Άρθρο: Βασιλική Μαμαλίγκα


Και.. ψυχραιμία παιδιά! Αυτό μου έρχεται, αυθόρμητα και αντανακλαστικά, ως πρώτη ευχή για το 2016, που μας την πέφτει ακάθεκτο! Κι επειδή, που να τη βρεις τώρα την ψυχραιμία, θα καταφύγω στο αγαπημένο μου σπορ, με το χαρακτήρα και τον ωροσκόπο που ‘χω, την ονειροπόληση! Το ταξίδεμα του νου όπου θέλει, ανάλογα την εποχή, τα πιστεύω και τις ανάγκες του.

Σήμερα, θυμήθηκα μια ιστορία των μικράτων μου, τέτοιες μέρες.. Χτριστούγεννα-Πρωτοχρονιά και διακοπές οικογενειακώς στην Αθήνα, από την Κυπαρισσία, που μέναμε τότε. Πρέπει να μουνα τριών χρονών, γιατί δεν είχε γεννηθεί ακόμα η αδελφή μου. Ο μπαμπάς, Δ/ντής της Οφθαλμολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου Κυπαρισσίας, η μαμά μεγάλωνε την κόρη της και νοσταλγούσε πάντα το πατρικό της στην Αθήνα, Θεσπρωτέως 3, που επισκεπτόμασταν συχνά.

Το ότι ήμουν παιδί της φασαρίας, των φώτων, του κόσμου, του πήγαινε-έλα, του σούρτα-φέρτα, το δήλωσα από την πρώτη μου εμφάνιση στη ζωή ετούτη και φυσικά, μεγαλώνοντας, το εξέλιξα το πράγμα. Η Αθήνα, σαν Ντίσνεϋλαντ μου φαινόταν, τώρα που το σκέφτομαι, με τα σημερινά δεδομένα. Από την ησυχία, την απραξία και τη λιτότητα της Κυπαρισσίας, στα φώτα και τις λεωφόρους της Αθήνας!!

Τι σινεμά, τι θέατρα, τι πάρκα, τι μαγαζιά! Εκείνα τα παπουτσάκια «Μούγερ» ήταν απαραίτητη στάση κάθε σαιζόν. Τι ζαχαροπλαστεία, τι πλατείες, τι κόσμος, τι φασαρία, τι φανάρια να αναβοσβήνουνε στους δρόμους «πράσινο ανθρωπάκι, ο Γρηγόρης, προχωράμε», «κόκκινο ανθρωπάκι, ο Σταμάτης, σταματάμε». Οι κυλιόμενες της Ομόνοιας! Τι συναρπαστικό παιχνίδι! Τουλάχιστον 2-3 φορές έπρεπε να τις ανεβοκατέβω σε κάθε ταξίδι για να τις ευχαριστηθώ. Τι σινεμά και τι ταινίες! Τι Σινεάκ για τα Κυριακάτικα πρωινά και επισκέψεις σε συγγενείς και φίλους!

Σ’ εκείνο το ταξίδι στην Αθήνα του ‘60, για Χριστουγεννιάτικες και Πρωτοχρονιάτικες διακοπές, θα ταξιδέψω φέτος λοιπόν!

Εκείνη τη χρονιά, το τιμημένο 1960, η μανούλα μου ήθελε οπωσδήποτε, μεταξύ άλλων, να επισκεφτεί και τη μητέρα ενός παλιού κι αγαπημένου φίλου τους, από την Αίγυπτο. Η γηραιά κυρία ήταν “της αριστοκρατίας”. Έμενε στο Κολωνάκι, σ’ ένα σπίτι γεμάτο αντίκες και έργα τέχνης, ιδιαίτερης αξίας, ενώ η ίδια, πάντα κομψή, με το λευκό-ασημί, καλοχτενισμένο μαλλάκι της, ντυμένη στην τρίχα και ευγενής, οικοδέσποινα των καλών τρόπων και του “καθώς πρέπει”. Είχε εκφράσει μάλιστα και την επιθυμία να “δει τη Βασούλα” και το πράγμα δυσκόλευε, όσο να ‘ναι.

Ξέροντας η μανούλα μου, τη χαρά που θα έκανε η κόρη της με τόσα όμορφα πράγματα γύρω της και την – πιστοποιημένη – υπερεκχειλίζουσα ζωτικότητά της, έκανε ό,τι μπορούσε από πλευράς πρόληψης.

«Πρόσεξε Βασούλα, εκεί που θα πάμε σήμερα, όλα τα πράγματα είναι αξίας. Μην ακουμπήσεις τίποτα, μην τρέχεις μες στο ξένο σπίτι και κάνεις καμιά ζημιά, μην φύγεις από το δωμάτιο, να σε βλέπω, μη σπάσεις τίποτα, μη φας τίποτα και λερώσεις – θα φας μετά ό,τι θες- γενικά πρέπει να είσαι ένα πολύ καλό, φρόνιμο, ευγενικό, α-κού-νη-το παιδάκι! Εντάξει; Σύμφωνοι; Αλλιώς θα τις φας αυτή τη φορά, να το ξέρεις.»

