Κείμενο: Φωτεινή Λιβά
Ψυχολόγος-Ειδικευόμενη Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Χαρούλα Ξανθοπούλου
Φιλόλογος


 Ως τραύμα ορίζεται το γνωσιακό, συναισθηματικό, ψυχολογικό ή νευροφυσιολογικό «αποτύπωμα» και αντίδραση σε ένα γεγονός ή σειρά γεγονότων, τα οποία υπήρξαν  σοκαριστικά ή τρομακτικά για το άτομο. Χαρακτηριστικά τέτοιων τραυματικών εμπειριών είναι πως προκαλούν αφόρητο στρες και γίνονται αντιληπτές ως απειλητικές για τη ζωή του ατόμου ή περιλαμβάνουν κάποια μορφή βίας (π.χ. κακοποίηση, παραμέληση, ατύχημα, φυσικές καταστροφές, βασανισμός κ.α.). Το περιβάλλον φαντάζει απειλητικό κι επικίνδυνο ενώ το άτομο δεν είναι σε θέση να αντιδράσει ώστε να αποτρέψει ή να ανακόψει το γεγονός (Reyes, Elhai & Ford, 2008). Σημειωτέον ότι το ψυχολογικό τραύμα δεν είναι ταυτόσημο με την διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Το πρώτο αποτελεί μια αντίδραση σε ένα τραυματικό γεγονός που μας επηρεάζει βιολογικά ή ψυχολογικά αλλά συνεχίζουμε να είμαστε σχετικά λειτουργικοί στην καθημερινότητα ενώ το PTSD αποτελεί ψυχιατρική διάγνωση για άτομα που βίωσαν εξίσου ένα τραυματικό γεγονός, όπως στην πρώτη περίπτωση, αλλά παρουσιάζουν συμπτώματα ισχυρής έντασης και συχνότητας που επηρεάζουν τη λειτουργικότητά τους (American Psychiatric Association, 2013). Ενώ τα συμπτώματα μπορεί κάποιες φορές να είναι κοινά και στα δύο (π.χ. παρεισφρητικές εικόνες-αναμνήσεις, απόσυρση, αποφυγή, υπερδιέγερση, δυσκολίες στον ύπνο κ.α.), αυτό που τα διαφοροποιεί κυρίως ΔΕΝ είναι η σοβαρότητα του τραυματικού γεγονότος αλλά η βαρύτητα και η διάρκεια των επακολούθων τους.

Στο παρόν άρθρο, λοιπόν, με τον όρο «τραύμα» αναφερόμαστε στο ψυχολογικό «αποτύπωμα» ως αποτέλεσμα μιας υπερβολικά στρεσογόνου εμπειρίας που κλόνισε την αίσθηση ασφάλειας του ατόμου, αφήνοντάς το να νοιώθει αβοήθητο και να παλεύει με συναισθήματα, σκέψεις και αναμνήσεις που του προκαλούν αναστάτωση.

Είναι θεραπευτικό το να εκφράζεται ένα τραυματικό βίωμα;

Συχνά, οι άνθρωποι τείνουν να απωθούν οποιοδήποτε αρνητικό συναίσθημα, ενίοτε να μην το εκφράζουν ή ακόμη και να μην το αναγνωρίζουν καν. Οι λόγοι που επιλέγουν, συνειδητά ή μη, τη σιωπή, μπορεί να είναι πολλοί- αλλά η έκφραση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να μειωθούν οι επιπτώσεις του βιώματος. Οι Freud και Breuer (1893/1966) (όπως αναφέρεται στους Duberstein, Masling & Χατήρα, 2007), θεωρούσαν πως οι τραυματικές εμπειρίες φέρνουν στην επιφάνεια συγκεκριμένη ποσότητα υπερβάλλουσας ψυχικής ενέργειας που επιζητά εκτόνωση. Αν αυτή δεν εκφραστεί, συσσωρεύεται και τελικά βρίσκει παθολογικούς υποκατάστατους τρόπους έκφρασής της μέσω σωματικών ή ψυχολογικών συμπτωμάτων. Οι παραπάνω ερευνητές δούλεψαν με ασθενείς και παρατήρησαν πολλά συμπτώματα να απομακρύνονται όταν έφερναν στο φως αναμνήσεις των θεραπευομένων τους και παράλληλα διέγειραν το συναίσθημα που τις συνόδευε μέσω λεπτομερών περιγραφών και λεκτικοποίησης των συναισθημάτων τους.

