Άρθρο: Δημήτρης Βαγενάς
Ψυχολόγος


“Λιγάκι πριν δεν ήμαστε θλιμμένοι
μα μου ‘πε ξαφνικά πως μ’ αγαπάει.
Αυτό ήταν! Τι να νιώσαμε με τούτο;
Αχ! όλη η παιδική ψυχή μας πάει!”
Μαρία Πολυδούρη

Μ’ αρέσει να ξεφυλλίζω τα έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου που μου είχαν κάνει εντύπωση όταν ήμουν μικρός. Ξαναδιαβάζοντας μυθιστορήματα όπως η «Αναδυόμενη» και οι «Πλούσιοι και Φτωχοί» δεν απολαμβάνω μόνο τη γλαφυρότητα της αφήγησης και τη ζωντάνια των χαρακτήρων, αλλά συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο πόσα πολλά θέματα θίγουν και πόσο επίκαιρα παραμένουν τα θέματα αυτά.

Πρόσφατα ξαναδιάβασα τον «Κόκκινο Βράχο», ένα μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Παναθήναια» το 1905, εκδόθηκε αυτοτελώς το 1915, και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ως θεατρικό έργο το 1908 με τον τίτλο «Φωτεινή Σάντρη». Πρόκειται για μία ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται στη Ζάκυνθο και για την ακρίβεια στην εξοχική τοποθεσία του Κόκκινου Βράχου, όπου μένουν ο κύριος και η κυρία Σάντρη μαζί με τα παιδιά τους, τη δεκαεπτάχρονη Φωτεινή και το λίγο μικρότερο αδερφό της, Μίμη. Η ιστορία ξεκινάει στις αρχές του καλοκαιριού, όταν ο Άγγελος Μαρίνης, ανιψιός της κυρίας Σάντρη, μεταβαίνει στη Ζάκυνθο για να επισκεφτεί τους θείους του, τους οποίους είχε να δει πάρα πολλά χρόνια. Αν και ο Άγγελος είναι κοντά στα σαράντα, γίνεται αμέσως φίλος με τα ξαδέρφια του και δεν αργεί να γοητευτεί από την ομορφιά της Φωτεινής, την οποία εν συνεχεία ερωτεύεται. Όταν της εξομολογείται τα συναισθήματά του κι εκείνη τον απορρίπτει αηδιασμένη, φεύγει από τον Κόκκινο Βράχο, αφού πρώτα βεβαιώνεται πως η ξαδέρφη του δεν θ’ αποκαλύψει το μυστικό του. Σύντομα, όμως, η Φωτεινή ανακαλύπτει πως είναι κι εκείνη ερωτευμένη μαζί του και πως εξαιτίας της συγγένειάς τους ο έρωτάς τους θα μείνει ανεκπλήρωτος. Λίγους μήνες μετά, μαθαίνει πως το Πατριαρχείο επέτρεψε το γάμο σε δύο ξαδέρφια και στέλνει ένα γράμμα στον Άγγελο με το οποίο τού προτείνει να παντρευτούν. Δεν γνωρίζει, όμως, πως η επιστροφή του Άγγελου στην Αθήνα έχει αλλάξει τα συναισθήματά του κι εκείνος έχει ήδη ταχυδρομήσει στον Κόκκινο Βράχο το αγγελτήριο του γάμου του, το οποίο η Φωτεινή διαβάζει, ενώ περιμένει την απάντησή του στο γράμμα που έχει η ίδια στείλει. Την ίδια νύχτα χιμάει στο βαθούλωμα του Κόκκινου Βράχου πάνω απ’ τη θάλασσα, όπου ο Άγγελος της είχε εξομολογηθεί τον έρωτά του, και βλέποντας τους γονείς της να τρέχουν κατατρομαγμένοι πίσω της, ανίκανοι ν’ αντιληφθούν τι συμβαίνει, αποφασίζει να πέσει στην αγκαλιά της θάλασσας και να γευτεί το «γλυκύτερο θάνατο»…

Αν και στον «Κόκκινο Βράχο» έχουμε σε πρώτο πλάνο τον έρωτα και κατά συνέπεια την αιμομικτική επιθυμία, το θέμα της ενηλικίωσης φαίνεται ν’ απασχολεί εξίσου το συγγραφέα: τον απασχολεί, όμως, η μεταφορική και όχι η κυριολεκτική ενηλικίωση, αφού ενώ η ιστορία εκτυλίσσεται σε μερικούς μόνο μήνες, η χαρούμενη και αθώα Φωτεινή των πρώτων κεφαλαίων δεν έχει καμία σχέση με την απελπισμένη Φωτεινή που αυτοκτονεί. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει την κοπέλα «εύρωστη, γεμάτη χυμούς, πλημμυρισμένη από πρώιμη ζωή», ενώ αναφέρει πως της αρέσει να παίζει με τον αδερφό της, παρασύροντας στα παιχνίδια τους και τον Άγγελο. Αφού, όμως, ο ξάδερφός της φεύγει και η Φωτεινή συνειδητοποιεί τα συναισθήματά της, γίνεται μελαγχολική κι απόμακρη, μεγαλώνοντας απότομα: «η παιδούλα είχε άξαφνα μεγαλώσει (…) λες και το παιδακίσιο ύφος, το ζωηρό, το είχε αφήσει με τα κοντά φουστάνια που φορούσε ως χτες». Θα μπορούσαμε, επομένως, να υποστηρίξουμε πως η Φωτεινή δεν πέρασε ποτέ από το στάδιο της εφηβείας, αλλά έγινε κατευθείαν ενήλικη, κάτι που ορισμένες φορές συμβαίνει με τα αγόρια και τα κορίτσια της ηλικίας της, όταν ένα αναπάντεχο γεγονός ταράζει τη ζωή τους κι έρχονται αντιμέτωπα με καινούριες καταστάσεις, τις οποίες δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν, με αποτέλεσμα είτε να υιοθετούν καινούριους ρόλους, όταν αναγκάζονται, για παράδειγμα, να γίνουν ο πατέρας της μητέρας τους ή η μητέρα των μικρότερων αδερφών τους, είτε να βυθίζονται στη θλίψη, καταφεύγοντας σε αναποτελεσματικές στρατηγικές, όπως η Φωτεινή.

