Κείμενο: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Πάει πια να καλοκαιριάσει κι εγώ θα συναντήσω και πάλι τη Μήνα. Αρχές του Μάρτη απευθύνθηκε σε μένα μια γυναίκα όμορφη, ευγενική και δυναμική, μέσης ηλικίας, με ένα σαφές αίτημα προς τα εμένα, να απαλλαγεί από την παρουσία ενός ονείρου. Αρχικά δεν μπορούσε να διανοηθεί πώς αυτό θα συνέβαινε και τι από την ίδια θα απαιτούσε. Ο δρόμος αυτός της ψυχοθεραπευτικής πορείας είναι αποκαλυπτικός και επώδυνος και απαιτεί θέληση για μεταμόρφωση και υπομονή, λύγισμα του  εγωισμού και κυρίως θέληση για ευχαριστιακό βίο. Ακόμα με τη Μήνα δεν έχουμε φτάσει στο τέρμα του, αν ποτέ μπορεί να πει κανείς ότι υπάρχει τέρμα. Μα εμείς, και οι δύο, νιώθουμε πως ήδη πέρασε από πάνω μας ένας ολόκληρος χειμώνας, κι ας έχει μεσολαβήσει μια άνοιξη, ακριβώς γιατί ο αγώνας προς αυτό είναι μεγάλος κι εμείς προσπαθούμε, η Μήνα δηλαδή, κι εγώ δίπλα της.

Οι τελευταίες μέρες είναι ζεστές πολύ και η ανάγκη για δροσιά μακριά από τις πυρακτωμένες ασφάλτους της πόλης είναι επιτακτική. Σήμερα έχουμε ραντεβού με τη Μήνα σε ένα πάρκο μακριά από το γραφείο μου και τις γνώριμες γειτονιές μας. Σκέφτηκα πως ένας περίπατος θα μας ωφελήσει. Θα περπατήσουμε η μία δίπλα στην άλλη σε ένα μονοπάτι από την αρχή μέχρι το τέλος του κι από πάνω θα μας σκεπάζουν με τη σκιά τους τα ίδια δέντρα και τις δύο. Ίσως μια τέτοια συνάντηση διαφορετική να δημιουργήσει νέες προοπτικές στις «συνεδρίες» μας, χτίζοντας ακόμα και με αυτόν τον τρόπο την πολύτιμη αίσθηση της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας, εκείνη την βέβαιη αίσθηση πως, ακόμα κι αν είμαι μια ξένη εγώ για εκείνη, έχω την ειλικρινή πρόθεση να συνάψω μαζί της ένα δεσμό, να συνδεθώ ως πρόσωπο με πρόσωπο με την ίδια και να την ακολουθώ ως συνοδοιπόρος και ενίοτε ως στυλοβάτης της στο αυτογνωστικό  ταξίδι που αποφάσισε να κάνει.

Χαίρομαι σαν μικρό παιδί κοντά της, γιατί από την αρχή απαιτεί από εμένα τον πιο αυθεντικό εαυτό μου, με κάθε βλέμμα της και με κάθε σιωπή της. Μα κι εκείνη κάθε φορά ανοίγει όλο και πιο πολύ τις κουρτίνες της και μου επιτρέπει τη θέαση μέσα της. Εκείνο που θαυμάζω στη Μήνα είναι πως, παρά την απίστευτη δυσκολία της, είναι αποφασισμένη μια μέρα να τινάξει και τα χαλιά του σπιτιού της, να διώξει κάθε σκουπίδι από μέσα της, να το καθαρίσει και να το διαμορφώσει εκ νέου.

Σήμερα η Μήνα παρουσιάζει τη σχέση της με τη μητέρα της ως θαυμάσια και μοναδική. Μου περιγράφει πόσο κοντά βρίσκονται οι ψυχές τους, πόσες ώρες αφιερώνει η μία στην άλλη, τι αφοσίωση δέχεται από το πρόσωπο της μητέρας της η ίδια και πόσο ευγνώμων είναι που απολαμβάνει έναν τόσο ισχυρό δεσμό με εκείνη. Δηλώνει ευχαριστημένη και ικανοποιημένη. Βέβαια, βιώνει τη σχέση της αυτή ως μια εξάρτηση και των δύο. Φοβούνται πως αν αυτή χαθεί, τότε θα υπάρξει και διακοπή της σχέσης. Δεν διανοούνται αγαπητική σχέση χωρίς εξάρτηση. Η ελευθερία τις τρομάζει… Έτσι είναι καλά. Αυτό που την απασχολεί και την βασανίζει είναι κάτι άλλο.

