Κείμενο: Δεδικούση Αλεξάνδρα
Ψυχολόγος

Επιμέλεια Κειμένου: Γιάννα Τζιρίτα
Φιλόλογος


Εικοσιπέντε αδέλφια γεννήθηκαν από μια μολυβένια κουτάλα, όλα μεγαλοπρεπή και όμορφα, όλα εκτός από τον στρατιώτη της ιστορίας μας. Του έλειπε ένα πόδι, δεν έφτασε το μολύβι για δεύτερο. Ανάπηρος γεννήθηκε μα αυτό δεν του μείωσε την ομορφιά. Ίσως ήταν και πιο όμορφος έτσι, πιο μεγαλοπρεπής και καμαρωτός μέσα στην ατέλεια του τυλιγμένος.

Εικοσιπέντε στρατιώτες και μια γυναίκα, μια χορεύτρια σε ένα κάστρο, χάρτινη, ευάλωτη και όμορφη πολύ. Με το ένα πόδι στον αέρα σχεδόν κουτσή, σχεδόν ανάπηρη, σχεδόν τέλεια. Ο κουτσός μας στρατιώτης εντυπωσιάστηκε από τη μικρή κυρία, αυτήν τη γυναίκα ήθελε μα ήξερε ποιος είναι, ήξερε ότι ήταν ένας απλός στρατιώτης, στοιβαγμένος με άλλους εικοσιτέσσερις σε ένα κουτί μέσα, χωρίς ελπίδες. «Ψιτ, στρατιώτη, δεν είναι για τα μούτρα σου», η ταμπακιέρα προσπαθεί να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα, να μην κάνει όνειρα, να μην έχει ελπίδα, να μην προσπαθήσει. Το επόμενο πρωί έγινε το κακό: κάποιοι είπαν από ατυχία, κάποιοι το έριξαν στην ταμπακιέρα, φύσηξε αέρας και ο στρατιώτης βρέθηκε στο δρόμο. Δεν φώναξε βοήθεια, ήταν περήφανος, πολύ περήφανος, και μόνος, πολύ μόνος, περιτριγυρισμένος με άλλους εικοσιτέσσερις, και, όμως, τόσο μόνος.

Άρχισε να βρέχει και έτσι ξεκίνησε η περιπέτειά του. Σε ένα καράβι χάρτινο τον έβαλαν και πέρασε υπονόμους, αρουραίους, και άλλους υπονόμους, και φαγώθηκε από ένα ψάρι. Ακίνητος σε όλα αυτά, χωρίς ίχνος πανικού, έπρεπε άλλωστε, έπρεπε να είναι ατρόμητος και περήφανος, έτσι τον είχαν μάθει, αυτό ήξερε να κάνει καλύτερα από όλα. Το ψάρι πιάστηκε, η κοιλιά του άνοιξε και ο στρατιώτης βρέθηκε ξανά στο σπίτι με τη χορεύτρια. Ποιος να το περίμενε, τη τύχη ήταν αυτή! Αντάλλαξαν ένα βλέμμα αλλά ως εκεί. Ένας περήφανος στρατιώτης δεν κάνει τίποτα παραπάνω, μόνο ονειρεύεται και αυτό το κάνει αθόρυβα και εσωτερικά. Όμως, τότε ένα από τα παιδιά τον πέταξε στο τζάκι, κανείς δεν κατάλαβε γιατί, αλλά ο στρατιώτης αφέθηκε στις φλόγες και άρχισε να καίγεται, να καίγεται από φωτιά και από αγάπη, να ξεθωριάζει από ταλαιπωρία και από θλίψη. Μια εικόνα τον συντρόφευε: η χορεύτρια που ξαφνικά βρέθηκε και αυτή στη φλόγα να χορεύει και να εξαφανίζεται δίπλα του. Ένας σβόλος έμεινε από τον μολυβένιο στρατιώτη, ένας σβόλος σε σχήμα καρδιάς. Μόνο η καρδιά άντεξε τη φωτιά. Ένιωθε ότι καίγεται αλλά άντεξε. Στάχτη έγινε η μπαλαρίνα, κάηκε από τη ζέστη της καρδιάς του στρατιώτη, παραδόθηκε στον έρωτα.

Τελείωνε το παραμύθι και εγώ πάντα ένιωθα μια θλίψη, σαν παιδί δεν ήξερα τι ακριβώς ένιωθα, δεν καταλάβαινα και που να καταλάβω. Ολοκαύτωμα είναι ο έρωτας και καίγεσαι και όμως στο τέλος επιβιώνεις. Και στάχτη γίνεσαι μόνο εθελούσια και αφήνεσαι στη φλόγα. Ανάπηρο δεν σε κάνει το πόδι που λείπει, άλλα καθιστούν αναπηρία. Διαφορετικότητα ίσον ομορφιά, περηφάνια ίσον δύναμη και περιπέτεια ίσον εμπειρία. Μανιφέστο ο έρωτας, καταστροφή και πόλεμος, και δημιουργία και φωτιά. Και ταξίδι η ζωή, ταξίδι σε υπονόμους και κοιλιές ψαριών γεμάτο μικρά και μεγάλα θαύματα και φόβο και αγωνιά και χαρά. Ξεχάσαμε τα παραμύθια πια και είναι κρίμα, έχουν τόσα να μας πουν και τόσα να μας θυμίσουν.

Περισσότερα παραμύθια αυτές τις γιορτές και λιγότερος κυνισμός εύχομαι. Ας υποδεχτούμε τη νέα χρονιά με Αγάπη και Ηρεμία. Καλές γιορτές.


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Άντερσεν, Χ.Κ. (2008). Ο μολυβένιος στρατιώτης. Modern Times, Αθήνα.