«Ναι, ναι μαμά, θα είμαι φρόνιμη! Θα μου πάρεις μετά εκείνη την κούκλα που είδα;»

Με έντυσε με τα καλά μου, μου έφτιαξε τα σγουρά μαλλιά μου, μου έβαλε και φιόγκο, τα καινούργια μου παπουτσάκια τα λουστρίνι, μου επανέλαβε ξανά και ξανά, πόσο μεγάλη σημασία είχε να είμαι φρόνιμη, ειδικά στο συγκεκριμένο σπίτι και πήγαμε στην επίσκεψη. Η κυρία ήταν γλυκύτατη μαζί μου, μου πρόσφερε γλυκό και νεράκι και καθίσαν με τη μαμά να τα πουν μετά από τόσον καιρό. Για το γιο της, για τη ζωή στην Κυπαρισσία, στην Αθήνα, τα νέα και των δύο οικογενειών δηλαδή, ενώ εγώ, ήσυχα-ήσυχα, είχα αρχίσει να παρατηρώ και να χαζεύω το σπίτι..

Πώς έγινε και δε με πήρανε χαμπάρι, πώς ξέφυγα από την προσοχή της μάνας, που το ένα μάτι της το είχε συνεχώς κολλημένο πάνω μου να με ελέγχει, πώς ξεχάστηκαν με την κουβέντα και τις αναμνήσεις, δεν ξέρω!! Πάντως, όταν επανεμφανίστηκα, αγκαλιά μ’ ένα τεράστιο βάζο πορσελάνινο, ίσα με το μπόι μου, της τάδε δυναστείας Μινγκ, να παραπατάω από το βάρος, η μεν κυρία αναφώνησε «Ααα!! Που το βρήκες αυτό χρυσό μου; Ένα μήνα το ψάχνω, πρόσεξεεε!», η δε μανούλα, άλλαξε όλα τα χρώματα της ίριδος και με φωνή λυσσαλέα χαμηλή και έντονη μου είπε, «Τι έκανες; Τι είχαμε πει;» και σούφρωσε τα χείλη της με νόημα.

Αφού συνήλθαν από το σοκ, ήπιαμε νεράκι, χαζογέλασαν μάνα και φίλη με το συμβάν και συμπλήρωσαν λίγο αμήχανα: «Τι σου κάνουν τα άτιμα!», «φτου της, μια χαρά είναι». Αποχωρήσαμε λίγο μετά με αξιοπρέπεια και όλους τους τύπους. Θυμάμαι ακόμα πως, με το που βγήκαμε από την πολυκατοικία του Κολωνακίου, με βούτηξε από τ’ αυτί η μάνα μου και μ’ έψελνε σε όλη τη διαδρομή Κολωνάκι – Θεσπρωτέως, την οποία φυσικά κάναμε με τα πόδια και με το αυτί μου κολλημένο στο χέρι της!

«Μα αφού δεν το ‘πασααα!!!» «Αφού το είχε χάσει η κυρία κι εγώ το βήκααα!!!».

«Μιλάς; Μιλάς; Δεν είχαμε πει α-κού-νη-τη;;; Τι θα κάνω μ’ αυτό το παιδί, Θεέ μου;»

Στη Θεσπρωτέως, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, ησυχάσαμε πια μάνα και κόρη. Εγώ, στα φουστάνια της γιαγιάς, με λιχουδιές στην κουζίνα και η μάνα μου, σε μια πολυθρόνα, απέναντι από το στολισμένο δέντρο στο χωλ με τα χρωματιστά λαμπάκια του, που αναβοσβήνανε. Θα έμεινε εκεί χαζεύοντας και μισή ώρα!

Κάτω απ’ το δέντρο υπήρχε η φάτνη, πλήρως εξοπλισμένη, με τα ζωάκια της, το Θείο Βρέφος στην ταπεινή του κούνια από άχυρα, τους στοργικούς γονείς δεξιά-αριστερά, να το καμαρώνουν και τους Τρεις Μάγους στη σειρά με τα δώρα τους. Γύρω-γύρω, τα δωράκια της οικογένειας. Όλα, αμπαλαρισμένα με γιορτινές συσκευασίες και κορδέλες, από όλους για όλους.

Το βράδυ αλλάξαμε όλοι μαζί το χρόνο, και ανταλλάξαμε τα δωράκια μας γύρω απ’ αυτό το δεντράκι, στο χωλ. Υποδεχτήκαμε το 1961, αγαπημένοι και χαρούμενοι, που άλλα βάσανα δεν είχαμε τότε, από τις αταξίες της Βασούλας..

Εγώ μ’ αυτή την αναπόληση, θα σας ευχηθώ χαρούμενο το 2015! Με υγεία, χαρά και αγάπη! Να εκτιμάμε αυτά που ζήσαμε, να χαιρόμαστε και να σεβόμαστε αυτά που έχουμε και να τ’ αξιοποιούμε όσο καλύτερα μπορούμε, για να υποδεχτούμε ό,τι είναι να ‘ρθει!