Η Μήνα κάθε βράδυ που ξαπλώνει δίπλα στον άντρα της κλείνει τα μάτια της κι ονειρεύεται πως είναι Άνοιξη, πως γύρω της ο ήλιος λιώνει, λευκά σεντόνια στεγνώνουν από τις αχτίδες του κι ένα ελαφρύ αεράκι, πως νέα πουλιά ταξιδεύουν στους ουρανούς  και πως  οι μαργαρίτες ρίχνουν ένα ένα τα πέταλά τους για να ακούσει εκείνη από το θρόισμά τους εκείνο το αναγκαίο «μ’ αγαπάει». Όχι, όχι δεν θέλει να ξέρει αν ο σύζυγος δίπλα της την αγαπάει, γι΄αυτό είναι βέβαιη. Νιώθει την ευλογία να πλημμυρίζει μέσα της από την αγάπη, την προσοχή και την αφοσίωσή του στις τέλειες και ατελείς πτυχές της ύπαρξής της. Μα απροσδιόριστο της μοιάζει γιατί το έχει τόσο μεγάλη ανάγκη πριν κοιμηθεί αυτό το ανοιξιάτικο τοπίο με ένα «μ’ αγαπάει» καρφιτσωμένο πάνω του, ανεξήγητο της μοιάζει. «Μα ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν όλες τις άλλες…», μου εξομολογείται.

Αυτή την Άνοιξη την ονειρεύεται πριν κοιμηθεί σαν αντιστάθμισμα στο όνειρο που εμφανίζεται μετά, όταν την παίρνει πια ο ύπνος και οι άμυνες της λογικής της συνείδησης πέφτουν, τότε που ξεπροβάλει ο ασυνείδητος εαυτός της, εκείνος που σπρώχνει για να ξετρυπώσει από τα υπόγεια που είναι καταχωνιασμένος για να βγει στην επιφάνεια και να φωτιστεί. Μέσα από το όνειρό της ένας κρυμμένος και άγνωστος εαυτός απαιτεί κάτι να πει, κάτι να φανερώσει, να αποκαλύψει μια αλήθεια που ο γνωστός και οικείος της εαυτός δεν ανέχεται να ξέρει.

Με κλειστά βλέφαρα, λοιπόν, κουκουλωμένη με την κουβέρτα μέχρι πάνω βλέπει κάθε βράδυ το ίδιο μαρτυρικό όνειρο. Ζωντανεύει μπροστά της ο ίδιος της ο εαυτός που ακροβατεί σε ένα σκοινί. Στην απέναντι άκρη βρίσκεται η μητέρα της, η οποία την κοιτάει με ένα βλέμμα γλυκό και στοργικό γεμάτο υποσχέσεις για μια αγκαλιά – λιμάνι που θα τη σώσει από τον κίνδυνο της ακροβασίας. Η χαρά της και η προσμονή της να τη φτάσει είναι μεγάλη τόσο όσο και η απόσταση που είχε να διανύσει γι’ αυτή. Τότε ακριβώς, που πια φοβάται πως δεν θα αντέξει άλλο και θα χάσει την ισορροπία και θα πέσει, νιώθοντας ανήμπορη να τη φτάσει, βλέπει μπροστά της το σκοινί να καίγεται και να κόβεται στα δύο, τη φιγούρα της να κρέμεται από το κομμένο σκοινί κι ένα απέραντο κενό από κάτω να την περιμένει βαθύ και ανελέητο. Από πάνω της τα ταβάνια φορτωμένα βροχή στάζουν απελπισία και η δική της φωνή ηχεί πνιγμένη αλλά και απαιτητική «κράτα με».

Κι έτσι, εκείνο το απαλό «μ’ αγαπάει» που προδίδει το άγγιγμα του τελευταίου πετάλου της μαργαρίτας στη γη αντισταθμίζει και καταπραΰνει εκείνη την κραυγή «κράτα με» που ουρλιάζει μέσα στο κεφάλι της. Ο ύπνος της Μήνας ξεκινάει με μια Άνοιξη δική της που όλο προσμένει και λαχταρά και καταλήγει σε ένα φθινόπωρο βαρύ, φρικτό κι άσπλαχνο που ξεπροβάλει με θάρρος από μέσα της και απαιτεί να λάβει θέση στη διάρκεια του συνειδητού χρόνου της. Στον ύπνο της Μήνας ξυπνάει ένας εαυτός της που διεκδικεί να τον δει, να τον αναγνωρίσει, να τον αποδεχτεί σαν στοργική μάνα και να τον γιατρέψει.

