Κείμενο: Δημήτρης Σούκουλης
Συγγραφέας

Επιμέλεια: Στέλλα Πυρένη
Φιλόλογος


«Τσάο Ρομπέρτα».
«Τσάο».

Σηκώνει τον αγκώνα σαν φτερούγα, φέρνει το χέρι σχεδόν στο ύψος του στήθους, ανοίγει τα δάχτυλα της παλάμης και της γνέφει. Διαλύεται η λεπτή ομίχλη από την επαναλαμβανόμενη, απότομη κίνηση. Σαν να βλέπει τώρα καλύτερα, σαν να διακρίνει στους υδρατμούς, ανάμεσα από τις μόνιμες εξατμίσεις του νοτισμένου εδάφους, το γήινο περιτύπωμα, το περίγραμμα του σώματός της. Το βλέμμα της όμως έχει ξεχάσει πια να στέκεται. Την προσπερνά ξυστά από τα αυτιά και χάνεται πίσω. Δεν εμπιστεύεται πλέον αυτό που αντικρίζει. Η σκέψη δεν έχει βαρύτητα, ούτε το βλέμμα. Εμείς με τη βούλησή μας καθιζάνουμε στη γη, μαζί με τις σκόνες και τα φύλλα. Μας πιάνουν από τις μπλούζες μας, τα αγκάθια των «δήθεν» και των «αν». Οι τοίχοι, οι μεσοτοιχίες, οι γύψινες ψευδοροφές μάς συλλέγουν σαν τις υδρορροές και μας καθίζουν, καθώς γλιστρούμε, στα πατώματα. Συνηθίζουμε το ημίφως. Βαφτίζουμε καλή τη μοναξιά. Ακούμε τα χνώτα μας. Το πάτωμα δυναμώνει την ηχώ του παραμιλητού μας. Νομίζουμε πως κάποιος μας ακούει. Αποστηθίζουμε τον μονόλογό μας. Μαθαίνουμε να παίζουμε καλά τον ρόλο μας. Έρχεται η στιγμή που φθίνουμε έχοντας ζήσει μια ζωή, μπρούμυτα, μες στη σιωπή.

«Τσάο Ρομπέρτα».

Η ματιά της ανεβαίνει την τζαμαρία του ψιλικατζίδικου, τρέχει στη φωτεινή μπλε επιγραφή, ακροβατεί στα σύρματα του ρεύματος, δρασκελίζει στο στειλιάρι της κεραίας. Διώχνει το κακό πουλί που προαναγγέλλει την άδικη ώρα για κάποιον από τη γειτονιά. Το κενό γεμίζει˙ Το νερό τα συγκοινωνούντα δοχεία˙ Η απελπισία τον τόπο της ευχής˙Η τίσις την κατάρα που επιστρέφει άπραγη˙ Η αδιαφορία την απάθεια, η απάθεια τον εγωισμό, ο εγωισμός το έγκλημα. Είμαστε μικροεγκληματίες σε αυτή τη γη κι ως μικροί, διόλου επικίνδυνοι και σεσημασμένοι, κανείς δεν πρόκειται να μας σταματήσει γι’ αυτά μας τα πταίσματα. Γι’ αυτό τριγυρνούμε ελεύθεροι κι εγκληματούμε εις βάρος της φύσης μας και ενάντια των άλλων. Θέλουμε και επιθυμούμε την ποινή, την τιμωρία, όπως ένας άπελπις σειριακός δολοφόνος που προκαλεί τις αστυνομικές αρχές να βάλουν τέλος στην απελπισία που φέρνει το αίμα.

«Μου δίνεις ένα τσιγάρο, Ρομπέρτα;»
«Πότε θα έρθεις στο σπίτι να με δεις, Ρομπέρτα; Έχεις καιρό να φανείς…»

Δεν περιμένει απάντηση. Τα λόγια της έχουν κάτι από κατάφαση, από δόγμα που πετάγεται αδιάφορο στο κοινό. Είτε έτσι είτε αλλιώς, τα πράγματα δεν αλλάζουν. Αυτή δεν ξέρει από ρητορικές ερωτήσεις και λογοτεχνικά τερτίπια. Δεν έχει βγάλει καν το δημοτικό. Μόνο χαμογελάει και ξεσπάει σε γέλια. Της φαίνονται όλα αστεία, αν τη ρωτήσεις. Της φαίνονται άνευ ουσίας, άνευ σημασίας οι προβληματισμοί, τα άγχη, η αγχόνη που διπλώνει γύρω από τον γιακά του επαγγελματία και δε φαίνεται πως σφίγγει το σύρμα στο ύφασμα, στο δέρμα, το κιλίκιο στην παρ’ ολίγον αυτοπραγμάτωση, στη διαρκώς φευγαλέα πιθανότητα για ευτυχία. Υποφέρουμε από μεταλλαγμένες επιθυμίες: λόγια που δεν ειπώθηκαν, σώματα που κι αν το ήθελαν δε δόθηκαν, δρόμοι που δεν ακολουθήθηκαν από τον ενδοιασμό.

