Ποίημα: Εβελίνα Παπούλια,
Μαθήτρια

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Κι εκείνος τρέχει…

Τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί.

Δεν ξέρει πού πάει, πού είναι, ποιος τον κυνηγάει…

Περνάει ανάμεσα από γκρεμισμένες πολυκατοικίες,

περπατάει επάνω στην άσφαλτο

που όσο προχωράει εκείνη γκρεμίζεται.

Όλα γκρεμίζονται.

Νιώθει πως ακόμα και ο ουρανός θα γκρεμιστεί επάνω του.

Τρέχει.

Όλα μοιάζουν με αγώνα δρόμου. Αντίπαλος η καταστροφή.

Τρέχει.

Μέσα στο μικρό δάσος, τα δέντρα έχουν αλλάξει μορφή.

Μοιάζουν με μαχαίρια. Κοφτερά μαχαίρια.

Κι εκείνος τρέχει.

Μην τρέχεις. Δεν ωφελεί.

Μην φωνάζεις. Δεν ωφελεί.

Μην κλαις. Δεν ωφελεί.

Δεν πρόκειται να ξεφύγεις. Είναι ήδη εδώ.

Βγάλε τη μάσκα.

Η παράσταση τελείωσε.

Ο θεός. Ο εικονικός θεός σου σε ξεγέλασε.

Κοίτα πίσω σου. Τον βλέπεις;

Παρατήρησε τη σκιά του πως χορεύει ρυθμικά στο φεγγαρόφωτο.

Παρατήρησε το κορμί του πως αγγίζει το σεληνόφως.

Έρχεται. Για εσένα.

Έρχεται. Δεν ωφελεί να τρέξεις.

Δεν ωφελεί να κρυφτείς. Είναι γεγονός.

Η καταστροφή σου έρχεται.

Η καταστροφή σας είναι εδώ.

Πάρε το μαχαίρι. Κράτα το σφιχτά.

Πιο σφιχτά.

Τόσο σφιχτά μέχρι να σε πονέσει.

Δεν τρέχει πια. Στέκεται στη μέση του δάσους.

Ακούει μαγεμένος εκείνη τη γνώριμη, ζεστή φωνή.

Πιάνει το μαχαίρι. Το κρατάει σφιχτά.

Περιμένει την επόμενη εντολή.

Κοίτα πίσω σου. Βλέπεις;

Στέκεται σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό σου.

Πίεσε το μαχαίρι στην καρδιά του. Πίεσέ το.

Έλα.

Κι εκείνος μαγεμένος από τη φωνή το κάνει.

Αρπάζει το μαχαίρι και το καρφώνει στην καρδιά

που βρίσκεται μπροστά του. Ανάθεμα.

Το μαχαίρι γλιστράει από το χέρι του και πέφτει κάτω.

Όλα φαίνονται ξεκάθαρα πια. Ανάθεμα.

Η φωνή ήταν εκείνος, ο άπιαστος θεός σου.

Ο κάτοχος της καρδιάς εσύ. Τι;

Ακόμα δεν κατάλαβες;

Ο θεός σου ήταν γυναίκα.

Φορούσε ένα σαδιστικά όμορφο κόκκινο φόρεμα,

ένα στεφάνι στα μαλλιά,

κρατούσε στο χέρι εκείνο το μαχαίρι,

σε προκάλεσε να παίξεις μαζί της…

Κι εσύ έπαιξες.

Έκλεισες τα μάτια. Πήρες το μαχαίρι. Αφέθηκες στη φωνή της.

Ο Θεός ήταν γυναίκα.

Δεν περιστρεφόταν από αγγέλους. Αλλά από δαίμονες.

Δεν είχε φωτοστέφανο. Αλλά ένα στεφάνι από αγκάθια.

Δεν κρατούσε κρίνα. Κρατούσε μαχαίρι.

Την εμπιστεύτηκες. Κι εκείνη σε σκότωσε.

«Λατρεύω το κόκκινο» σου ψιθύρισε γλυκά στο σκοτάδι

κι εσύ αυθόρμητα πίεσες το μαχαίρι στην πληγή.