Στη «θεωρία της αποσύνδεσης» του Pierre Janet υπογραμμίζεται η επίδραση του τραύματος στη μνήμη, όπου η έντονη συναισθηματική διέγερση που προκαλείται, παρεμποδίζει την αρμόζουσα αποθήκευση των γεγονότων στη μνήμη. Εδώ να σημειωθεί ότι όταν το άτομο βρίσκεται υπό την επήρεια άγχους εκκρίνονται ενδογενείς ορμόνες που επηρεάζουν τη δυνατότητα εδραίωσης της μνήμης, δηλαδή την αποθήκευση. Αυτά τα γεγονότα έτσι, αποσυνδέονται από τη συνείδηση και επαναβιώνονται μέσω αποσπασματικών εικόνων, συναισθημάτων, σωματικών συμπτωμάτων ή συμπεριφορών, ενώ τα ψυχικά τραυματισμένα άτομα αντιδρούν σε τρέχουσες δυσάρεστες καταστάσεις με τρόπο που αντιστοιχεί στο βαθμό απειλής του πρότερου τραύματος και όχι στην παρούσα συνθήκη. Οι μετατραυματικές αμνησίες αποτελούν αποτυχημένες προσπάθειες μετασχηματισμού των τραυμάτων σε λιγότερο τρομακτικές αφηγήσεις. Κοινό συμπέρασμα των παραπάνω είναι πως η μετατροπή των τραυμάτων σε αφήγηση θεωρείται θεραπευτική (Duberstein, Masling & Χατήρα, 2007).

Η σχέση τραύματος και θεραπευτικής γραφής 

Η αφήγηση ενός τραύματος σαφώς σχετίζεται και με την προφορική έκφρασή του. Ωστόσο η γραφή δύναται να γεμίσει ένα πολύ σημαντικό κενό, παρέχοντας επίσης μία ευκαιρία για επεξεργασία. Ωστόσο τι γράφει κανείς όταν ασχολείται με την εκφραστική γραφή; Στην περίπτωση της γραφής με θεραπευτικό σκοπό οι συμμετέχοντες καλούνται να γράψουν τις βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματα που έχουν σχετικά με το τραυματικό βίωμά τους. Έτσι έρχονται αντιμέτωποι με τη μνήμη του τραύματος, κάτι που αν δεν αποτυπωνόταν στο χαρτί στοχοκατευθυνόμενα, πιθανώς να το απωθούσαν χωρίς να στέκονταν σε αυτό. Στην περίπτωση αυτή η γραφή αποτελεί ένα είδος δέσμευσης όπου εκφράζουν συναισθήματα συγκεκριμένα για αυτό και μόνο το γεγονός, βιώνουν την ασφάλεια της ανώνυμης αποκάλυψης και η αποκάλυψή τους αυτή έχει μία μορφή που προάγει την χρονική αλληλουχία των σκέψεων και το σχηματισμό αφήγησης (Duberstein, Masling & Χατήρα, 2007, Smyth & Helm, 2003).

