Κείμενο: Χριστίνα Ζερδεβά
Επικοινωνιολόγος –  Gyrotonic & Gyrokinesis Personal Trainer

Επιμέλεια: Παναγιώτα Καραγιάννη
Φιλόλογος – Υπεύθυνη Επικοινωνίας


Πάντα έπιανα τον εαυτό μου, όταν ήμουν παιδί, να εντυπωσιάζομαι τρελά από αυτά τα περίεργα πολύχρωμα χάρτινα κατασκευάσματα με τις μακριές ουρές που λικνίζονταν με τόση χάρη στου άνεμου τις τσαχπινιές. Με μάγευε το γεγονός ότι είχαν τη δυνατότητα, όπως νόμιζα τότε, να πετούν ψηλά από μόνα τους όταν απλώς τα τράβαγες για λίγο πίσω και ύστερα τα άφηνες απαλά να βρουν το δικό τους δρόμο, όπως αυτά λαχταρούσαν. Τα έβλεπα να υψώνονται κάνοντας συνεχώς περίεργους κύκλους στην αρχή, σαν να χόρευαν κάποιον απίθανο χορό και ένιωθα πως αυτό θα ήθελε ψυχή και δύναμη για να το πετύχεις. Αυτή ακριβώς η δύναμη ήταν που προκαλούσε πρωτόγνωρα συναισθήματα στην παιδική μου ψυχή και με έκανε να ζηλεύω αυτά τα παράξενα «πλάσματα», που ένιωθα να με κοροϊδεύουν από εκεί ψηλά, αφού εγώ τα κοίταζα ανήμπορη να τα ακολουθήσω.

Τα αισθανόμουν περήφανα να ξεβιδώνονται σε ένα δικό τους χορό, ελεύθερα να συναντούν πουλιά στο δρόμο τους, να παίζουν με τις ηλιαχτίδες και να φτάνουν εντέλει στα σύννεφα, το πιο ψηλό όριο που μπορούσα να αντιληφθώ μέχρι τότε, πιστεύοντας πως ο ουρανός ήταν πλακέ και πως ο  ήλιος με τα σύννεφα ήταν ζωγραφισμένα στο χαρτί, όπως σε κάποια  σκηνικά στο παιδικό θεατρικό σκετσάκι του σχολείου που συμμετείχα παίζοντας μια κατακόκκινη πασχαλίτσα. Πάντα μου άρεσε να πετάω, τόσο στο ξύπνιο μου όσο και στον ύπνο μου, τι δράμα και αυτό!

Τότε οργίαζε η φαντασία μου και με οδηγούσε, όπου εκείνη ήθελε πλάθοντάς μου όμορφες ιστορίες, που τις ζούσα με όλη μου την ψυχή. Το σπάγκο που συνέδεε το περίεργο αυτό κατασκεύασμα, που τον έλεγαν χαρταετό και πετούσε μόνος του, ούτε που τον έβλεπα στο χέρι του μπαμπά μου. Ίσως γιατί τότε δεν μπορούσα, αλλά και να μην ήθελα κατά βάθος, να αντιληφθώ τα όρια και τους περιορισμούς. Δεν παρατηρούσα ούτε και τις περίεργες κινήσεις που έκανε ο πατέρας για να τον κρατά ψηλά προσέχοντας τα ζύγια του. Το μόνο που έκανα ήταν να  ψιθυρίζω με πάθος «φύσα αεράκι, φύσα τον, να τον πας μακριά να δει αυτά που εγώ δεν μπορώ να διακρίνω».

Παρατηρούσα με δέος την πορεία του στον άγνωστο για μένα εκείνο κόσμο που υψωνόταν εκεί ψηλά και με διαχώριζε από τα «θέλω» μου. Καταλάβαινα ότι γι’ αυτό,  φαίνεται, είναι φτιαγμένος ένας χαρταετός! Είναι αυτή η αίσθηση που θα νιώθει σαν τον φυσάει ο αέρας και εκείνος ανεβαίνει όμορφα προς τον ουρανό. Που μπορεί να πάει τόσο ψηλά για να συναντήσει τα πουλιά και να γίνει παρέα τους, να του πουν τι βλέπουν και τι μαθαίνουν στα ταξίδια τους. Να γίνει ένα με τα σύννεφα, που τα διαπερνά τόσο όμορφα, σαν να παίζει ένα αλλιώτικο «κρυφτό» με τα πλάσματα του ουρανού που συναντά στο ταξίδι του. Παρατηρούσα τα κόλπα του, τις τούμπες του και τις στροφές που έπαιρνε απότομα, τους ελιγμούς του. Γέλαγα πολύ καθώς έκανε πως βούταγε, όπως νόμιζα, ενώ την ίδια στιγμή αρμένιζε και πάλι ψηλά, ήσυχα και καμαρωτά, προσπαθώντας να ξεπεράσει τους άλλους συναγωνιστές που συναντούσε στο δρόμο.

