Κείμενο: Μανώλης Νικόλτσιος
Δικηγόρος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος


Ιστορίες μιας σελίδας, Σελίδα 26

Ετοίμαζε τις βαλίτσες του για δύο εβδομάδες· πρωί ξυπνούσε να βάζει πλυντήρια. Έκαιγε το κλιμαστικό νύχτα μέρα να προλάβουν να στεγνώσουν. Κι αφού τα ‘πλυνε όλα και τα σιδέρωσε να ‘ναι έτοιμα, έμεινε να μην έχει τι να βάλει και, έτσι, άρχισε να ντύνεται με ό,τι δεν θα ‘παιρνε μαζί του· μια βδομάδα μπορούσε να κρατήσει αυτό, υπολογισμένο. Πλήρωσε το νοίκι, άφησε λεφτά για το ρεύμα, και παραπάνω για τα πλυντηρια που έβαλε, έδωσε στη γειτόνισσα τη γλάστρα του να μη μαραθεί ο βασιλικός του, και τα φωτιστικά τα χάρισε του Νίκου που πάντα του ‘λεγε πως του άρεσαν. Το φορτηγό ήρθε μια μέρα πριν την αναχώρηση και πήρε τα πάντα, κράτησε αυτός μια βαλίτσα, θα κοιμόταν στον καναπέ που θα παράταγε στο σπίτι, δεν θα αγόραζε ποτέ ξανά καναπέ χωρίς μπράτσα. Και είχε τη βαλίτσα κομοδίνο εκείνο το βράδυ, να ακούσει το ξυπνητήρι, να μη χάσει τη γραμμή για το αεροδρόμιο.

Σ’ αυτό το σπίτι είχε έρθει για να μείνει, και τώρα έφευγε. Άφηνε τον καναπέ, κάποιος θα θυμόταν ότι ‘χε περάσει από δω. Μαζί είχαν περάσει τους τελευταίους μήνες εδώ. Μαζί θα βρίσκονταν ξανά να συνεχίσουν απ’ αλλού, τώρα θα ‘ταν αυτός που θα ακολουθούσε.

Και όταν σηκώθηκε το πρωί για να φύγει, έκλεισε τον γενικό, τα στόρια κι αφησε να μπαίνει αέρας να μη μυρίσει το σπίτι. Και ‘κει στην πόρτα με τη βαλίτσα, στάθηκε, την άφησε κι αυτήν, δε θα ‘φευγε, θα συνέχιζε, είχε μία βδομάδα καιρό να κυκλοφορεί έτσι.