Κατά τη διάρκεια τραυματικών γεγονότων έχει διαπιστωθεί μειωμένη δραστηριότητα της εγκεφαλικής περιοχής Broca, η οποία σχετίζεται με τη μετατροπή της υποκειμενικής εμπειρίας σε ομιλία, καθώς και ταυτόχρονη αύξηση της δραστηριοποίησης περιοχών του δεξιού ημισφαιρίου που επεξεργάζονται έντονα συναισθήματα και οπτικές εικόνες. Εν ολίγοις, το τραύμα γίνεται ευκολότερα δυσφορία και εικόνες παρά λόγος. Η διαδικασία της θεραπευτικής γραφής μπορεί να προσφέρει σημαντικά οφέλη μέσω της γλωσσικής μετατροπής των αναμνήσεων, επιτρέποντας την κωδικοποίηση της τραυματικής εμπειρίας σε αφηγηματική γλώσσα. Παρότι αρχικά (λόγω της θύμησης) θα αφυπνίσει ένα αίσθημα θλίψης, στη συνέχεια η γνωσιακή δομή του φόβου θα διαπλαστεί με τρόπο που θα διευκολύνει την ενσωμάτωση της οδυνηρής μνήμης. Μια πιο ενσωματωμένη μνήμη παρέχει γνωσιακή οργάνωση, κάτι που βοηθά στη μείωση της ενοχλητικής αναβίωσης. Με τον τρόπο αυτό, η χρόνια υπερδιέγερση θα μειωθεί και κατ’επέκταση θα υποχωρήσουν και τα ψυχολογικά ή/και σωματικά συμπτώματα (Hull, 2002, Masling & Χατήρα, 2007).

Η θεραπευτική γραφή έχει βρεθεί επίσης πως μειώνει τα καταθλιπτικά συμπτώματα και αυξάνει την ψυχική ανθεκτικότητα, μειώνει την έκκριση κορτιζόλης (ορμόνη του στρες) (Glass, Dreusicke, Evans, Bechard & Wolever, 2019), ενώ σημαντική είναι και η θετική επίδρασή της για ακόμη μια φορά στο τραύμα αλλά όχι σε άλλα παρεμφερή γεγονότα όπως η απώλεια αγαπημένων προσώπων (Kuiken, Dunn & LoVerso, 2008). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα των Pennebaker, Magne και Francis (1997), οι οποίοι διαπίστωσαν ότι είναι πιθανότερο να βιώσουν θετικά οφέλη από τη γραφή, συμμετέχοντες που χρησιμοποιούσαν λέξεις αιτιολογίας (π.χ. επομένως, επειδή) και λέξεις που δηλώνουν ενδοσκόπηση (π.χ. συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω). Η γραφή τέτοιου είδους δηλώνει κίνηση προς μία εναλλακτική κατανόηση και νοηματοδότηση του στρεσσογόνου  γεγονότος. Εδώ να τονίσουμε ότι σημαντικός παράγοντας της εκφραστικής παρέμβασης της  γραφής που ενισχύει τα θετικά αποτελέσματα είναι η συνεκτική αφήγηση του τραύματος και όχι μία μερική και αποσπασματική γραφή κάποιων σημείων (Smyth & Helm, 2003). Ο πιθανός μηχανισμός με τον οποίο λειτουργεί η γραφή είναι ότι βοηθά το άτομο να οργανώσει και να δομήσει την ανάμνηση με έναν προσαρμοστικό τρόπο που τον οδηγεί σε μια πιο ολοκληρωμένη αίσθηση εαυτού. Η ενσωμάτωση του τραύματος σε μια ευρύτερη αφήγηση ζωής με εξωτερίκευση των πιο μύχιων συναισθημάτων στο χαρτί τοποθετεί το βίωμα σαν κάτι δυσάρεστο που συνέβη στο παρελθόν και μέσα από αυτή τη νέα οπτική το άτομο μαθαίνει να το αντέχει και να προχωράει χωρίς αυτό να καθίσταται διαταρακτικό. (Baike & Wilhelm, 2005). Πώς συμβαίνει αυτό; Το άτομο καθώς επεξεργάζεται βαθύτερες σκέψεις και συναισθήματα, αφομοιώνει προοδευτικά το γεγονός με έναν πιο δομημένο τρόπο μειώνοντας σταδιακά το στρες του. Καθώς το στρες μειώνεται απαιτεί και λιγότερη επεξεργασία. Σε έρευνα φάνηκε ότι οι συμμετέχοντες μέσω της γραφής με την πάροδο του χρόνου παρουσίασαν αλλαγές στις εκτιμήσεις τους, ενώ την 4η μέρα της έρευνας αξιολόγησαν το γεγονός της ζωής τους ως λιγότερο ανεξέλεγκτο και απειλητικό από ότι την 1η ημέρα. Στην επανεξέταση (4 μήνες μετά) παρατηρήθηκαν λιγότερες προσπάθειες γνωσιακής επεξεργασίας, λιγότερες παρεισφρυτικές σκέψεις και μειωμένη πια αποφυγή. Αυτό ερμηνεύθηκε ως βελτιωμένη συναισθηματική λειτουργικότητα (Park & Blumberg, 2002).