Κάθε πρωί που ξυπνάει, μια νέα αίσθηση εγκατάλειψης και ερημιάς την διακατέχει. Τα απομεινάρια του ονείρου είναι μια πρωινή βαθιά θλίψη. Όμως, μόλις ξεκινάει τη μέρα της πίνοντας καφέ, φορώντας τις γόβες της και λέγοντας καλημέρα στον άντρα της, όλα παίρνουν και πάλι την «πραγματική» τους διάσταση, αυτή που εκείνη δημιουργεί και επιτάσσει, θάβοντας στο σκοτάδι της νύχτας το παράπονο της εγκατάλειψης και της μοναξιάς που το όνειρο της δημιουργεί και μέσα της πίνει σαν σαρκοβόρο θηρίο τους ζωτικούς της χυμούς και τη στεγνώνει.

Δεν μπορεί να αναγνωρίσει τι της φωνάζει για μήνες τώρα ο κρυφός εαυτός της θαμμένος στους λαβυρίνθους του υποσυνειδήτου της. Μα ούτε και για εκείνη την ανάγκη της για το «μ’ αγαπάει» που ονειρεύεται ξύπνια και που περνάει από τον συνειδητό της έλεγχο έχει απαντήσεις. Χαωμένη και μόνη έρχεται σε μένα χωρίς ποτέ να μπορεί να παραδεχτεί το παράπονό της για τη μητέρα της. Η Μήνα στη διάρκεια της παιδικής της ηλικίας μέχρι και τα δώδεκά της χρόνια μεγάλωσε με τη γιαγιά της, μητέρα της μητέρας της, καθώς οι δυο γονείς της αποφάσισαν να μετακομίσουν σε άλλη πόλη λόγω σπουδών και των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων. Η απόφαση του ζευγαριού να μην πάρουν μαζί τους το παιδί τους έγινε με κίνητρο το δικό του καλό, ώστε να μην μένει ώρες μόνο, αλλά και σίγουρα τη δική τους ευκολία.

Η γυναίκα που μεγάλωσε τη Μήνα ήταν μια δύσκολη και νευρική ύπαρξη. Φειδωλή στην έκφραση των αγαπητικών συναισθημάτων της, τραχιά στην υφή, με μπάσα στριφνή φωνή και χέρια άδεια από τρυφερότητα, μεγάλωνε την Μήνα από υποχρέωση και ανάγκη.  Η Μήνα ως ένα μικρό κορίτσι δεν ένιωθε να είναι βάρος στους ώμους της γιαγιάς της αλλά επουδενί δεν βίωνε την ύπαρξή της κοντά της ως μια χαρά. Ο βίος των δύο ήταν στεγνός και άδροσος, παρόλες τις προσπάθειες της Μήνας με την παιδική της αθωότητα και γλυκύτητα να την μαλακώσει και να της αποσπάσει έστω και μια στοργική ματιά, ένα χάδι ή μια μελωδία βελουδένια για νανούρισμα.

Στα δώδεκα χρόνια της Μήνας η γιαγιά πέθανε και τότε οι γονείς της ανέλαβαν την ανατροφή της. Η μητέρα της ήταν άμαθη και άπειρη για το ρόλο που είχε πάρει, να είναι μάνα ενός παιδιού. Όμως, η ανάγκη της Μήνας, ο μοιραίος και ανεξήγητος δεσμός που πάντα ενώνει τη μάνα με το παιδί της και η δροσιά της παιδικής ύπαρξης έκαναν τη γυναίκα αυτή να γίνεται μάνα μέρα με τη μέρα, να νιώθει την ιδιότητά της και να γεννιούνται από μέσα της όσα δεν ήξερε ότι διαθέτει. Από τότε οι δύο γυναίκες προσπαθούσαν και προσπαθούν ακόμα προοδευτικά και σταθερά να αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο, εκείνον που χάθηκε και ποτέ δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Εκείνη η πολύτιμη και τρυφερή βρεφική και παιδική ηλικία βρήκε τη Μήνα στην ουσία μόνη, πολύ και βαθιά μόνη… Αυτή όμως η δυσκολία την έκανε ανθεκτική και, ενώ ο κανόνας επιτάσσει τη δική της ευαλωτότητα, η ίδια αποδείχθηκε η εξαίρεση του κανόνα. Σύμφωνα με το νόμο της υπεραναπλήρωσης, όσα δε δόθηκαν στη Μήνα απλόχερα, όσα στερήθηκε ψυχικά ενώ τα είχε ανάγκη, βρέθηκαν μέσα της φωλιασμένα και προστατευμένα, έτοιμα να τα χαρίσει γύρω της σαν μικρούς θησαυρούς αγάπης. Κι έτσι κι η εξέλιξή της ήταν ομαλή και η ιδιοσυγκρασία της δεν μοιάζει καθόλου στερημένη.

