Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα


Πως λέμε «γίνεται της τρελής» ή «της αλληνής…»; Ε, το ίδιο και το αυτό! Διότι μη μού πείτε πως δεν είναι τρελή η καθημερινότητά μας;

Πέρα από τα μεγαλόπνοα, τα μεγαλόστομα και τα μεγαλοπιασμένα που ακούμε από δω κι από κει, περί «εξόδου από την κρίση», περί «εξόδου από το ευρώ», περί «εξόδου στις αγορές», περί «εξόδου από το μνημόνιο», υπάρχει αυτή η αναιδέστατη καθημερινότητα που τσακίζει κόκαλα, που σε οδηγεί σε «έξοδο από τα ρούχα σου», που αφού σε έχει αφήσει άνεργο, άψιλο, και απεγνωσμένο, σε σούρνει σε ουρές για να πληρώσεις εσύ τα κλεψιμαίικα από αυτά που σού έχουν κλέψει και σε χλευάζει κι από πάνω.

Αυτή η καθημερινότητα που σ’ αφήνει άφωνο, ώρες-ώρες, να παρακολουθείς το θέατρο του παραλόγου και το χειρότερο, να πρέπει να συμμετέχεις κιόλας, έτσι… χωρίς πρόβα!

«Της τρελής » ή «της καθημερινότητας», ένα και το αυτό λοιπόν, σας λέω, στην πολιτισμένη, δημοκρατική, ευρωπαϊκή μας χώρα. Διότι, πως θα χαρακτηρίζατε εσείς το παρακάτω περιστατικό που μου συνέβη, εμού της ιδίας, σε επίσκεψή μου στην Εφορία, για να μάθω για την εκκαθάριση και την επιστροφή φόρου. Γινότανε αυτό κάποτε… θυμάστε;

Είναι τέλη Αυγούστου λοιπόν και ο δεύτερος όροφος της Εφορίας μου είναι παντελώς άδειος. Όχι μόνο από φορολογούμενους αλλά και από υπαλλήλους. Όλα τα γκισέ γύρω-γύρω στη μεγάλη αίθουσα κενά. Υπάρχει στο βάθος ένας υπάλληλος μόνο, με μουστάκι, καφέ και τσιγαράκι, ο οποίος είναι χωμένος στον υπολογιστή του και δείχνει να εργάζεται πυρετωδώς. Στην ερώτησή μου «μήπως μπορείτε να με ενημερώσετε πότε θα εκκαθαριστεί η δήλ..» απάντησε μέσα από τα δόντια του, το μουστάκι και το τσιγαράκι του σε μια γλώσσα ελληνο-ακαταλαβίστικη «δε,μπα..ουγκ.μπλα.. μπλού,,ακόμα» «Δεν είναι έτοιμη ακόμα;» Καταλαβαίνω εγώ, διότι είμαι και καλή στις ξένες γλώσσες και πάνω που ετοιμάζομαι να ξαναρωτήσω, ακούω μια αγγελική φωνούλα από τ’ αριστερά μου «πως μπορούμε να σας εξυπηρετήσουμε κυρία μου;» Μένω, προς στιγμήν, στήλη άλατος, μια μόνη στο μέσο της μεγάλης, άδειας αίθουσας, να κοιτάζω το μοναδικό, υπάλληλο στο βάθος και ν’ ακούω φωνή άλλη, αγγελική, από τ’ αριστερά; ακούω φωνές! δεν είμαι καλά, σκέφτομαι με τρόμο, αλλά γυρνώ και το κεφάλι μου προς την αγγελική φωνή, μήπως και γίνει κανα θαύμα και δεν είναι της φαντασίας μου. Και όντως, το θαύμα έγινε: στα αριστερά μου, πίσω από το γκισέ, ένα γλυκύτατο αγοράκι, 12-13 ετών, με γυαλάκια, καλοντυμένο, ευγενικό και χαμογελαστό, με ξαναρωτά:

– Πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω κυρία μου;

– Εεε…, πότε θα εκκαθαριστεί η δήλωσή μου ήθελα να … (αποσβολωμένη εγώ)

– Πολύ ευχαρίστως! Θέλετε να περάσετε από αυτή την πλευρά, παρακαλώ και να μου πείτε το ΑΦΜ σας;

– Μάλιστα

– Δεν έχει ακόμα εκκαθαριστεί, απ’ ό,τι βλέπω κυρία μου

– Ναι, το πότε ήθελα…

– Μισό λεπτό. Κύριε Τάκη (απευθύνεται στο μουστακαλή), μήπως μπορείτε να βοηθήσετε εδώ…

– Ουγκ, μπλου… μπλα.. όχι είπα δεν καταλαβαίνετε;

Ε, αυτό ήταν! Σα να ξεμαγεύτηκα ξαφνικά από το σουρεάλ, σα να με χτύπησε η πραγματικότητα κατακέφαλα και συνειδητοποίησα το παρανοϊκό που ζούσα, ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και ή έκρηξη έγινε:

– Καλά δεν μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση, να κάνετε μια προσπάθεια έστω, μόνο συνομιλώ μ’ ένα παιδάκι τόση ώρα; Είναι υπάλληλος το παιδί; Τι πράματα είναι αυτά;…

Και τι μου απάντησε ο νόμιμα διορισμένος, σκληρά εργαζόμενος, μουστακαλής υπάλληλος;

– Δεν ντρέπεσαι κυρά μου να τα βάζεις με το παιδί;

Ααααααα!!! Γιούργιααααα! Έφυγα κακήν κακώς και σκασμένη από ενοχές για το καημένο το παιδάκι που μου ζήταγε συγγνώμη και πως «η μαμά μου είναι υπάλληλος εδώ και κάπου πετάχτηκε και είπα να σας βοηθήσω, αν μπορώ, με τα λίγα που ήξερα..» «Σώπα παιδί μου και δε φταις εσύ …» να λέω εγώ φεύγοντας και μασώντας το στομάχι μου που είχε φτάσει στο στόμα, από την ταραχή μου.

Σκέψου να έχεις και μια-δυο δουλειές ακόμα σε κρατικές υπηρεσίες και πείτε μου μετά αν γίνεται «της τρελής», «της … αλληνής» ή «της καθημερινότητας»! το ίδιο και το αυτό, σας λέω.