Συνοψίζοντας, η θεραπευτική γραφή μπορεί να παρέχει πολλά προστευτικά οφέλη για το άτομο, ενώ του προσφέρει μια ευκαιρία για έκφραση χωρίς την έκθεση σε άλλους αν τυχόν δεν είναι έτοιμο. Στο σημείο αυτό να πούμε ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος αυτοβοήθειας αλλά δεν θεραπέυει αποκλειστικά μόνη της μία σοβαρή παρελθούσα τραυματική εμπειρία. Αν και δεν μπορεί να αντικαταστήσει το πλαίσιο μιας θεραπευτικής διαδικασίας, μπορεί να λειτουργήσει συμπληρωματικά με αυτήν. Τέλος, συστήνεται και η παρουσία ενός ειδικού για μια πιο στοχευμένη επεξεργασία του τραύματος καθώς έχει βρεθεί ότι η γραφή μπορεί να καταλήξει και σε μορφή αναμασήματος που διεγείρει καταθλιπτικά συμπτώματα (Thomson, 2010).

 


Βιβλιογραφικές αναφορές

American Psychiatric Association. (2013). Cautionary statement for forensic use of DSM-5. In Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). https://doi.org/10.1176/appi.books.9780890425596.CautionaryStatement

Baikie, K. A., & Wilhelm, K. (2005). Emotional and physical health benefits of expressive writing. Advances in Psychiatric Treatment, 11, 338–346

Duberstein, P. R., Masling, J. M., & Χατήρα, Κ. (Eds.). (2007). Ψυχοδυναμικές προοπτικές στην αρρώστια και στην υγεία. (Α. Βακάκη, μετ.). Αθήνα: Τυπωθήτω

Glass, O., Dreusicke, M., Evans, J., Bechard, E., & Wolever R.Q. (2019). Expressive writing to improve resilience to trauma: A clinical feasibility trial. Complementary Therapies in Clinical Practice, 34, 240-246

Hull, A. M. (2002). Neuroimaging findings in post-traumatic stress. The British Journal of Psychiatry, 181(2), 102–110. https://doi.org/10.1017/S000712500016180X

Kuiken, D., Dunn, S., & LoVerso, T. (2008). Expressive writing about dreams that follow trauma and loss. Dreaming, 18(2), 77–93. https://doi.org/10.1037/1053-0797.18.2.77

Pennebaker, J. W., Mayne, T. J., & Francis, M. E. (1997). Linguistic predictors of adaptive bereavement. Journal of Personality and Social Psychology, 72, 863–871

Park, C. L., & Blumberg, C. J. (2002). Disclosing trauma through writing: Testing the meaning-making hypothesis. Cognitive Therapy and Research, 26(5), 597–616. https://doi.org/10.1023/A:1020353109229

Reyes, G., Elhai, J. D., & Ford, J. D. (Eds.). (2008). The Encyclopedia of Psychological Trauma. Wiley: John Wiley & Sons

Smyth, J., & Helm, R. (2003). Focused expressive writing as self-help for stress and trauma. Journal of Clinical Psychology, 59(2), 227–235. https://doi.org/10.1002/jclp.10144

Smyth, J. M., Hockemeyer, J. R., & Tulloch, H. (2008). Expressive writing and post-traumatic stress disorder: Effects on trauma symptoms, mood states, and cortisol reactivity. British Journal of Health Psychology, 13(1), 85–93. https://doi.org/10.1348/135910707X250866

Thompson, J. (2010). Writing About Trauma: Catharsis or Rumination? Philosophy, Psychiatry, & Psychology 17(3), 275-277. https://www.muse.jhu.edu/article/405326