Κείμενο: Κατερίνα Τσιτούρα
Φιλόλογος
Επιμέλεια: Μαρία Παπαστεφανάκη
Γλωσσολόγος


Ανακαλύπτοντας το φως στο σκοτάδι…

Ανέκαθεν λάτρευα τη λογοτεχνία. Ωστόσο, άργησα πολύ να το ανακαλύψω. Τώρα πια νομίζω ότι αντιλαμβάνομαι τον λόγο. Βλέπεις, υπήρξε πάντοτε εκείνος ο επαναστάτης που ασφυκτιούσε στις καλοξεσκονισμένες βιβλιοθήκες των ‘τακτοποιημένων’ ζωών· εγκλωβισμένος στη φούσκα ενός ροζ κόσμου στον οποίον σε έπεισαν ότι ανήκεις. Δεν θα καταφέρεις να τον ξετρυπώσεις. Μα αν το θάρρος κατοικεί μέσα σου, αν η ψυχή σου αναπτύξει αλλεργία στην υποκρισία, τότε αυτός θα βρει τον τρόπο να σε συναντήσει. Θα σε πλησιάσει με ένα βλέμμα που μοιάζει να ακροβατεί ανάμεσα στον εμπαιγμό του κόσμου μας και στη βαθιά συμπόνια για την πανανθρώπινη οδύνη. Με τη βραχνή του φωνή θα σε παρασύρει στις θάλασσες που αρμενίζουν μονάχα όσοι δεν φοβήθηκαν το σκοτάδι. Και περιέργως, εκεί ακριβώς, στην τρικυμία της απόλυτης μοναξιάς και αμφισβήτησης, θα αγγίξεις το φως στη πιο γνήσιά του μορφή. ‘Επινόησε από την αρχή τον εαυτό σου’ προέτρεπε πάντοτε τον αναγνώστη. Μα για να το κάνεις, πρέπει να ξεχάσεις ό,τι λογάριαζες για σωστό. Αντέχεις; Αν αντέχεις, τότε θα σταθεί δίπλα σου με μια γραφή που περιγελά τον καθωσπρεπισμό, με μια ποίηση που υπογραμμίζει τον παραλογισμό του μικροαστικού σύμπαντος.

Σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής μου, η φράση του, γραμμένη σε σχολικό πίνακα, κέντρισε την προσοχή μου: ‘Βρες τι αγαπάς και άφησέ το να σε σκοτώσει’. ‘Περίεργο’, σκέφτηκα τότε. ‘Οι περισσότεροι προσφέρουν απλόχερα συμβουλές ευζωίας. Ποιος αλήθεια θα μπορούσε να απεγκλωβιστεί από τον ψυχαναγκασμό του θετικισμού και να ευλογήσει την αυτοκαταστροφή σου;’ Λίγο αργότερα μάθαινα ότι το εν λόγω απόσπασμα ανήκε στον περιθωριακό Τσαρλς Μπουκόφσκι. Από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να με μαγεύει. Αυθεντικός, κυνικός, ένας αντισυμβατικός φιλόσοφος που δεν βολεύεται στα συντηρητικά σαλόνια της κλασικής λογοτεχνίας· μα αναπνέει δίπλα σου, σε κάθε πόνο και ακραία ηδονή, κάθε στιγμή που αντιδράς στην αδικία ή χλευάζεις την κοινωνική ηθική, κάθε δευτερόλεπτο που υποψιάζεσαι ότι η ζωή αποτελεί κάτι τόσο πολύ πιο μεγαλειώδες από μια θεσούλα στο Δημόσιο και τη διαιώνιση του είδους σου.

Εάν διάβαζε το οποιοδήποτε αφιέρωμα για εκείνον, πιθανότατα θα χαμογελούσε με μια σχετική αδιαφορία και ίσως του ξέφευγε και κάποια βωμολοχία. Έπειτα, ασφαλώς, θα έπινε μια μπίρα. Θα μπορούσες να του κρατήσεις παρέα, εάν το επιθυμούσες. Κοντά του δεν θα χρειαζόταν, εξάλλου, να αγωνιάς για την πιο έξυπνη ατάκα εντυπωσιασμού, ούτε καν να καυχιέσαι για την οικονομική ευρωστία και την ιδανική σου οικογένεια. ‘Στο διάολο να πάνε αυτά’, θα σου απαντούσε. ‘Μπορείς απλά να πιάσεις μια μπίρα και να τα ξεχάσεις όλα;’ Και θα ήσουν εκεί, μαζί του, ο πιο ανεπιτήδευτος εαυτός σου.

‘Μην προσπαθείς’ , υπαγορεύει η επιγραφή στον τάφο του. Μην προσπαθείς, λοιπόν, απλώς προχώρα. Μέθυσε από χαρά, κλάψε από οδύνη. Μα μη φοβηθείς το σκοτάδι. Θα σηκωθείς και πάλι. Γιατί το φως νικά τις σκιές. Και αν τελικά δεν τις νικήσει, μπορεί τουλάχιστον να συνθηκολογήσει μαζί τους. Και θα είναι και αυτό εντάξει…