Ωστόσο, στο έργο δεν έχουμε μόνο τη συμβολική ενηλικίωση της Φωτεινής, αλλά και του δεκαεξάχρονου αδερφού της, Μίμη. Και στις δύο περιπτώσεις, καταλυτικό ρόλο παίζει η παρουσία του Άγγελου: όσον αφορά στο Μίμη, στα πρώτα κεφάλαια ο γοητευτικός επισκέπτης τον ρωτάει αν «ρίχτηκε» ποτέ στην υπηρέτρια της βίλας, όπως συνήθιζαν να κάνουν την εποχή εκείνη τα παιδιά των πλούσιων οικογενειών, κι εκείνος του απαντάει περήφανα πως ποτέ δεν θα εκμεταλλευόταν τη θέση της. Λίγο καιρό μετά όμως, ο Άγγελος παρατηρεί τον ξάδερφό του να επιτίθεται στην υπηρέτρια και συνειδητοποιεί πως με την ερώτησή του έδειξε έμμεσα στο Μίμη πως ίσως και να είχε το δικαίωμα να συμπεριφερθεί έτσι στη Μαριέττα. Ο επισκέπτης του Κόκκινου Βράχου, λοιπόν, δεν γεννάει μόνο στη ψυχή της Φωτεινής έναν αιμομικτικό πόθο, αλλά, έστω και ακούσια, παρακινεί και το Μίμη να διαπράξει μια ανήθικη ενέργεια, συμπεραίνοντας πως «το ανοσιούργημα αυτό ήταν δικό του, όσο σχεδόν και το άλλο». Ωστόσο, ακόμα και χωρίς την παρουσία του ξαδέρφου τους, η εξέλιξη των δύο χαρακτήρων θα μπορούσε να είναι παρόμοια: ας μην ξεχνάμε πως η Φωτεινή είναι μία ρομαντική και ταυτόχρονα παντελώς άπειρη στα ερωτικά ζητήματα κοπέλα, επομένως ο ανεκπλήρωτος έρωτας για οποιοδήποτε πρόσωπο, είτε συγγενικό είτε όχι, θα μπορούσε να την οδηγήσει στην απελπισία. Η πτώση της από τον Κόκκινο Βράχο αποτελεί φυσικά μια μυθιστορηματική κορύφωση, σε κάθε περίπτωση πάντως, δεν είναι λίγοι οι έφηβοι και οι πρώιμοι ενήλικες που έχουν τραυματικές εμπειρίες από τον πρώτο τους έρωτα και που, επειδή ακριβώς δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τέτοιες καταστάσεις, εντυπωσιάζονται από την ένταση των συναισθημάτων τους και σε περίπτωση που δεν βρουν ανταπόκριση, νομίζουν πως δεν θα μπορέσουν να γίνουν ξανά ευτυχισμένοι. Αντίστοιχα, ο Μίμης θα μπορούσε να είχε «ριχτεί» στην υπηρέτρια, ακόμα κι αν δεν είχε προηγηθεί αυτή η συζήτηση με τον ξάδερφό του: και στη εποχή μας άλλωστε, πολλές φορές οι έφηβοι παρασύρονται από τις ερωτικές τους ορμές, οδηγούμενοι σε συμπεριφορές που είτε βλάπτουν τους άλλους, είτε βάζουν τους ίδιους σε κίνδυνο. Συχνά, μάλιστα, υιοθετούν τέτοιες συμπεριφορές προσπαθώντας να δείξουν πως έχουν ενηλικιωθεί και δεν είναι πια παιδιά. Συνήθως αυτό γίνεται με την παρότρυνση κάποιου άλλου, που τις περισσότερες φορές δεν είναι ένας μεγαλύτερός τους Άγγελος, αλλά κάποιος συνομήλικός τους, που φαινομενικά έχει ήδη «περάσει απέναντι», αφήνοντας πίσω την παιδική του ηλικία.

Η Φωτεινή και ο Μίμης αντιπροσωπεύουν, επομένως, δύο διαφορετικές, αλλά πολύ διακριτές περιπτώσεις εφήβων. Νομίζω πως αυτό είναι και το μεγαλύτερο προσόν του «Κόκκινου Βράχου», που θίγει μ’ έναν πολύ άμεσο και ταυτόχρονα ποιητικό τρόπο το θέμα της ερωτικής αφύπνισης και κατά συνέπεια της ενηλικίωσης, καταφέρνοντας, αν όχι να συγκινήσει, τουλάχιστον να πείσει το σημερινό αναγνώστη πως μέσα στις σελίδες του υπάρχει κάτι που ίσως να τον αφορά…


Προτεινόμενη βιβλιογραφία

Βαγενάς, Δ. (2013). Παρουσίαση του μυθιστορήματος του Γρηγορίου Ξενόπουλου «Ο Κόκκινος Βράχος». Στην Ελληνική Λέσχη Βιβλίου.

Ξενόπουλος, Γ. (1984). Ο Κόκκινος Βράχος. Εκδόσεις Αδερφοί Βλάσση.