Κάπου βαθιά μέσα μου καταλάβαινα ότι δεν πρέπει να εγκαταλείπεις αυτό που επιθυμείς πολύ αν ο στόχος σου είναι να φτάσεις εκεί που λαχταράει η ψυχή σου. Ότι πηγαίνοντας να συναντήσεις αυτό που θέλεις θα βρεις αρκετά εμπόδια και πως ίσως να μην είσαι ο μόνος σε αυτό το ταξίδι διεκδίκησης. Ένιωθα ότι από εκεί ψηλά  ίσως να ένιωθες παράξενα αφού θα βρισκόσουν σε έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από τον δικό σου εδώ κάτω, και ότι ο φόβος του άγνωστου ίσως να σε εμπόδιζε να πας ακόμα πιο ψηλά. Όταν όμως τον έβλεπα να ξεμακραίνει και να ξεπερνά τους άλλους, νομίζω πως από τότε κατάλαβα ότι ο φόβος δεν βοηθάει, πως κάπου σε κρατάει πίσω. Πώς θα δεις τι άλλο υπάρχει πέρα από αυτό που βλέπεις, πώς μπορεί να είναι χρήσιμος αν σου εμποδίζει τις κινήσεις; Για να προχωρήσεις πρέπει αυτές να είναι δυνατές και αποφασιστικές για να μην σου ανακόψουν το όνειρο, όπως την πορεία του χαρταετού.

Παρατηρούσα όμως ταυτόχρονα πως καθώς αυτός ανέβαινε, κάθε λίγο και λιγάκι σταματούσε για να σταθεροποιηθεί και για κάποιες στιγμές δεν κουνιόταν καθόλου προσπαθώντας να ισορροπήσει. Με κοίταζε απλώς σαν να ήθελε να ξεκουραστεί και ίσως έτσι να έπρεπε να κάνει, αναλογίστηκα. Σαν να ήθελε να δει τι είχε πετύχει μέχρι εκείνη τη στιγμή για να πάρει πάλι δυνάμεις. Πίστευα πως έβλεπε με περιέργεια  τους άλλους χαρταετούς που ήταν σπαρμένοι ολόγυρά του στο γαλανό ουρανό και συνταξίδευαν μαζί του ακολουθώντας και εκείνοι το δικό τους όνειρο. Ήξερα πως μας κοίταζε εδώ κάτω να τον παρακολουθούμε με δέος για όσα είχε καταφέρει και προσπαθούσα να ταυτιστώ με το συναίσθημά του. «Πόσο υπέροχα θα πρέπει να ένιωθε», σκεφτόμουν σκεφτική, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κατανοήσω όλες αυτές τις περίεργες σκέψεις  που πλημμύριζαν αδιάκοπα το μυαλό μου αλλά και την ψυχή μου ολάκερη, που την είχε συναρπάσει αυτό το πρωτόγνωρο ταξίδι του χαρταετού μου, χωρίς να μπορώ τότε να τις βάλω σε μια τάξη.

Κάποια στιγμή ένιωσα τον πατέρα μου να τινάζεται και με κόπο και αγωνία συνάμα να προσπαθεί να κρατήσει το σκοινί. Συνειδητοποίησα, τότε, ότι ο χαρταετός μου κρατιόταν από το χέρι του πατέρα μου, που τον οδηγούσε στην πορεία του σαν πολύτιμος φίλος. Ο πατέρας μου, ο ήρωάς μου, καθόριζε την τύχη αυτού του περίεργου κατασκευάσματος. Αισθάνθηκα πως αρκούσε ένα αρχικό σκούντημα και μια ιδιαίτερη συμμαχία για να του δώσει την ώθηση ώστε να επιλέξει στη συνέχεια τη δική του πορεία, και πως το χέρι του μπαμπά μου έκανε αυτό το πολύτιμο θαύμα. Όμως τώρα, ο πατέρας δυσκολευόταν να τον κρατήσει σταθερό την ώρα που εκείνος προσπαθούσε να ξεφύγει. Ξαφνικά, το χέρι του δεν άντεξε πια, το σκοινί κάπου κόπηκε και εκείνος ελεύθερος πήρε το δρόμο του, ξεφεύγοντας από τα προστατευμένα όρια που μέχρι εκείνη τη στιγμή καθόριζαν τη διαδρομή του.

«Και τώρα τι θα γίνει» σκέφτηκα «πού θα πάει, τι θα απογίνει;». Κοίταξα κατάματα τον πατέρα γεμάτη απορία για την ανατροπή αυτή, που προέκυψε τόσο απότομα. Ο πατέρας μου με κοίταξε τρυφερά και μου είπε «μην στενοχωριέσαι, κοριτσάκι μου, τώρα είναι ο πιο ευτυχισμένος χαρταετός του κόσμου γιατί είναι ελεύθερος. Ταξιδεύει χωρίς το σπάγκο που τον προστάτευε γιατί δεν τον έχει πια ανάγκη, έμαθε να πετάει ψηλά και να διαλέγει που να πάει. Μην τον λυπάσαι γιατί τώρα ξέρει. Δες τον πόσο όμορφα πετάει μόνος του. Όλα είναι δικά του πλέον!». Αυτός ήταν ο πατέρας μου, είχε τον τρόπο του να σπέρνει εύκολα το σπόρο της αναζήτησης στο μυαλό μου, όπως και να απλουστεύει τις δυσνόητες αλήθειες ώστε να τις επεξεργάζομαι κάποια στιγμή όταν θα είχα τη δυνατότητα να τις κατανοήσω.

 

 

Σήμερα πια καταλαβαίνω πως απλώς θα μου έλεγε τον στίχο του Ελύτη και όλα θα ήταν αμέσως κατανοητά: «Να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα και όταν ουρανός δεν υπάρχει.”