«Να φέρεις και τσιγάρα, όταν έρθεις. Δε μου φτάνει η σύνταξη πλέον. Ζω με δανεικά και βερεσέ. Με κερνάει όμως ο κόσμος, Ρομπέρτα. Τα έκοψα και τα γλυκά και τη ζάχαρη. Μόνο μπύρες πίνω».

Χώνει το τσιγάρο στο στόμα. Βγάζει από τα μανίκια ένα μαντήλι και σκουπίζει τα σάλια που χύνονται στις άκρες του στόματος. Τα δάκρυα δε βγαίνουν πάντα από τα μάτια. Ούτε ακολουθούν τους διαθέσιμους πόρους της σάρκας, τις οπές, τους αδένες. Έχω δει να σαπίζουν βουβώνες από αυτά που ήθελε να πει το σώμα και στο τέλος δεν μπόρεσε, έχω δει να φτάνει στην τρέλα ο άνθρωπος από τον γυρτό σβέρκο, τη γυρτή σπονδυλική στήλη, τον στριμμένο αστράγαλο, τη δύσκαμπτη γλώσσα. Έχω δει να λιώνουν σαν τις λαμπάδες, έχω δει μώλωπες από την αυτοτιμωρία.

«Έχω φωτιά. Ευχαριστώ. Χα, χα, χα».

Βγάζει τον αναπτήρα από την τσέπη. Πάντα τον φέρνει μαζί της, να μη γίνεται απόλυτο βάρος. Υπολογίζει το κόστος του κερασμένου τσιγάρου. 25 cent, αρκεί. Όχι πως τη νοιάζει αν ζητήσει και φωτιά από τον περαστικό αλλά του καθενός η φωτιά ανάβει από τα δικά του προσανάμματα, από τα δικά του απόβλητα σκουπίδια. Αυτή σε λίγο ετοιμάζεται να πετάξει. Μόλις βουτήξει τα χέρια στις τσέπες του μάλλινου καμηλό παλτό θα διασχίσει την πόλη. Άλλοτε παίρνει την κυκλική γραμμή 4C και μετά από μιάμιση ώρα ξανακατεβαίνει στη στάση που είχε ανέβει. Πάντα κάτι την κάνει να γελάει χωρίς λόγο. Το γελοίο πλανάται στον αέρα. Οι επιβάτες ενοχλούνται. Τακτοποιούν ξανά τα οπίσθια με νευρικές κινήσεις στις πλαστικές θέσεις τους. Αυτή φέρνει γύρους στον μεταλλικό στύλο σαν χορεύτρια, αφήνει να πέσει πίσω το κεφάλι της, να σπάσει ο σβέρκος.  Άλλοτε, όταν το επιτρέπει ο καιρός, χάνεται μες στα στενοσόκακα. Ποτέ μου δεν την είδα να κρατάει ομπρέλα. Φοράει ένα τιρκουάζ μαντήλι χειμώνα – καλοκαίρι, το κόκκινο παλτουδάκι και παπούτσια με λιωμένες σόλες. Σαν εκκρεμές διασχίζει την πόλη, οριζόντια, κάθετα, διαγώνια. Σαν εκκρεμές που χτυπάει τα τοιχώματα πότε της λογικής, πότε της παράνοιας. Η απρόσωπη πόλη μετράει τον χρόνο με τους ανάπηρους, με τους λειψούς ανθρώπους, με τις ακούραστες διαδρομές τους γεωγραφεί ξανά τα όριά της, γεμίζει την ερημιά της, μαλακώνει για λίγο την απανθρωπιά της, αμβλύνει τις ακίδες, τις γωνίες των δρόμων.

«Τσάο Ρομπέρτα».

Η Ρομπέρτα δεν είναι η Ρομπέρτα. Η Ρομπέρτα έχει χαθεί στο πίσω μέρος του μυαλού της και στα κιγκλιδώματα της νησίδας της Αδριατικής οδού. Μεσάνυχτα. Αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ακαριαίος θάνατος. Μια εκδιδόμενη πόρνη είχε ειδοποιήσει την αστυνομία. Οι υπόλοιπες πριν την άφιξη του ασθενοφόρο είχαν σκορπίσει στα αγροτικά παραδρόμια κι είχαν κρυφτεί στους ακανθώδεις θάμνους του έλους. Έκτοτε και τους άντρες Ρομπέρτα τούς φωνάζει. Και τα παιδιά. Και τις γάτες. Αυτές όμως τις φοβάται. Τα αιλουροειδή αρπάζουν όποιο θήραμα κουτσαίνει και το βρίσκουν μπόσικο, μόνο και μόνο για το γούστο. Αν τύχει να συναντήσει καμία πάνω στους κάδους ανεβασμένη στις περιφράξεις, τη διώχνει με αλαλαγμούς και κροταλίζει τα χέρια της. Φοβάται μήπως την αρπάξουν από το πόδι, της σκίσουν το καλσόν, μήπως σκύβοντας της πέσει το τσιγάρο, χτυπήσει στο κεφάλι και ξεχάσει το όνομα της κόρης της.