντρευτεί κανείς ή να να μη παντρευτεί;: Μια ψυχαναλυτική – και όχι μόνο – προσέγγιση στα θέματα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας. του έρωτα, της αγάπης, της επιλογής συντρόφου και του γάμου, Αθήνα: Άρμος

Γιάλομ, Ν. Ι. (2020). Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία (Αδριτσάνου, Ε., Κακατσάκη, Δ. μετ.), Αθήνα: ΑΓΡΑ

Παπακωνσταντίνου, Β. (1997). Δεν πάει άλλο, Πες μου ένα ψέμα ν’ αποκοιμηθώ, Αθήνα: Minos