Ποίημα: Νεκταρία Τσοπανέλη
Φοιτήτρια Ψυχολογίας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Βρεθήκαμε πάνω στο σύννεφο ενός απογεύματος,
στο χέρι μιας ήσυχης σταγόνας
και πέφταμε έκπτωτοι σαν βροχή θυμώδης.
Μετά γίναμε λάσπη.

Πρόσωπα μισοκρυμμένα κάτω από τα καπέλα μας,
μία βαθιά σκιά το είναι μας,
πάνω σε χιλιόμετρα σεντόνια την ταξιδέψαμε,
μέσα στο σπίτι
που παράθυρα δεν είχε
και κανένα φως τις ιδέες μας δεν εμπόδιζε.
Μέσα στο σπίτι
που πότε στάζανε τα ταβάνια του ουρανό
και πότε χώραγε το γέλιο σου και έφτανε ως το φεγγάρι.

Βρισκόμασταν τακτικά στην υγρή σιωπή της άνοιξης,
τότε που ο ήλιος σαν τιμωρία έβγαινε να μας τυφλώσει
και τότε που ο χρόνος έτοιμος να γεράσει ήταν
μαζί με τον ανόητο τον έρωτά μας.

Πήγαμε κι από δω, πήγαμε κι από εκεί,
στην Κόλαση των μεγάλων απαρνήσεων,
στον Παράδεισο των πνιγμένων ανεπίτρεπτων παθών μας.
Στο εγώ των μεγάλων προσδοκιών
μια μέρα ανεπιστρεπτί χαθήκαμε.
Τις στιγμές μας αφήσαμε
σε έναν αιθέρα σκληρό σαν ατσάλι,
που καιρό πριν αυτός για εμάς αποφάσισε
τον θάνατό μας χωριστά να τον περάσουμε.

Ειδωθήκαμε σε μια βιβλιοθήκη.
Ήταν τότε που σταθήκαμε γενναίοι στη φθορά
κι ένα ωραίο βιβλίο γίναμε.
Με το πουκάμισό σου το ροζ,
που πάνω στο στήθος του τα δάκρυά μου στέγνωνα
και μια σελίδα άσπρη που έλεγε «περάστε»
ήρθε ο επόμενος χειμώνας
και χαθήκαμε ξανά.
Για πάντα;
Κανείς δεν ξέρει.
Θα συναντιόμαστε, υποθέτω, συχνά στα όνειρά μας.