Όλα αυτά η Μήνα τα αναγνωρίζει και τα περιγράφει με πολύ μεγάλη ευκολία. Εκεί που η ροή της χωλαίνει είναι ακριβώς στο ότι ποτέ της δεν μπόρεσε να παραδεχτεί το μεγάλο και αβάσταχτο μέσα της παράπονο της εγκατάλειψης, εκείνης της πρώιμης μοναξιάς και ερημιάς που βίωσε από τους πιο σημαντικούς της άλλους, τους ανθρώπους που με την ένωσή τους της έδωσαν ζωή και υπόσταση. Ήταν πάντα τόσο βαριά, άμορφη, κακοφορμισμένη, γωνιώδης και αιχμηρή η αλήθεια αυτή, πως δεν υπήρξε η ίδια ως προτεραιότητα στη ζωή των γονιών της στα πρώτα χρόνια της ζωής της πάνω σε αυτή τη γη, που δεν τη σήκωνε το μέσα της, δεν τη χωρούσε ο λιλιπούτιος και τρυφερός εαυτός της. Έτσι, που δεν τη φόρεσε ποτέ, την αρνήθηκε σθεναρά και την έθαψε μέσα της.

Αυτή η αλήθεια μπορούσε μόνο να απωθηθεί ως ξεχασμένη όχι, όμως, να πάψει να υφίσταται ως μια αντικειμενική αλήθεια που έπιανε άγνωστο χώρο μέσα της. Η παραδοχή του παραπόνου αυτού, του πληγωμένου εγώ, δηλαδή, θα απαιτούσε μετά φροντίδα σαν μωρό που κλαίει και ζητάει προσοχή και άμεση ανταπόκριση για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του.  Κάτι τέτοιο ήταν επικίνδυνο. Αν άνοιγε την πληγίτσα της η Μήνα, ίσως να μην μπορούσε να την επουλώσει, κι έτσι την είχε κάνει να μοιάζει πλέον ανύπαρκτη. Αυτός ήταν ο πιο ασφαλής και ανώδυνος τρόπος να το αντιμετωπίσει για να καταφέρει να επιβιώσει.

Μα, η αλήθεια βγήκε κάποτε σαν όνειρο με σκοινί που κόβεται και το κορμί της κρεμασμένο μακριά από τη σωτήρια αγκαλιά της μάνας, με νερά απειλητικά να στάζουν και να την κρυώνουν αφήνοντάς την μετέωρη σε ένα επικίνδυνο άναρχο και άχρονο κενό.  Έχει έρθει πια η ώρα της μεγάλης αποκάλυψης. Και η Μήνα μοιάζει «σαν έτοιμη από καιρό». Κάποτε χρησιμοποιούμε ένα πυρωμένο σίδερο και πληγώνουμε τα δέρματα, άλλοτε, όμως, χρησιμοποιούμε ένα πυρωμένο σίδερο για να καυτηριάσουμε μια ήδη υπάρχουσα πληγή. Στην προκειμένη, το πρώτο επώδυνο βήμα είναι η αναγνώριση της αλήθειας που καίει και καίει όλο το μέσα. Αυτή η επέμβαση γίνεται με μεγάλη λεπτότητα, διάκριση και απαλότητα. Οποιαδήποτε άγαρμπη και άχαρη κίνηση θα αφήσει την πληγή να αιμορραγεί. Ριψοκίνδυνα πράγματα, της λέω, αλλά λυτρωτικά ίσως και μια για πάντα…

Ο απώτερος σκοπός του ταξιδιού αυτού στα δικά μου μάτια μοιάζει να είναι η αποδοχή της οδυνηρής αλήθειας και τέλος το μέγιστο, η συγχώρεση αυτών που κάποτε στη δημιούργησαν. Η ανθρώπινη και αδύναμη φύση, το πληγωμένο και πονεμένο εγώ στέκονται πάντοτε εμπόδια σε αυτό το μεγαλείο. Μα όταν φτάνει κανείς σε αυτό, η ανύψωση είναι κατακόρυφη και η εκτόξευση τόσο δυνατή, που δεν επιτρέπει καμία πτώση έκτοτε. Τότε είναι που στέκεσαι στις σχέσεις με αγάπη αλλά ταυτόχρονα πετάς, γιατί είσαι ελεύθερος. Ξέρεις πως και να φύγεις σε αγαπούν. Ξέρεις πως και να φύγουν, τους αγαπάς… Με τη Μήνα περνάμε από πολλές βροχές, με δάκρυα νεροποντές κι ας είναι μέρες Άνοιξης, κι ας είναι μέρες που φωτίζεται η αλήθεια, αυτή η κακάσχημη αλήθεια που μπορεί, όχι να εξαφανιστεί, αλλά να μεταμορφωθεί και τότε θα’ ναι πια όντως μια Άνοιξη ελεύθερη που τίποτα δε θα φοβάται…