Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


Τον Αύγουστο απαγορεύονται οι ρητορείες και οι μακρηγορίες.
Χρειάζεται δόλος για να μπεις στο υποσυνείδητο του νωχελικού αναγνώστη.
Χρειάζεται μαεστρία και κουτοπονηριά.
Να αναμετρηθείς με τα τζιτζίκια που του κρέμονται σκουλαρίκια.
Σύντομες φράσεις, αμέτρητες τελείες, λέξεις κλειδιά και γοργό πόδι δολιοφθορέα.
Τα ίχνη του χάνονται στην ανηφόρα.
Στον χωματόδρομο της άγονης γραμμής. Γεωγραφικά. Διοικητικά και δημοσιονομικά.
Τήλος, 21
η μέρα προσωρινής διαμονής.
Το κράτος είναι τυφλός.
Αόμματος που πέταξε τις γάζες από τα μάτια και τις κρατά επιδεικτικά στα χέρια του, μαζί από ασημόχαρτα από καραμέλες.
Στρέφει το κεφάλι, τάχα μου να δει, να επιθεωρήσει, μόνο όταν τον φωνάζουν.
Δεν μου είναι της εμπιστοσύνης.
Λυμένα κορδόνια, συνθετικά φθηνά ρούχα, ένα μόνο δόντι.
Με αυτό σκαλίζει τα πρωτόκολλα εισερχομένων αιτήσεων και παρακλήσεων.
Στα εξερχόμενα, στο τέλος της υπηρεσιακής εργατοώρας, τραβά μία λοξή γραμμή.
Προφασίζεται, όπως αναλφάβητος, πως δεν έχει μάθει να γράφει.
Κι ούτε βάζει σταυρό υπογραφή.
Λέει πως σταυρό βάζουν μόνο στα ψυχοχάρτια.

 

«Εσύ δε μίλαγες έτσι»,
και κατά συνέπεια – θα συνεχίσω εγώ – εσύ δεν συμπεριφερόσουν έτσι και απ’ ό,τι
φαίνεται εσύ δεν σκεφτόσουν έτσι.
Ή μήπως σκεφτόσουν από καιρό;
Εμείς πάντως δεν το είχαμε πάρει χαμπάρι.
Ούτε ο κρατικός φορέας.
Κι αυτός σε εμάς βασιζόταν.
Αν έρθει και καθίσει στην πολυθρόνα, στην μέση της πλατείας,
με τα πλαστικά κορδόνια, μισά καμένα από τον ήλιο,
στο σημείο που το φύλλωμα αφήνει να περάσει η καύσος,
αυτό θα του πούμε: «Μάλλον η αρρώστια δεν ήταν ενδημική, ήρθε από μακριά. Με το καράβι. Όπως οι φτερωτές κατσαρίδες από την Αμερική. Τώρα αυτές μας πνίγουν. Μπαίνουν από τα παράθυρα του μπάνιου. Δεν υπολογίζουν την πορσελάνινη πάστρα των αθηναϊκών διαμερισμάτων. Περνούν στο σαλόνι μας. Κάθονται στα φοντάν και δοκιμάζουν τα λικέρ μας»

 

Είναι που η τέχνη ανήκει στον «διαφορετικό».
Αυτός έχει μάθει να παίζει με το πόδι και να κλωτσάει τον αέρα, να εξασκεί και να λαδώνει τις κλειδώσεις των γονάτων, όταν κάθεται βαριεστημένα, άπραγος, στην καρέκλα.
Κανείς δεν ανησυχεί γι’ αυτή του τη στάση. Οι άλλοι, ανύποπτοι και σιγουρεμένοι στρέφονται σε άλλες ενασχολήσεις.
Η πρακτική, όμως, η επανάληψή της, του έχει διδάξει πώς να είναι ευέλικτος στο σύστημα, στο συγχωριανό, στο συγκρέβατο, να ξεφεύγει κάτω από τα πόδια και η ρυθμική κίνηση, στο μυαλό, είναι σαν το κουτάλι στα χέρια υπόδικου που μηχανεύεται την απόδραση.
Δεν του αρκεί ο ρόλος του αναγνώστη, του θεατή, του ακροατή.
Η τέχνη ανήκει σε όλους. Η δημιουργική της εκρηκτική δύναμη.
Αργά ή γρήγορα, θα πάρει την απόφαση ν’ ανέβει στο σανίδι.


Στη Σεβαστή και στο θεατρικό μπουλούκι της.

*Η φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο είναι από την παράσταση: «Εσύ δεν μίλαγες έτσι» της θεατρικής ομάδας Τήλου και προβάλλεται στο ΥouTube.