Κείμενο: Mαρία Κουσαντάκη
Ψυχολόγος – Συνθετική Ψυχοθεραπεύτρια

Επιμέλεια: Παναγιώτα Καραγιάννη
Φιλόλογος – Αρχισυντάκτρια


Σάββατο σήμερα.

Ξύπνησα με μία έντονη βροχερή διάθεση να θέλω να σε φιλήσω.

Σαν τη βροχή. Με ένταση, με δύναμη, με θόρυβο, υγρά. Και άλλες φορές αργά, σταθερά, ίσα ίσα αγγίζοντας τα χείλη σου σαν τις σταγόνες που δειλά ερωτεύονται το χώμα και τα λουλούδια.

Βρέχει σήμερα. Είναι ένα όμορφο, μελαγχολικό, βροχερό πρωινό Σαββάτου. Νομίζω μου μοιάζει. Εσύ που βρίσκεσαι; Πώς καταφέρνει να κάνει τόσο θόρυβο μέσα μου η σιωπή σου;

Έξω βρέχει. Θέλω να γίνω ένα με τη βροχή. Να πλύνει από πάνω μου κάθε τι περιττό. Να φανεί το χρώμα μου.

Τα δάκρυα δεν έχουν καμία θέση πια πάνω μου. Τα κάνει η βροχή θρυμματισμένες νότες κάποιας μελωδίας που πάσχιζε να γίνει τραγούδι.

Πού είσαι; Δεν ακούς τη βροχή που σε καλεί; Δεν ακούς τις σταγόνες που σχηματίζουν απαλά το όνομά σου; Δεν ακούς…;

Το όνομά σου. Που βγαίνει σιωπηλά από μέσα μου, κι από τον ουρανό το παίρνουν οι σταγόνες και το αφήνουν να ακουστεί αρμονικά στη φύση. Εσύ, που είσαι;

Κοιτάζω το παράθυρο. Βρέχει μανιωδώς πια. Καιρός να ουρλιάξω την αλήθεια μου, έτσι, στην ασφάλεια ότι θα χαθεί μέσα στις βροντές. Έτσι κι αλλιώς, εσύ, δεν ακούς.

Σώπα επιτέλους! Βαρέθηκα τα τόσα ανούσια λόγια. Μη μιλάς, φίλα με!

Φίλα με, κι ας λέω ότι δε θέλω. Πόσα γράμματα του έρωτα χρειάζεται να ξέρεις για να διαβάσεις την επιθυμία μου;

Φίλα με. Και πάγωσε για λίγο αυτή τη στιγμή. Μας ανήκει. Είναι καθαρή, είναι γεμάτη, είναι δική μας.

Φίλα τα δάκρυά μου κι άσε με να φιλήσω το χαμόγελό σου. Εκεί δε ζει άλλωστε το ουράνιο τόξο; Στη συνάντηση της βροχής με τον ήλιο… Στο σημείο εκείνο που ξεδιπλώνονται όλα τα χρώματα. Κοίταξέ μας, έχουμε τόσες αποχρώσεις να δημιουργήσουμε! Τόσα χρώματα κρυμμένα μέσα μας. Πλησίασέ με, φίλα με, χρωμάτισέ με…

Φίλα με. Με πάθος, με οργή, με αγάπη, με θυμό, με έρωτα, με τρέλα, με δισταγμό, με φόβο, με πόνο, με χαρά. Με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο.

Φίλησέ με, φίλησέ με, φίλησέ με!

Τώρα.

Η βροχή σιγά σιγά σταματάει. Ο ήλιος έχει αρχίσει δειλά να αφήνει στο πέρασμά του τις πρώτες ηλιαχτίδες. Είναι η στιγμή αυτή, που το φιλί του ήλιου στη βροχή θα σχηματίσει την πολύχρωμη γέφυρα για το όνειρό μας. Φίλα με τώρα!

Η βροχή ξεθυμαίνει. Έχει σχεδόν στεγνώσει. Και εσύ, δε με φίλησες.

Και η στιγμή χάθηκε. Μαζί με την περασμένη ώρα και μερικές χιλιάδες σκέψεις που σε περίμεναν, μαζί με επιθυμία και ανυπομονησία για αυτή τη στιγμή.

Μα η στιγμή χάνεται. Τώρα είναι αργά.

Αύριο θα έχει ξεχαστεί. Θα έχει αλλάξει, τι νόημα θα είχε;

Αύριο ο πόθος μου θα είναι απογοήτευση, το άρωμά μου θα έχει ξεθυμάνει, η καρδιά μου θα έχει ηρεμήσει από τη φουρτούνα ταχυπαλμίας και το μυαλό μου θα έχει σταματήσει να σε αναζητάει.

Τώρα. Ή έστω σε λίγο. Μπορείς;

Αλλιώς η στιγμή θα πεθάνει μαζί με το χρόνο. Σαν ένα μωρό που γεννήθηκε με πάθος για τη ζωή και δεν κατάφερε να επιβιώσει στα τόσα εμπόδιά σου. Δε μεγάλωσε, δεν εκδηλώθηκε. Μα έμεινε ατάραχο κι αυτό, τέλειο και αναλλοίωτο, και με ένα μεγάλο παράπονο και απορία στο γιατί δε μπόρεσε να κάνει αλήθεια στον κόσμο αυτό την ύπαρξή του…