Κείμενο: Μελέτης Ζαχαράκης,
Επικοινωνιολόγος

Επιμέλεια: Μαρία Σουρτζή,
Φιλόλογος


Λίγα χρόνια πριν, παραμονές Δεκαπενταύγουστου, υποδεχόμαστε μια οικογένεια προσφύγων από έναν καταυλισμό ακριτικού νησιού σε οργανωμένη δομή φιλοξενίας στην Αθήνα. Ήταν ήδη αργά το απόγευμα. Εκτός από τα διαδικαστικά έπρεπε να δοθούν και κάποιες πληροφορίες για την διαβίωση των προσφύγων στην πόλη. Έτσι, ενημερώσαμε ότι έρχεται αργία για την γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, που ουσιαστικά σήμαινε κλειστά καταστήματα, άρα και προμήθειες δύο ημερών για την οικογένεια.

Με ένα βλέμμα σιγουριάς, ο σύζυγος απευθύνεται θετικά λέγοντας: «Ναι, το ξέρουμε. Είναι η ημέρα της Μαριάμ». Εάν κατοικούσαν περισσότερο καιρό στην Ελλάδα θα θεωρούσαμε ότι σίγουρα έχουν κάνει την πολυπόθητη κοινωνική ενσωμάτωση στη νέα τους πατρίδα.

Στην πραγματικότητα όμως, η μικρή αυτή κουβέντα μας φανέρωσε ένα από τα κοινά μας σημεία. Ο όρος βέβαια μπορεί να ξενίζει. Ίσως για κάποιους να είναι και υπερβολικός. Όμως, μέσα στη συζήτησή μας καταλάβαμε πως η ιστορία του ενός συναντά την ιστορία ή καλύτερα την θρησκεία του άλλου.

Η βασική μας κοινή αρχή λέγεται μονοθεϊστική πεποίθηση. Η ύπαρξη του Ενός και μοναδικού Θεού, η πρώτη κοινή μας συνισταμένη. Ασχέτως πώς τον αποκαλούμε συμφωνούμε και οι δύο ότι είναι Ένας και παντοδύναμος! Φυσικά είναι και το ολόκληρο κεφάλαιο που περιέχει το Κοράνι και αναφέρεται στην ζωή της Παναγίας. Η δικής μας Μαρία, που τιμούμε ως Παρθένο, είναι το παράδειγμα της ενάρετης Μαριάμ για το Ισλάμ.

Η αλήθεια βέβαια είναι πως με την συγκεκριμένη οικογένεια δεν μπήκαμε ποτέ σε πιο σύνθετες θεολογικές κουβέντες. Δεν υπήρχε και λόγος εξάλλου, μιας και ξέραμε ότι οι δογματικές διαφορές μεταξύ Χριστιανισμού και Ισλάμ είναι τεράστιες. Είχαμε όμως μια διαλεκτική συμβίωση όσο καιρό έμειναν στην Αθήνα, στα όρια της ιδιαιτερότητας που ήθελε να διατηρήσει ο καθένας. Η πίστη μας είχε γίνει παραγωγική στο επίπεδο μιας καλύτερης συμπεριφοράς και όχι φαινομενική στη λογική της επιβολής στον απέναντί μας.

Εκείνοι έδιναν ευχή για καλή νηστεία όταν ξεκινούσε η Σαρακοστή, κι εμείς αντίστοιχα λέγαμε τα «χρόνια πολλά» μετά το τέλος του Ραμαζανιού. Αυτή η καθημερινότητα μάς έκανε να προσπαθούμε να κρατήσουμε την διαφορετικότητά μας. Δεν μπήκε κανείς στο χωράφι των «πιστεύω» του άλλου, αλλά προσπαθήσαμε να έχουμε έναν αναγκαίο διάλογο ζωής. Ο ένας σεβόταν την ώρα προσευχής, ο άλλος σεβόταν την Μεγάλη Εβδομάδα. Θα σκεφτεί κανείς πόσο απλό είναι, όμως και πόσο δύσκολα μπορούν τόσοι και τόσοι να το κάνουν πράξη.

Η οικογένεια μετά από έναν χρόνο μετεγκαταστάθηκε σε άλλη χώρα της Ευρώπης. Στο διαμέρισμα που βρισκόταν στην κακόφημη περιοχή της πρωτεύουσας, υποδεχτήκαμε στη συνέχεια μια μητέρα πρόσφυγα με δύο παιδιά χωρίς πατέρα. Ήταν μια χειμωνιάτικη μέρα αργά το απόγευμα όταν έφθασε. Στην αγκαλιά της είχε το ένα παιδί και με το άλλο χέρι κρατούσε το μεγαλύτερο. Όπως ήταν φυσικό έπρεπε να την βοηθήσουμε να μεταφέρει τις αποσκευές της, που ουσιαστικά αποτελούσαν όλο της το βιός. Η απόσταση από την κεντρική οδό στο στενό ήταν αρκετή, αλλά οι σάκοι έπρεπε να μεταφερθούν. Στην μέση του δρόμου, κι ενώ ήμασταν φορτωμένοι, μας πλησιάζει ένας μελαμψός Αφροαμερικανός. Αρχικά σαστίσαμε νομίζοντας ότι έρχεται εναντίον μας. Χωρίς πολλές κουβέντες άρπαξε μόνος του δύο σάκους και φορτώνοντάς τους στον ώμο, τους μετέφερε έξω από το διαμέρισμα της πρόσφυγα. Φτάνοντας εκεί μας λέει: «Αδελφέ, όλα καλά, θέλετε κάτι άλλο;». Μέσα στο σκοτάδι είδαμε να διακρίνεται ένας σταυρός μαζί με χαϊμαλιά και φυλακτά στο λαιμό του. Τον ευχαριστήσαμε και σχεδόν αστραπιαία συνέχισε την δική του πορεία.

Δεν ξέραμε εάν ο δικός τους Θεός ήταν άσπρος ή μαύρος. Εξάλλου, από τον «βιαστικό βοηθό μας» δεν μάθαμε ποτέ ούτε το όνομά του, ούτε τι πιστεύει πραγματικά. Καταλάβαμε όμως ότι ο Θεός ήταν μέσα του. Καθένα από τα πρόσωπα της ιστορίας μας, παρά τις διαφορές μεταξύ τους, βρήκαν ξανά τον εαυτό τους. Είχαν πίστη που έκανε τον Θεό τους να περιμένει να βρουν αδελφικά τον «άλλον»: τον ξένο, τον άγνωστο, τον πρόσφυγα.